Για το μυθιστόρημα του George Moore «Εξομολογήσεις ενός νεαρού άνδρα» (μτφρ. Γιάννης Λειβαδάς, εκδ. Εξάντας).
Του Κώστα Αγοραστού
Οι Εξομολογήσεις ενός νεαρού άνδρα (μτφρ. Γιάννης Λειβαδάς, εκδ. Εξάντας) είναι το πρώτο βιβλίο του George Moore που μεταφράζεται στα ελληνικά. Ο George Moore γεννήθηκε το 1852 στην Ιρλανδία και πέρασε μεγάλες περιόδους της ζωής του στο Δουβλίνο, στο Λονδίνο και στο Παρίσι. Έγραψε συνολικά εξήντα πέντε έργα: πεζογραφήματα, ποίηση, θεατρικά, κριτική επιστολογραφία. Ο Moore συνήθιζε να κάνει πολλές αλλαγές στα κείμενά του, ακόμη και μετά την πρώτη τους έκδοση. Στην κατατοπιστική εισαγωγή του Γιάννη Λειβαδά πληροφορούμαστε, μεταξύ άλλων, ότι ο ανήσυχος και πολυσχιδής Moore ασχολήθηκε και με τη ζωγραφική και θεωρείται ο άνθρωπος ο οποίος προώθησε το κίνημα των Γάλλων ιμπρεσιονιστών στην Αγγλία. Τη δεκαετία 1880-1890 μύησε τους Άγγλους αναγνώστες στα ρεύματα της γαλλικής λογοτεχνίας. Ρεύματα που εισηγήθηκαν τον γαλλικό και ευρωπαϊκό μοντερνισμό.
Στο Παρίσι ανέπτυξε στενή φιλία με τον Ντεγκά και τον Μανέ, από τους οποίους απέκτησε τρία πορτρέτα (ένα από αυτά, του Μανέ, είναι και αυτό που υπάρχει στο εξώφυλλο του βιβλίου) και ξεκίνησε μια συνεργασία με τον Ζολά, από τις λογοτεχνικές θέσεις του οποίου πήρε απόσταση λίγο μετά.
Οι εκκεντρικές και διαρκώς μεταβαλλόμενες θέσεις και ιδέες του τον έκαναν, αν μη τι άλλο, να ξεχωρίζει και συχνά να υποσκάπτει τους κοινούς τόπους. Ο Moore θεωρούσε τον εαυτό του περισσότερο Γάλλο παρά Άγγλο ή Ιρλανδό αλλά υποστήριζε πως ως καλλιτέχνης δεν είχε εθνική ταυτότητα, ήταν «Ευρωπαίος». Όσο προσπαθούσε κάποιος να τον προσεγγίσει και να τον ορίσει, εκείνος ξεγλιστρούσε.
Αυτό που επηρέασε, και εν τέλει καθόρισε τον Moore, ήταν η διαμονή του στο Παρίσι. Εκείνα τα χρόνια αποτελούν και έναν από τους κεντρικούς άξονες του μυθιστορήματος Εξομολογήσεις ενός νεαρού άνδρα. Ο Moore συνοψίζει την μέχρι τότε ζωή του στην Ιρλανδία σε ένα μόνο κεφάλαιο δεκατριών σελίδων, το πρώτο, κι έπειτα αφιερώνει σχεδόν το μισό βιβλίο στα χρόνια του Παρισιού. Στο Παρίσι ανέπτυξε στενή φιλία με τον Ντεγκά και τον Μανέ, από τους οποίους απέκτησε τρία πορτρέτα (ένα από αυτά, του Μανέ, είναι και αυτό που κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου) και ξεκίνησε μια συνεργασία με τον Ζολά, από τις λογοτεχνικές θέσεις του οποίου πήρε απόσταση λίγο μετά.
Στις Εξομολογήσεις γίνεται προσπάθεια από τον Moore να εντάξει, μέσω του ήρωά του, όλες του τις προσωπικές απόψεις, αλλά και τις αντίθετές τους συχνά, καθιστώντας το κείμενο μια συνεχή εναντιοδρομία και ένα φλογερό μανιφέστο. Το αποτέλεσμα είναι η σκιαγράφηση ενός ιδιόρυθμου και πρωτοπόρου λογοτεχνικού χαρακτήρα.
Ίσως αποτελεί ένδειξη ευρύτητας πνεύματος του Moore, ίσως όμως και να είναι ξεκάθαρος σνομπισμός απέναντι στον αναγνώστη, το γεγονός ότι στην πρώτη κιόλας έκδοση του βιβλίου στην Αγγλία, ο συγγραφέας ζήτησε να μην μεταφραστεί καμία γαλλική φράση, κανένα γαλλικό αποσπάσματα απ' όσα έχει στο βιβλίο (και έχει πολλά). Κατι που ακολουθεί και η παρούσα ελληνική έκδοση.
Λογοτεχνικοί χαρακτήρες και πραγματικά πρόσωπα εκείνης της εποχής πρωταγωνιστούν σε ένα πλήθος μικρών σκηνών, που σκοπό έχουν να καταδείξουν με οξύ και δηκτικό τρόπο τις προτιμήσεις και τις ιδέες του συγγραφέα. Ιδέες που επικροτούνται αλλά και υποσκάπτονται, ιδέες που υποστηρίζονται με πάθος και εγκαταλείπονται την αμέσως επόμενη στιγμή. «Ο Μπαλζάκ υπήρξε η πρώτη ηθική επίδραση στη ζωή μου και οι αναγνώσεις μου έφτασαν στο ζενίθ διαβάζοντας την Comedie Humaine. […] Παρ’ όλες αυτές τις αναγνώσεις όμως δεν έχω καμία αξίωση να θεωρηθώ ειδήμων…»
«Τα δύο βασικότερα στοιχεία του χαρακτήρα μου – μια πηγαία απέχθεια προς τη χώρα που γεννήθηκα και ένα σφοδρό μίσος προς τη θρησκεία με την οποία με μεγάλωσαν»
Οι φίλοι, το σχολείο, ο πατέρας, τα καλλιτεχνικά ρεύματα, ο ρόλος του μεταφραστή, η αξία των απλών ανθρώπων, οι συχνές κραιπάλες, τα όρια του καλλιτέχνη· η Γαλλία, η Αγγλία και το διαρκές και αναποφάσιστο πήγαινε έλα του Moore, συνθέτουν κάποιες από τις θεματικές του βιβλίου. Με δικά του λόγια και πάλι: «Τα δύο βασικότερα στοιχεία του χαρακτήρα μου – μια πηγαία απέχθεια προς τη χώρα που γεννήθηκα και ένα σφοδρό μίσος προς τη θρησκεία με την οποία με μεγάλωσαν. [...] Απεχθάνομαι ενστικτωδώς τους συμπατριώτες μου, τους θεωρώ εντελώς αποκρουστικούς και απόμακρους˙με τους Γάλλους όμως, νιώθω βαθειά συγγένεια˙είμαι ένας απ’ αυτούς, έχω τις ίδιες ιδέες και τις ίδιες βλέψεις και όταν βρίσκομαι μαζί τους νιώθω ζωντανός, παθιασμένος και μια αίσθηση οικειότητας διαπερνά όλη μου την ψυχή».
Μια ξαφνική χρεωκοπία υποχρεώνει τον ήρωα να επιστρέψει εσπευσμένα στο Λονδίνο. Όλα του μοιάζουν διαφορετικά, καθόλου γαλλικά, πολύ αγγλικά. Οι συγκρίσεις είναι συνεχείς, αναπόφευκτες και συντριπτικά υπέρ της Γαλλίας. Από τον τρόπο ζωής μέχρι το αστικό τοπίο. «Οι δρόμοι της πόλης έμοιαζαν στα μάτια μου σαν ποντικότρυπες, ήταν σκοτεινοί και δαιδαλώδεις, και αποπάνω εμφανιζόταν καμιά φορά ένα φωτεινό άνοιγμα στον ουρανό, που φάνταζε λες και το παρατηρούσε κανείς μέσα από μια χαραμάδα, ήταν τόσο διαφορετικοί από τα βουλεβάρτα που κατέληγαν σε φωτεινά ξέφωτα με συντριβάνια και σύννεφα από καταπράσινα φύλλα».
Αντίστοιχα, οι Άγγλοι, σύμφωνα με τον ήρωα, χαρακτηρίζονται από συντηρητική νοοτροπία και οπισθοδρομικές θέσεις. Η τέχνη απουσιάζει παντελώς από την καθημερινότητά τους. Το ύφος του Moore, όταν αναφέρεται στην Αγγλία, αλλάζει και γίνεται παιγνιώδες, ειρωνικό και σε σημεία σκληρό και βαθιά επικριτικό. Οι κάθε είδους συμβιβασμοί στηλιτεύονται με τρόπο γλαφυρό. «Ζητάμε τη ρήξη και την ταραχή για να κερδίσουμε τη λήθη, υπέροχες γαλήνιες στιγμές για να γευθούμε ένα φιλί, όμως ταυτόχρονα πρέπει να επιστρέφουμε κάθε βράδυ στις επτά για να τρώμε στο σπίτι και να μη λέμε και να μην κάνουμε τίποτα που θα μπορούσε να σοκάρει τους γείτονες. Η ευπρέπεια έχει τυλίξει για τα καλά όλη την κοινωνία, όπως ένα χταπόδι, και δεν υπάρχει κανένας τρόπος από τις απαίσιες βεντούζες του να γλιτώσεις. Η δύναμη της βίλας στα προάστια: οι τέχνες, οι επιστήμες, η πολιτική, η θρησκεία, τα πάντα έχουν προσαρμοστεί στις δικές της απαιτήσεις».
Το παιγνιώδες ύφος συχνά γλιστρά προς τη σκληρότητα των συλλογισμών και από τις ρωγμές του, βλέπουμε τον συγγραφέα που φέρει διαρκώς το στίγμα της απόρριψης.
Η μετάφραση του Γιάννη Λειβαδά ακολουθεί και αποδίδει τα υφολογικά «γυρίσματα» του Moore, κρατώντας άλλοτε έναν νωχελικό ρυθμό και άλλοτε επιταχύνοντας και ανεβάζοντας τη θερμοκρασία του μεταφρασμένου κειμένου. Το παιγνιώδες ύφος συχνά γλιστρά προς τη σκληρότητα των συλλογισμών, και από τις ρωγμές του βλέπουμε τον συγγραφέα που φέρει διαρκώς το στίγμα της απόρριψης.
«Η Γαλλία τον αγκάλιασε, η Αγγλία τον αντιμετώπισε σαν απόβλητο διότι ο Moore», σημειώνει ο Γιάννης Λειβαδάς, «ήταν υπερβολικά Γάλλος, υπερβολικά Ιρλανδός, υπερβολικά καθολικός, μα και υπερβολικά τολμηρός και ανατρεπτικός». Όσο για την πατρίδα του, την Ιρλανδία; Και μόνο το γεγονός ότι ήταν υπέρ της ένωσης των δύο κρατών, έφτανε για χαρακτηριστεί σχεδόν ανεπιθύμητος.
Οι Εξομολογήσεις ενός νεαρού άνδρα αποτελεί έργο ζωής για τον George Moore. Είναι η καταγραφή της εξελικτικής –διανοητικής και αισθητικής– του πορείας και την ίδια στιγμή ένας καθρέφτης του πνευματικού κόσμου του Παρισιού και του Λονδίνου στα τέλη του 19ου αιώνα.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΟΡΑΣΤΟΣ είναι δημοσιογράφος.
→ Στην κεντρική εικόνα ο πίνακας του Gustav Caillebotte «Paris Street, rainy day» (λάδι σε καμβά, 1877).
Εξομολογήσεις ενός νεαρού άνδρα
George Moore
Μτφρ. Γιάννης Λειβαδάς
Εξάντας 2018
Σελ. 324, τιμή εκδότη €17,00