Για την αρθρωτή νουβέλα του Άγη Πετάλα & του Κώστα Θ. Καλφόπουλου «Όταν έρθει η μέρα που ξέρεις» (εκδ. Εστία).
Του Θωμά Συμεωνίδη
«Το 1968 ήταν μια χρονιά που συντάραξε τον κόσμο», μας λένε οι δύο συγγραφείς του βιβλίου και συμπληρώνουν: «Επεισοδιακοί Ολυμπιακές Αγώνες στο Μεξικό, δολοφονία του Ρόμπερτ Κέννεντυ, καταστολή της εξέγερσης στην Τσεχοσλοβακία γνωστής ως Άνοιξης της Πράγας, απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα Παπαδόπουλου από τον Αλέκο Παναγούλη». Σε αυτό το καλοκαίρι του 1968 είναι που, αρχικά, ο Κώστας Καλφόπουλος τοποθετεί τον πρώτο έφηβο του Όταν θα έρθει η μέρα που ξέρεις, μέχρι να εμφανιστεί είκοσι χρόνια μετά και ο δεύτερος έφηβος του βιβλίου, ανιψιός του πρώτου.
Το Όταν θα έρθει η μέρα που ξέρεις είναι μια αρθρωτή νουβέλα ενηλικίωσης που γράφτηκε ως παιγνιώδης διάλογος ανάμεσα σε δύο συγγραφείς, τον Κώστα Καλφόπουλου (γενν. 1956) και τον Άγη Πετάλα (γενν.1978). Τους χωρίζουν δύο περίπου δεκαετίες, αυτές οι δύο δεκαετίες που μεσολαβούν (σύμφωνα με το κείμενο στο οπισθόφυλλο του βιβλίου) «ανάμεσα στην Ελλάδα της χούντας και την Ελλάδα της Αλλαγής, αλλά τους ενώνει, ένα τραγούδι του Τόνυ Πινέλλι (“Όταν έρθει η μέρα που ξέρεις”), που λειτουργεί ως μουσική γέφυρα των δύο εποχών και κειμένων».
Η κοινοπρακτική νουβέλα που καταθέτουν οι δύο συγγραφείς δομείται σε μία σειρά από μοτίβα που αντλούν, βασικά, από το αστυνομικό διήγημα, και πιο συγκεκριμένα, τις ιστορίες που δημοσιεύονταν στα λαϊκά περιοδικά και τις εφημερίδες στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, και από την άλλη, από τον κινηματόγραφο, και πιο συγκεκριμένα, από τις ταινίες του Χίτσκοκ, και ακόμα πιο συγκεκριμένα, από τον Σιωπηλό μάρτυρα.
Η αφορμή για τη σύμπραξη των δύο συγγραφέων ήταν ένα αστυνομικό διήγημα 800 λέξεων του Καλφόπουλου που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, μαζί με κείμενα και άλλων συγγραφέων, μετά από πρόσκληση του Μισέλ Φάις. Αυτό ακριβώς το διήγημα με τίτλο “Η κίτρινη εσάρπα” αποτελεί το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, και αυτό ακριβώς το διήγημα είναι που αποτέλεσε την αφορμή για να στείλει ο Πετάλας, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, στον Καλφόπουλο, τη δική του εκδοχή για τη συνέχεια της ιστορίας της Κίτρινης εσάρπας, ανατρέποντας το αρχικό αφήγημα. Αυτός ο μη προσχεδιασμένος διάλογος ανάμεσα στους δύο συγγραφείς θα οδηγήσει τον Καλφόπουλο, πρώτον, στην αναθεώρηση της αρχικής ιστορίας και τη συγγραφή μιας νέας εκδοχής που θα αποτελέσει τη δεύτερη ενότητα του βιβλίου και θα φέρει τον τίτλο “Η κίτρινη εσάρπα (revised and revisited)”. Δεύτερον, στη συγγραφή μιας τρίτης ενότητας που θα φέρει τον τίτλο “Summertime (πολλά χρόνια μετά την ιστορία της Κίτρινης εσάρπας)”. Ο Πετάλας συγγράφει την τέταρτη και μεγαλύτερη ενότητα του βιβλίου με τίτλο, “Όταν ήρθε εκείνη η μέρα”.
Η κοινοπρακτική νουβέλα που καταθέτουν οι δύο συγγραφείς δομείται σε μία σειρά από μοτίβα που αντλούν, βασικά, από το αστυνομικό διήγημα, και πιο συγκεκριμένα, τις ιστορίες που δημοσιεύονταν στα λαϊκά περιοδικά και τις εφημερίδες στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, και από την άλλη, από τον κινηματόγραφο, και πιο συγκεκριμένα, από τις ταινίες του Χίτσκοκ, και ακόμα πιο συγκεκριμένα, από τον Σιωπηλό μάρτυρα, με πρωταγωνιστές τη μυθική Γκρέις Κέλλυ και τον Τζέιμς Στιούαρτ. Αλλά αυτό που έχει επίσης πολύ μεγάλο ενδιαφέρον είναι ότι οι δύο συγγραφείς δομούν από κοινού ένα απόθεμα πραγματολογικών και βιωματικών «σημείων» που ορίζουν την παιδική εμπειρία. Αυτό το απόθεμα συγκροτείται και ελέγχεται μέσα από μια διπλή προοπτική, μέσα δηλαδή από την οπτική δύο διαφορετικών παιδικών προσώπων, το ένα σε μια διαδικασία ενηλικίωσης στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και το άλλο, σε μια αντίστοιχη διαδικασία, στα τέλη της δεκαετίας του 1980.
Ο Κώστας Θ. Καλφόπουλος γεννήθηκε το 1956 στον Πειραιά. Σπούδασε κοινωνιολογία, πολιτικές επιστήμες και ιστορία των μέσων και νεότερων χρόνων στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Από το 1996 ασχολείται με τη δημοσιογραφία. Διετέλεσε τακτικός συνεργάτης των εφημερίδων "Καθημερινή" και "Neue Zurcher Zeitung", επίσης, είναι μέλος της Ένωσης Ανταποκριτών Ξένου Τύπου (ΕΑΞΤ) και της Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας (ΕΛΣΑΛ). |
Η ιστορία ξεκινάει το καλοκαίρι του 1968, με τέσσερα από τα πιο συνηθισμένα «σημεία» της παιδικής εμπειρίας: οικογενειακές διακοπές, δώρο του πατέρα, αεροπλάνα στον ουρανό, κιάλια. Βρισκόμαστε στα νότια προάστια, με την οικογένεια του πρώτου εφήβου, του βασικού ήρωα του Καλφόπουλου, να παραθερίζει στη Βούλα. Χάρη σε ένα ζευγάρι κιάλια που του έχει χαρίσει ο πατέρας του «για να βλέπει καλύτερα τα αεροπλάνα που περνούσαν» πάνω από του σπίτι τους «προκειμένου να προσγειωθούν στο Ελληνικό», οδηγείται στην παρατήρηση της μονοκατοικίας που βρίσκεται απέναντι από το διαμέρισμά τους, ένα παλιό πέτρινο διώφορο σπίτι που αρχικά έδινε την εντύπωση ακατοίκητου. Εκεί είναι που ο έφηβος του Καλφόπουλου θα δει «ένα ημίγυμνο γυναικείο σώμα, σαν σμιλεμένο, τυλιγμένο με μια μεγάλη αραχνοΰφαντη κίτρινη εσάρπα», και αυτή η αποκάλυψη θα είναι η αφορμή για να παρακολουθεί συστηματικά το απέναντι σπίτι όλη τη μέρα, μέχρι να βραδιάσει, και εκεί, μέσα στη νύχτα, μια σειρά από αξεδιάλυτα σημεία (υπόκωφοι θόρυβοι, αγκομαχητά, λαχανιάσματα, πνιχτές φωνές, αναστεναγμοί, αντικείμενα που σπάνε), «κάτι σαν πάλη, σαν βουβός αλλά άγριος τσακωμός», η υποψία ενός εγκλήματος, θα στοιχειώσουν τον έφηβο.
Αυτή η αρχική εκδοχή, εμπλουτίζεται αφηγηματικά στη δεύτερη ενότητα, και ταυτόχρονα προστίθενται καινούρια σημεία της παιδικής ηλικίας, όπως οι επιδόσεις στο σχολείο, οι επιπλήξεις των κηδεμόνων, τα ιδιαίτερα μαθήματα, οι αναγνώσεις βιβλίων (η Ζωή εν τάφω και ο Αργοναύτης του Μυριβήλη, τα έργα του Ιούλιου Βερν), περιοδικών (Ο Καουμπόυ, Ο Σνούπυ και η παρέα του) και εφημερίδων, ο μοντελισμός, οι μινιατούρες και οι πολεμικές ιστορίες, αλλά και σημεία της ελληνικής ιστορίας και της επικαιρότητας της εποχής. Ταυτόχρονα, αυτή η δεύτερη ενότητα, προετοιμάζει και τη μετάβαση στη τρίτη ενότητα, πολλά χρόνια μετά, όταν η απομάγευση της παιδικής ηλικίας μοιάζει οριστική και πλήρης. Πολλά χρόνια μετά λοιπόν, θα συναντήσουμε τον έφηβο του Καλφόπουλο ως θείο Ντίνο πλέον, σε μια αναπόληση και αυτοκριτική που βρίθει σημείων της παιδικής ηλικίας, με τη σκέψη συχνά στους γονείς του (που δεν υπάρχουν τώρα), αλλά και με την ανάμνηση εκείνης της σκοτεινής και ανεξιχνίαστης υπόθεσης του 1968, με την οποία έρχεται να συνδεθεί και ο έφηβος του Πετάλα και ανιψιός του θείου Ντίνου, όταν, το καλοκαίρι, του μακρινού επίσης, 1988, είχε αναστατώσει τον θείο του, φέρνοντάς του κάτι που είχε βρει σε εκείνη «την περιβόητη και μυστηριώδη μονοκατοικία». Σε αυτό το σημείο τελειώνει η τρίτη ενότητα για να περάσουμε στην τέταρτη και τελευταία, στην αρχή μιας άλλης ιστορίας, αυτή του Πετάλα.
Ο Άγης Πετάλας γεννήθηκε το 1978 στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά και εργάζεται ως δικηγόρος. Διηγήματα και άλλα κείμενά του έχουν κατά καιρούς δημοσιευτεί στα περιοδικά "Νέα Εστία", "Λεύγα", "Unfollow" και "Kaboom". Το δεύτερο βιβλίο του Εις την ψυχήν ελπίδα (2018) κυκλοφορεί επίσης από τις εκδόσεις της Εστίας. |
Σε αυτή την ιστορία βλέπουμε πλέον τα πράγματα μέσα από την οπτική του ανιψιού του θείου Ντίνου, σε μια αφήγηση επίσης σε πρώτο πρόσωπο και διάστικτη από σημεία της παιδικής και πάλι ηλικίας αλλά και της εποχής στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Ο λόγος του Πετάλα, συνδιαλέγεται και συμπληρώνει τον λόγο του Καλφόπουλο, οδηγώντας το αποτέλεσμα της συγγραφικής τους κοινοπραξίας στα άκρα αλλά και στην κατάληξή του. Το χιούμορ είναι υποδόριο, η κριτική σε αναγνωρίσιμα πολιτισμικά σημεία της εποχής επίσης, όπως για παράδειγμα γίνονται άμεσα εμφανής στον τρόπο με τον οποίο αποδίδεται εκείνο το τελευταίο οικογενειακό δείπνο πριν παραδοθεί ο ανιψιός στον θείο Ντίνο: «Κατόπιν, προτού με εγκαταλείψουν, φάγαμε όλοι μαζί σε μια παρακείμενη ψαροταβέρνα, όπου θυμάμαι πως ακούγονταν στη διαπασών λιγωτικά τραγούδια του Τόλη Βοσκόπουλου, που μου θύμιζαν έντονα τη ρινίτιδά μου, ή χορευτικές επιτυχίες του Δάκη, για τις οποίες αναρωτιόμουν αν ποτέ τις χόρευαν ποτέ άλλα εγκόσμια όντα εκτός από πενηντάρηδες ψηφοφόρους της δεξιάς παράταξης, με βαμμένο μαλλί και μπλε μοκασίνια με ασημένιες αγκράφες».
Η αφήγηση του Πετάλα ολοκληρώνει το πορτρέτο του θείου Ντίνου, το πορτρέτο μιας εφηβείας, μιας εποχής. Στο δεύτερο μέρος της αφήγησης του Πετάλα, η απρόσμενη ανακάλυψη του ανιψιού θα δώσει στον θείο Ντίνο μια σειρά από απαντήσεις για εκείνο το μυστήριο γεγονός με τη γυναίκα, στο πρότυπο της Γκρέις Κέλλυ, με την κίτρινη εσάρπα. Ωστόσο, ακόμα και αν τα ερωτήματα θα υπάρχουν πάντα, ακόμα και αν οι απαντήσεις ποτέ δεν θα επαρκούν, στο παιγνιώδες εγχείρημά τους, ο Καλφόπουλος και ο Πετάλας, καταφέρνουν να ανασυστήσουν το παιδικό βλέμμα, την παιδική αφέλεια, σε έναν άξονα μυθοποίησης και απομυθοποίησης, ελέγχοντας και ανατρέχοντας στα «σημεία» της παιδικής μας ηλικίας, τα οποία επιβιώνουν με τρόπους απρόσμενους, όση έκπληξη και αν προκαλεί η αποσαφήνιση της πραγματικότητας εντός της οποίας σημάδευαν και δέσμευαν τον χρόνο αμέριμνα.
* Ο ΘΩΜΑΣ ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, μαζί με τη Γιούλη Ράπτη, το δοκίμιο «Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν και τα νέα μέσα» (εκδ. Νεφέλη).
→ Στην κεντρική εικόνα: πίνακας του © Félix Edouard Vallotton.
Όταν έρθει η μέρα που θα ξέρεις
ΑΓΗΣ ΠΕΤΑΛΑΣ & ΚΩΣΤΑΣ Θ. ΚΑΛΦΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΣΤΙΑ 2020
Σελ. 104, τιμή εκδότη €11.00
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΑΓΗ ΚΕΦΑΛΑ
& ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ Θ. ΚΑΛΦΟΠΟΥΛΟΥ