Για το αφήγημα του Εμμανουήλ Λυκούδη «Η ξένη του 1854» (εισαγωγή: Σπύρος Τσακνιάς, εκδ. Πατάκη).
Του Διονύση Μαρίνου
Κοιτώντας τη σφαίρα του μέλλοντος και με την αμφιβολία που ακολουθεί κάθε εικασία τέτοιου είδους, ίσως σε λίγα χρόνια από τώρα να έχουμε παρ’ ημίν ένα έργο άξιο προσοχής που θα μιλάει για τον κορωνοϊό και όσα ζήσαμε και συνεχίζουμε να ζούμε λόγω της πανδημίας. Προφανώς δεν αναφερόμαστε σε κάποιο επιστημονικό σύγγραμμα που θα εξηγεί πώς ενέσκηψε ο ιός, τι τον προκάλεσε και ποιες προσπάθειες καταβλήθηκαν για να αναχαιτιστεί. Κάτι τέτοιο είναι δεδομένο πως θα υπάρξει τα κατοπινά χρόνια από την επιστημονική κοινότητα και μάλιστα σε πληθώρα εκδόσεων. Η λογοτεχνική «εκφορά» του ιού, όμως, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό και έχει να κάνει με τις αθέατες πτυχές της πανδημίας στη ζωή των ανθρώπων. Γέννησε καινούργια δράματα; Προκάλεσε εσωτερικές αναταράξεις; Μας έδωσε την πρώτη ύλη για να δημιουργηθεί μια λογοτεχνία του ιού (κατά τα πρότυπα της λογοτεχνίας της κρίσης); Μένει να φανεί αν θα συγκροτηθεί ένα τέτοιο λογοτεχνικό «σώμα» και ποια αξία θα έχει.
Βιβλίο που δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το 1893 και περιγράφει με εναργή και εύγλωττο τρόπο την επιδημία χολέρας που έπληξε την Αθήνα και τον Πειραιά κατά την περίοδο του Κριμαϊκού Πολέμου.
Ωστόσο, επειδή τούτη η πανδημία δεν είναι η πρώτη που γνωρίζουμε (υπάρχει μια αξιοπρόσεκτη χρονική συμμετρία στην εμφάνισή τους), και λόγω της συγκυρίας, επανήλθε στο προσκήνιο το πόνημα του Εμμανουήλ Λυκούδη Η ξένη του 1854 (εκδ. Πατάκη). Βιβλίο που δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το 1893 και περιγράφει με εναργή και εύγλωττο τρόπο την επιδημία χολέρας που έπληξε την Αθήνα και τον Πειραιά κατά την περίοδο του Κριμαϊκού Πολέμου.
Μπορεί να έχουμε να κάνουμε με διαφορετικούς ιούς, εντελώς άλλες εποχές και συνθήκες, άρα οι συσχετίσεις έχουν μόνο εξωτερικό περίβλημα, ωστόσο αναπόδραστα ο αναγνώστης βρίσκει στο αφήγημα του Λυκούδη αρκετά κοινά σημεία με την τωρινή κατάσταση. Ίσως διότι τα μεγάλα δράματα πλήττουν το ίδιο την ανθρωπότητα ανεξάρτητα από την εποχή και την αιτία που τα προκάλεσε. Στο δράμα όλοι οι άνθρωποι μοιάζουμε (στο καλό και το άσχημο).
Η χολέρα στην κατά Λυκούδη αφήγηση μοιάζει σαν να έχει σώμα και υπόσταση. Κάτι σαν κακιά μάγισσα που ήρθε και σκέπασε τον αττικό ουρανό. Είναι μια «ξένη», καθώς σύμφωνα με τους ιστορικούς εισήλθε στα ενδότερα της χώρας από ξένα στρατεύματα. Κράτησε πέντε μήνες και αποδεκάτισε τον πληθυσμό της πρωτεύουσας, αλλά ουσιαστικά παρέλυσε τον υποτυπώδη κρατικό μηχανισμό. Η συγκυρία δεν ήταν και η καλύτερη δυνατή για το νεοπαγές ελληνικό κράτος. Η χολέρα, μαζί με τις ληστείες, άλλο απότοκο της γενικότερης αναρχίας, ήρθε στα μέρη μας την κρίσιμη περίοδο του Κριμαϊκού πολέμου (1853-1855), μια από τις σημαντικότερες φάσεις του λεγόμενου Ανατολικού Ζητήματος, στο οποίο ενεπλάκη και η Ελλάδα. Οι σχέσεις με την Τουρκία έφτασαν σε οριακό σημείο και εξομαλύνθηκαν πριν ακόμη τερματιστεί ο πόλεμος. Μάλιστα, υπεγράφη και σχετική συμφωνία. Εντούτοις, τα ξένα στρατεύματα παρέμειναν στα ελληνικά εδάφη ακόμη και μετά τη σύναψη Ειρήνης με τη Συνθήκη των Παρισίων του 1857 (όπως σημειώνει και ο Σπύρος Τσακνιάς στο εισαγωγικό σημείωμα της έκδοσης).
Οι αρχές απαγόρευσαν την μετακίνηση πληθυσμού από Πειραιά προς Αθήνα, κάτι που δεν τηρήθηκε, ενώ το μέτρο δεν ίσχυσε για τα ξένα στρατεύματα, καθώς θεωρήθηκε «ταπεινωτικό». Οι προφυλάξεις ήταν κατ’ όνομα, τα μέτρα ανεφάρμοστα, οι πιθανότητες σωτηρίας σχεδόν μηδενικές.
Κάπως έτσι, λοιπόν, από εξωγενή παράγοντα φαίνεται να ήρθε η «ξένη» πρώτα στον Πειραιά και εν συνεχεία στην Αθήνα. Το αποτέλεσμα ήταν δραματικό. Η πανδημία θέρισε αδιακρίτως πλούσιους και φτωχούς, απλώς οι τελευταίοι, επειδή ακριβώς δεν είχαν στον ήλιο μοίρα, δεν θα γλίτωναν ακόμη κι αν υπήρχε έστω και μια μηδαμινή ελπίδα. Οι αρχές απαγόρευσαν την μετακίνηση πληθυσμού από Πειραιά προς Αθήνα, κάτι που δεν τηρήθηκε, ενώ το μέτρο δεν ίσχυσε για τα ξένα στρατεύματα, καθώς θεωρήθηκε «ταπεινωτικό». Οι προφυλάξεις ήταν κατ’ όνομα, τα μέτρα ανεφάρμοστα, οι πιθανότητες σωτηρίας σχεδόν μηδενικές. Η Αθήνα άδειασε από τους κατοίκους που έσπευσαν τα μεταφερθούν σε άλλες περιοχές και όσοι έμειναν, ουσιαστικά αναμετρήθηκαν ηρωικά με τον αόρατο εχθρό.
Ο Λυκούδης κάνει ειδική αναφορά στους ανώνυμους πολίτες που έστερξαν σε βοήθεια, στο ιατρικό προσωπικό που πάλευε άοκνα με το θηρίο, στον Όθωνα που δεν έμεινε αμέτοχος στο δράμα και της Μαρίας Υψηλάντη, χήρα του Γεώργιου Υψηλάντη, την οποία αναφέρει ως «ηρωίδα». Δεν κρύβει, πάντως, και τη σκοτεινή πλευρά των μαυραγοριτών που προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν την κατάσταση, των φανατικών θρησκόληπτων που αντιτάχθηκαν στο κλείσιμο των εκκλησιών και των λογής κακοποιών που βρήκαν ευκαιρία να δράσουν ανενόχλητοι υπό το κράτος του πανικού που επικρατούσε.
Ο Εμμανουήλ Λυκούδης έγραψε κείμενα κυρίως στην καθαρεύουσα και σε μια συντηρητική δημοτική. Ήταν μέλος και πρόεδρος το 1875 του φιλολογικού συλλόγου Παρνασσός. Το μεγαλύτερο μέρος του αφηγηματικού του έργου δημοσιεύτηκε στα έντυπα με τα οποία συνεργάστηκε. Άρχισε να το εκδίδει μόνο τα τελευταία πέντε χρόνια της ζωής του. Το 1923 τιμήθηκε με το Εθνικόν Αριστείον των Γραμμάτων και των Τεχνών. |
Οι σκηνές που περιγράφει ο Λυκούδης είναι εξόχως δραματικές με τα κάρα να περιμαζεύουν πτώματα από τους δρόμους. Άνθρωποι να μεταφέρονται στην τελευταία τους κατοικία σαν να ήταν σακιά κι άλλους στο όριο του θανάτου να περιφέρονται σαν φαντάσματα στα έρημα σοκάκια. Οικογένειες ξεκληρίστηκαν, μικρά παιδιά έφυγαν από τη ζωή πριν καν την γευτούν, ανδρόγυνα χώρισαν για πάντα. Η χολέρα δεν έκανε καμία διάκριση και σε ελάχιστους έδωσε το συγχωροχάρτι της σωτηρίας.
Ο ρεαλισμός του Λυκούδη τσακίζει κόκαλα. Μπορεί σε κάποια σημεία να διαφαίνεται ένας υποβόσκων διδακτισμός σ’ αυτά που γράφει, ωστόσο θα πρέπει να δούμε το εν λόγω κείμενο ενταγμένο σε μια συγκεκριμένη εποχή. Άλλωστε, ανήκε σε μια χορεία δημιουργών που θεωρούσαν το έργο τους ως μέσο και όχι αυτοσκοπό για την εξύψωση της παιδευτικής στάθμης του λαού, όπως σημειώνει και ο εξέχων ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης σε «ανυπόγραφο» σχόλιό του.
Ο Λυκούδης (1849-1925) γεννήθηκε στο Ναύπλιο, σπούδασε νομικά και υπηρέτησε το δικαστικό σώμα και τιμήθηκε με το αξίωμα του Νομικού Συμβούλου του Κράτους. Στη συνέχεια παραιτήθηκε και άσκησε τη μάχιμη δικηγορία έως το πέρας της ζωής του. Υπήρξε ένας κλασικός Αθηναιογράφος, δημοσίευσε πλήθος ιστοριών, άρθρων και μελετών σε ημερολόγια, περιοδικά και εφημερίδες της εποχής, ενώ αξιοσημείωτο είναι και το λογοτεχνικό του έργο. Το 1923 τιμήθηκε με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών. Ήταν ένας πολυμαθής, δραστήριος και ανήσυχος διανοούμενος με έντονη πολιτική και κοινωνική δράση.
Πάντως, η λογοτεχνική του ματιά φαίνεται ολοκάθαρα στο τελευταίο μέρος του εν λόγω αφηγήματος όπου από τη γενική εικόνα περνάει στη μικροϊστορία ενός από τους «καλύτερους οικοκυραίους της Πλάκας» του μπάρμπα Μήτρου Πλεξήζα. Μια ιστορία χαμού και οικογενειακής τραγωδίας σαν όλες τις άλλες, την οποία όμως ο Λυκούδης φέρνει στο προσκήνιο αποτυπώνοντας όλο το ανθρώπινο δράμα που προκάλεσε η πανδημία.
Υπήρξε ένας κλασικός Αθηναιογράφος, δημοσίευσε πλήθος ιστοριών, άρθρων και μελετών σε ημερολόγια, περιοδικά και εφημερίδες της εποχής.
Υψηλό λογοτεχνικό φρόνημα δείχνει και στο έσχατο μέρος, το οποίο τιτλοφορεί «Μαρασμός». Είναι η ιστορία ενός σκύλου που διώχνεται βιαίως από ένα καράβι επειδή δεν ήταν αρκετά βίαιος σύμφωνα με τα ναυτικά πρότυπα. Ο σκύλος πεθαίνει από το μαράζι του στη στεριά περιμένοντας κάποια στιγμή τα αφεντικά του να γυρίσουν από τη θάλασσα να τον πάρουν μαζί τους ξανά. Για να καταλήξει ο Λυκούδης πως η καλοσύνη δεν βουλιάζει μόνο τους ανθρώπους, αλλά ως φαίνεται και τα ζώα. Σοφόν το σαφές.
Το βιβλίο είναι επίκαιρο λόγω των ημερών που ζούμε, όμως, και πέραν του συγκυρίας μάς προσφέρει μια εξόχως ενδιαφέρουσα και συνοπτική ματιά της εποχής, την οποία ο Λυκούδης ταυτίζει εν μέρει με τον Λοιμό των Αθηνών το 430 π.Χ. Γι’ αυτό και σε αρκετά σημεία παραθέτει χωρία από τον Θουκυδίδη. Οσο για εμάς: διαβάζοντάς το, τώρα που μάθαμε τι σημαίνει πανδημία, μάλλον θα ταυτιστούμε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, η ποιητική συλλογή «Ποτέ πια εμείς» (εκδ. Μελάνι).
☞ Η κεντρική φωτογραφία είναι του Κώστα Μπαλάφα.
Η ξένη του 1854
Εμμανουήλ Λυκούδης
Πατάκης 2020
Σελ. 96, τιμή εκδότη €5,50