
Για τη συλλογή μικροδιηγημάτων του Κώστα Σιαφάκα «Αντανάκλαση» (εκδ. Σμίλη).
Του Μιχάλη Μακρόπουλου
Στη συλλογή Αντανάκλαση του Κώστα Σιαφάκα, όπου τα πεζά έχουν συνήθως έκταση από μισή έως δύο σελίδες, στο μεγαλύτερο, επτασέλιδο αφήγημα με τον τίτλο «Απραξία», λέγεται κάπου για τον Μ, έναν συνταξιούχο που περνά άπραγος τη μέρα του και το απόγευμα τριγυρνά σε άγνωστες οδούς της πόλης:
«Εκείνος ένιωθε μια αστάθεια, που την απέδιδε στην ηλικία του. Ακόμα κι όταν απολάμβανε τους απογευματινούς περιπάτους, δεν αισθανόταν ακριβώς όρθιος. Κατά κάποιον τρόπο, ήταν ένας άνθρωπος που περιφερόταν ξαπλωμένος κάθετα».
Κάποια μικρά πεζά του Σιαφάκα φέρνουν κάπως σε αισώπειους μύθους, τουμπαρισμένους ή γυρισμένους το μέσα έξω, με τους καλύτερους να ’ναι αυτοί όπου το επιμύθιο μένει υπόρρητο ή και άρρητο.
Τούτη η εικόνα, ενός ανθρώπου που περιφέρεται ξαπλωμένος κάθετα, νιώθω πως κλείνει μέσα της καλύτερα απ’ όποια άλλη το πνεύμα αυτών των αφηγημάτων. Εικαστικός ο Σιαφάκας –η Αντανάκλαση είναι το πρώτο του βιβλίο– και η γραφή του πατά σε μια ονειρική εικονοποιία, ας πούμε υπερρεαλιστική, με τρόπο που κανείς θα τον έβρισκε παλαιότερα σε ένα αφήγημα του Γονατά, λόγου χάρη, ή τώρα στις παραμυθένιες ιστορίες του Δον Ντομίνγκο του Γιάννη Πάσχου. Κάποια μικρά πεζά του Σιαφάκα φέρνουν κάπως σε αισώπειους μύθους, τουμπαρισμένους ή γυρισμένους το μέσα έξω, με τους καλύτερους να ’ναι αυτοί όπου το επιμύθιο μένει υπόρρητο ή και άρρητο («Σκαντζόχοιροι και κότες», «Ο σκορπιός», «Το μυρμήγκι»), ενώ σ’ άλλα το αφηγηματικό υποκείμενο διχάζεται και, με τρόπο ατελέσφορο, έρχεται αντιμέτωπο με τον εαυτό του, όπως στην εικαστική στη σύλληψή της ομώνυμη «Αντανάκλαση», με το φως και τα μάτια που ανοιγοκλείνουν ασυγχρόνιστα, ή στο «Τηλεφώνημα».
Κυρίαρχη σ’ όλα είναι η μικροπαρατήρηση – διόλου περίεργο, που τα μικρότατα μυρμήγκια έχουν την τιμητική τους, όχι μόνο στο «Μυρμήγκι», από τα ωραιότερα αφηγήματα στην Αντανάκλαση, όπου το ζωύφιο ξεστρατίζει από τη γραμμή του, περιπλανιέται σε «χωμάτινες ερήμους και δάση ξερού χορταριού» και πλησιάζει ένα μοναχικό φυτό για να του ζητήσει «συμβουλές και οδηγίες περί της μοναχικής ζωής»· αλλά κι αλλού, όπως όταν λέει στο ποιητικό «Γράμμα»: «Το μυρμήγκι μου, ο Σίσυφος, ανέβαινε τον ξεραμένο κισσό κουβαλώντας τον σταρένιο του βράχο».
Μαζί με τα μικρά πράγματα, πρωταγωνιστές στα αφηγήματα εδώ είναι ο ρευστός χρόνος, τα χρώματα, ονειρικές εικόνες συνειρμικά ενωμένες, το απορημένο εγώ αντίκρυ στον σαστισμένο του εαυτό· σε ένα, η «αντι-γοργόνα» του Μαγκρίτ με το ψαρίσιο κορμί και τα γυναικεία πόδια, ή σ’ ένα άλλο, πάλι, το «Klee εναντίον Picasso», οι δυο ζωγράφοι ως παιδιά που εκτοξεύουν το ένα καταπάνω στο άλλο φιγούρες απ’ τον ζωντανεμένο κόσμο των έργων τους.
Τα πιο πολλά είναι ευφυή κι όμορφα πλασμένα, και να ένα από τα πιο σύντομα κι εύστοχα. Ο τίτλος του είναι «Η ζωή του κεραυνού»:
«Κατά τη διάρκεια της καύσης ενός σπίρτου έπεσε ένας κεραυνός. "Υπάρχουν, λοιπόν, και συντομότερες ζωές, ας μην παραπονιέμαι" σκέφτηκε η νεογέννητη φλόγα του σπίρτου προτού σβήσει για πάντα».
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Το επόμενο διάστημα θα κυκλοφορήσει η νέα του νουβέλα «Η θάλασσα» (εκδ. Κίχλη).
☞ Στην κεντρική εικόνα: Εικαστικό © Vicky (γραφίστρια από το Πεκίνο).
Αντανάκλαση
Κώστας Σιαφάκας
Σμίλη 2019
Σελ. 88, τιμή εκδότη €10,00