
Για τη νουβέλα του Μιχάλη Μαλανδράκη «Patriot» (εκδ. Πόλις) και τα αφηγήματα του Αντώνη Συριανού «Οι Καστρωμένες» (εκδ. Νεφέλη).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Φρέσκιες γραφές, νέα πρόσωπα, νέοι τρόποι σκέψης και αποτύπωσης πάντα είχαμε και έχουμε. Κάθε νεοεμφανιζόμενος συγγραφέας έρχεται από το μέλλον και τροφοδοτεί το παρόν μας με καινούργιες αντιλήψεις και λογοτεχνικές ματιές. Άλλοι πατάνε γερά στη σύγχρονη πραγματικότητα και προβληματίζονται στο ρεαλιστικό της υπέδαφος κι άλλοι παρουσιάζουν την κωμική πλευρά του ηθογραφικού, απελευθερώνοντας τους αφανείς ποταμούς του επαρχιακού κουτσομπολιού.
Η πλοκή έχει γερά θεμέλια, η πορεία προς το τέλος ανοίγεται ομαλά με σταδιακά όσο και αναμενόμενα βήματα, η κορύφωση σταματά την κρίσιμη ώρα.
Μετά τα πρώτα χρόνια της έλευσης χιλιάδων Αλβανών στην Ελλάδα, εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ’90, και τις δυσκολίες εγκλιματισμού, τι έγιναν όλοι αυτοί και πώς ενσωματώθηκαν στον κόσμο της εργασίας; Ο εικοσιτετράχρονος Μιχάλης Μαλανδράκης με τον Patriot του (αλβανική λέξη που μοιράζεται τη σημασία και την καταγωγή της με τα ελληνικά) δηλώνει παρών σε ένα τέτοιο θέμα, το οποίο σκηνοθετεί στα μαγαζιά της αθηναϊκής νύχτας.
Ο Αγκίμ είναι ένας νεαρός Αλβανός που παίζει εξαιρετικά κλαρίνο στον δρόμο, όταν τον βρίσκει ένας συμπατριώτης του, ο Αντώνης, και τον στέλνει συστημένο σε νυχτερινό κέντρο. Εκεί καταξιώνεται στην ορχήστρα, αλλά ακούσια βρίσκεται στο κέντρο της αλβανικής μαφίας, στις διαμάχες μεταξύ των επιχειρηματιών και του μίσους προς τους ξένους.
Ο συγγραφέας γράφει με άνεση, απλώνει τα υλικά και δένει τη συνταγή του με αξιοθαύμαστη δεξιοτεχνία, ειδικά για την ηλικία του. Η πλοκή έχει γερά θεμέλια, η πορεία προς το τέλος ανοίγεται ομαλά με σταδιακά όσο και αναμενόμενα βήματα, η κορύφωση σταματά την κρίσιμη ώρα. Μπορεί να μένει ρηχά στα διλήμματα και στο σασπένς της νύχτας και να μην προχωρά σε μια τραγική σύλληψη της εσωτερικής κι εξωτερικής δράσης, αλλά παρ’ όλ’ αυτά αφήνει τον αναγνώστη να ανασυνθέσει τα ζοφερά σημεία και να συλλάβει το ρευστό έδαφος που βρίσκεται κάτω από τα πόδια των αλλοδαπών.
Οι ντόπιοι εξακολουθούν να τους βλέπουν εχθρικά ή καχύποπτα, ακόμα κι αν αυτοί μιλάνε άψογα ελληνικά, ενώ οι ξένοι και ομοεθνείς τους δεν τους αποδέχονται παρά μόνο αν υπηρετούν τους δικούς τους σκοπούς, αν δηλαδή χειραγωγούνται ως εύκολα αθύρματα και μαριονέτες. Η ενδιάμεση γραμμή στην οποία εγκαταβιούν τους αφήνει έρμαια στη μέγγενη των μεν και των δε, ενώ οι ίδιοι, προσπαθώντας να κοινωνικοποιηθούν, αντιμετωπίζουν διχαστικές λογικές, διλημματικές καταστάσεις και σφοδρές αμφιταλαντεύσεις.
Από την άλλη, τα αλληλοσυνδεόμενα κείμενα του Αντώνη Συριανού ονομάζονται «αφηγήματα», ακριβώς επειδή κινούνται ανάμεσα στο διήγημα και την κοινωνική καταγραφή, ανάμεσα στη λαϊκή αφήγηση και τη λαογραφική έρευνα. Είναι μικρές ιστορίες για την Τήνο, που αναδεικνύουν το τοπικό στοιχείο, την ψυχοσύνθεση και τη νοοτροπία του πληθυσμού, τα κοινωνικά ήθη και έθιμα, τον κόσμο μιας προνεωτερικής εποχής, ο οποίος πλέον δεν διασώζεται ατόφιος. Μικρά ανέκδοτα για ιδιόρρυθμους ανθρώπους, συνήθη ή ασυνήθη περιστατικά, καθημερινές συνήθειες, διαπροσωπικές σχέσεις αλλά και ατομικοί τύποι, δοξασίες και παροιμίες, και κυρίως κουτσομπολιά, μπηχτές και αιχμηρές επιθέσεις συνθέτουν ένα πολύχρωμο ψηφιδωτό που αναπαριστά τη νησιώτικη ζωή.
Ντόπιες λέξεις, με το φορτίο των συγκοπών και των ιδιαιτεροτήτων τους, με την κλίμακα των σημασιών τους, με το ευφάνταστο των ονομασιών τους, παραπέμπουν πάλι στην αποκεντρωμένη γλώσσα της ηθογραφίας και φτάνουν καλλικέλαδες ως τον αναγνώστη.
Με αυτά και με κείνα, ποιος τελικά πρωταγωνιστεί σ’ αυτά τα αλληλένδετα αφηγήματα; Σε πρώτη φάση εύκολα κανείς μπορεί να ορίσει ως πρωταγωνιστή, παρά τα πλείστα ονόματα που έρχονται και παρέρχονται, τον απλό λαό, το πλήθος των Τηνιακών κυρίως γυναικών που δίνουν το στίγμα στη ζωή μέσα κι έξω από το σπίτι. Γι’ αυτό κι ο συγγραφέας επέλεξε για τίτλο στο βιβλίο του τον θηλυκό τύπο «Καστρωμένες», για να επιστήσει την προσοχή στις πολυάριθμες, επώνυμες κι ανώνυμες, φτωχές ή πλούσιες, καπάτσες ή αφανείς συζύγους, μητέρες, γιαγιάδες, δούλες κ.λπ. που συγκαθορίζουν τη δράση της αφήγησης. Και μαζί μ’ αυτές πρωταγωνίστρια είναι η ίδια η Τήνος, στο υπόγειο σύστημα της αφανούς κοινωνικής της ζωής, ένα πολύβουο μελίσσι από γλώσσες, κινήσεις και τακτικές, που φιδοσέρνεται και εγκολπώνεται όλα όσα πράττουν οι κάτοικοί του. Είναι η ίδια ηθογραφική λογική που συναντάμε και στο «Χρονικό μιας πολιτείας» του Παντελή Πρεβελάκη, έργο που αναφέρεται αντίστοιχα –έστω και με άλλο τρόπο- στο μεσοπολεμικό Ρέθυμνο.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, η λογοτεχνικότητα του βιβλίου έγκειται στη μουσική γλώσσα που απλώνεται προφορική, ρέουσα, ιδιωματική, μαγική στον εξωτισμό της και καλλίφωνη στη χειμαρρώδη της φύση. Ο Αντώνης Συριανός, ως μουσικός ο ίδιος, έχει πιάσει με το αυτί του τον ρυθμό της τοπικής λαλιάς και τον έχει υιοθετήσει, καθώς ξεδιπλώνει τα ευφωνικά μονοπάτια της νησιωτικής κοινωνίας. Ντόπιες λέξεις, με το φορτίο των συγκοπών και των ιδιαιτεροτήτων τους, με την κλίμακα των σημασιών τους, με το ευφάνταστο των ονομασιών τους, παραπέμπουν πάλι στην αποκεντρωμένη γλώσσα της ηθογραφίας και φτάνουν καλλικέλαδες ως τον αναγνώστη, ο οποίος χάνεται μέσα στη ροή και τη δίνη τους. Δεν αγνοώ και τη σκαμπρόζικη διάθεση μέσα στο αλά Ραμπελαί χιούμορ της γραφής, που διανθίζει με γέλια και πιπεράτα αστεία τον μικρόκοσμο του νησιού.
Καθένα από τα δύο κείμενα αυτών των πρωτοεμφανιζόμενων συγγραφέων, είτε στην τραγική μορφή που δίνει ο Μιχάλης Μαλανδράκης στο δικό του, είτε στην κωμικοσατιρική (και σατυρική) που του δίνει ο Αντώνης Συριανός, αποζημιώνει τον αναγνώστη, καθώς αυτός συνδυάζει την κοινωνική ματιά με τη λογοτεχνική τέχνη.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.
Τελευταίο του βιβλίο, η μελέτη «Βιβλιογραφία για τον Νίκο Καζαντζάκη» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης).
→ Στην κεντρική εικόνα: Φωτογραφία © Σπύρος Στάβερης
Patriot
Μιχάλης Μαλανδράκης
Πόλις 2019
Σελ. 96, τιμή εκδότη €10,00
Οι Καστρωμένες
Αντώνης Συριανός
Νεφέλη 2019
Σελ. 264, τιμή εκδότη €13,30