Για τη συλλογή διηγημάτων του Θάνου Κάππα «Πώς πάνε τα πράγματα» (εκδ. Εστία).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Ας μπω κατευθείαν στο θέμα που απασχολεί το μυαλό μου, προσπερνώνας προσώρας το βιβλίο. Οι Έλληνες συγγραφείς, φορείς μιας μακραίωνης παράδοσης και γι’ αυτό ευαίσθητοι ως προς αυτήν, προσέχουν πολύ τη γλώσσα, αξιοποιούν την ισχύ της, μετέρχονται των δηλωτικών και συνυποδηλωτικών της δυνατοτήτων και πάνω σ’ αυτήν χτίζουν την ατμόσφαιρα, τους χαρακτήρες, τη ματιά στο καθημερινό.
Αυτό συχνά στο μυθιστόρημα δεν αποδίδει. Και δεν αποδίδει όταν η γλωσσική πανδαισία γίνεται το πολύχρωμο τραπέζι που σκεπάζει την αδυναμία της μαγείρισσας ή το ποικιλμένο χαλί που καλύπτει το φθαρμένο πάτωμα. Στο διήγημα όμως παράγει καρπούς, όταν βέβαια η μικρή φόρμα στηριχτεί στο κατάλληλο ύφος, για να διαμορφώσει το κλίμα και τον παλμό, να χτίσει διόδους προς τον αναγνώστη και να τον πείσει ότι τα γερά γλωσσικά θεμέλια δεν είναι το μόνο ατού της οικοδομής. Αυτό συμβαίνει επειδή το διήγημα μπορεί να δρομολογήσει μια ιστορία (μπορεί και όχι), ενδέχεται να παρακάμψει την υπόθεση χάριν της συναισθηματικής φόρτισης, του ολόγλυφου του χαρακτήρα, της μαγικής αύρας αδιόρατων πνοών, της κατά μέτωπο επίθεσης σε ό,τι μικρό και φαινομενικά ασήμαντο δεν βλέπουμε εκτός της λογοτεχνίας.
Οι Έλληνες συγγραφείς, φορείς μιας μακραίωνης παράδοσης και γι’ αυτό ευαίσθητοι ως προς αυτήν, προσέχουν πολύ τη γλώσσα, αξιοποιούν την ισχύ της, μετέρχονται των δηλωτικών και συνυποδηλωτικών της δυνατοτήτων και πάνω σ’ αυτήν χτίζουν την ατμόσφαιρα, τους χαρακτήρες, τη ματιά στο καθημερινό.
Οι χαρακτήρες του Θάνου Κάππα είναι μόνοι, ενώ περιστοιχίζονται από ανθρώπους, έχουν σχέσεις, βρίσκονται σε κάποιον ερωτικό δεσμό ή γάμο, ζουν μέσα στην κοινωνία. Όμως αναλογιζόμενοι τη ζωή τους –σε μια στιγμή έκλαμψης ή σε μια διαρκή πάλη με τον εαυτό τους–, συνειδητοποιούν ότι κάτω από την επιφανειακή ευτυχία, κάτω από την αντικειμενική για τους άλλους επιτυχία τους, είναι στριμωγμένοι σε μια ασφυκτική ατονία. Όλα κυλούν απλά και φυσικά, αλλά εκείνοι μέσα τους νιώθουν το τέλμα, που σταδιακά δημιουργήθηκε, που επεκτάθηκε όχι αναγκαστικά ως επιλογή –και γι’ αυτό ίσως δεν υπάρχει διέξοδος–, αλλά ως ασύνειδη πορεία σε μια κομφορμιστική κλίμακα, που δεν οδηγεί εκεί που θα ήθελαν.
Ο Θάνος Κάππας γεννήθηκε το 1962 και έμεινε στην Αμφιλοχία ως τα δέκα του χρόνια – έκτοτε ζει στην Αθήνα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική σχολή της Θεσσαλονίκης. Το 2003 δημιούργησε το μπλογκ "vita moderna", ενώ κατά την περίοδο 2004-2008 διατηρούσε την ομώνυμη στήλη στην Athens Voice. Κείμενα και βιβλιοκριτικές του έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά (Δέκατα, Εντευκτήριο, Μπαχάρ, Καθημερινή κ.ά.) καθώς και στη διαδικτυακή πύλη bookpress.gr. Το θεατρικό του κείμενο "Δίκτυο 4" παρουσιάστηκε στο θέατρο Φούρνος σε σκηνοθεσία Μελίνας Σάρδη. Εργάζεται στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση για περισσότερα από είκοσι πέντε χρόνια.
|
Ο γάμος, που δεν και τόσο πετυχημένος, ενώ ούτε ο εραστής φαίνεται τόσο ικανοποιητικός στην πλήρωση του κενού («Πώς πάνε τα πράγματα»)· η ανήσυχη ερωτική ισορροπία με την κοπέλα, που δεν δείχνει να προτιμά τελεσίδικα αυτόν ή τον φίλο του («Οριγκάμι»)· η οικογένεια, όπου κι οι δυο δεν πλέουν σε πελάγη ευτυχίας, γεγονός που αντανακλά την ασφυξία και την αδιαφορία με την οποία τους μεγάλωσαν οι γονείς τους («Το παιδί που στέκεται εκεί»)· η μικρή δωδεκάχρονη που θέλει να σκοτώσει όλους τους συμμαθητές της και να αυτοκτονήσει από ερωτική απογοήτευση («Η δική μου μέρα»)· να μερικά θέματα τα οποία δείχνουν και τον δρόμο που θέλησε να χαράξει ο Θάνος Κάππας.
Σ’ αυτά, λοιπόν, ο διηγηματογράφος φτιάχνει μια γλυκιά μελαγχολία. Στήνει το απαισιόδοξο πλαίσιό του με υλικά της καθημερινότητας, με απλότητα στην απόδοση των λεπτομερειών, με φυσικότητα σε όλα όσα γίνονται έξω και μέσα στο μυαλό των προσώπων του. Η γλώσσα του, χωρίς να γίνεται εξεζητημένη, εκπέμπει μια θελκτική θέρμη, που μιλά για την αποτελμάτωση της ζωής, αλλά και για την αυτοσυνειδησία της εξόδου, που σκιαγραφεί τον παλμό των απλών πραγμάτων, αλλά και τον σφυγμό του αίματος κάτω από το δέρμα.
Αντιπροσωπευτικό δείγμα της επαγωγής από το καθημερινό σε μια γενικότερη φιλοσοφία ζωής είναι το διήγημα «Τα δώρα των ανθρώπων». Η Διώνη πηγαίνει μόνη στην Επίδαυρο, για να παρακολουθήσει μια παράσταση. Είναι φιλόλογος, ασχολείται με το γράψιμο και το θέατρο, έχει μια σχέση που εν προκειμένω δεν τη συνόδευσε στην εξόρμησή της, νιώθει ότι ο βίος της κύλησε συντηρητικά και άτολμα. Στην παραμονή της εκεί συναντά μια Γερμανίδα που μένει μόνιμα στην Ελλάδα και τη νεαρή Μάνια, παλιά μαθήτριά της στο λύκειο, που την είχε ως πρότυπο. Η διασταύρωση του στίγματός της με τις συντεταγμένες των δύο άλλων γυναικών την κάνει να προχωρήσει έστω κι ένα βήμα προς μια προσωπική απελευθέρωση. Τελικά, μήπως οι ιστορίες του Θάνου Κάππα δεν είναι τόσο απαισιόδοξες όσο φαίνονται;
Μπορεί να ξεχνάς γρήγορα το τέλος κάθε ιστορίας, αλλά ο κραδασμός από το κλίμα που δημιούργησε στον αναγνώστη είναι το καλύτερο εχέγγυο για όσα απόλαυσες, διαβάζοντας όλα σχεδόν τα διηγήματα της συλλογής.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).
→ Στην κεντρική εικόνα: Ο Walter Mattthau και η Patricia Neal από την ταινία του Elia Kazan “A face in the crowd” (1957).
Πώς πάνε τα πράγματα
ΘΑΝΟΣ ΚΑΠΠΑΣ
ΕΣΤΙΑ 2020
Σελ. 128, τιμή εκδότη €11,00