Για τη νουβέλα της Κωνσταντίας Σωτηρίου «Πικρία Χώρα» (εκδ. Πατάκη).
Του Άριστου Τσιάρτα
Η χρήση της ιστορίας στο λογοτεχνικό έργο της Κωνσταντίας Σωτηρίου έχει ένα ιδιαίτερο ανθρωπολογικό βάθος. Η συνάρθρωση γεγονότων της πρόσφατης ιστορίας της Κύπρου με τις ατομικές ζωές και τις περιπέτειες των απλών ανθρώπων των δύο κοινοτήτων του νησιού, οι οποίοι σηκώνουν το βάρος των δραματικών ιστορικών εξελίξεων και συνθλίβονται από αυτό, είναι έκδηλη σε όλο το φάσμα της συγγραφικής της δραστηριότητας.
Στο νέο της λογοτεχνικό εγχείρημα η Κωνσταντία Σωτηρίου στήνει ιστορίες με γυναικοκεντρική εστίαση που περιστρέφονται γύρω από το ίδιο τραυματικό κέντρο: την πρόσφατη κυπριακή ιστορία, την παραφροσύνη της αιματηρής βίας που ασκήθηκε από πολλαπλές πηγές και σε πολλαπλές φάσεις, το δράμα των αγνοουμένων.
Οι πολυφωνικές της αφηγήσεις ακουμπούν σε ημιφωτισμένες και σκοτεινές πλευρές της ιστορίας του τόπου, της δίνουν πρόσωπο και όνομα. Είναι γι’ αυτό που η ιστορία δεν είναι μόνο ο πόλεμος, οι πολιτικές μεταβολές και ανακατατάξεις. Είναι και οι εμπειρίες των θυμάτων, που εξελίσσονται παράλληλα με τα δραματικά ιστορικά γεγονότα, και ιδίως οι περιπέτειες των γυναικών, η μορφή και τα ίχνη των οποίων φτάνουν σε μας μέσα από θολές και θρυμματισμένες εικόνες και αποσπασματικές πληροφορίες.
Στο νέο της λογοτεχνικό εγχείρημα η Κωνσταντία Σωτηρίου στήνει ιστορίες με γυναικοκεντρική εστίαση που περιστρέφονται γύρω από το ίδιο τραυματικό κέντρο: την πρόσφατη κυπριακή ιστορία, την παραφροσύνη της αιματηρής βίας που ασκήθηκε από πολλαπλές πηγές και σε πολλαπλές φάσεις, το δράμα των αγνοουμένων. Με τη νουβέλα αυτή (μήπως μυθιστόρημα;) ολοκληρώνεται μια τριλογία, η οποία περιλαμβάνει τα προηγούμενα βιβλία της Η Αϊσέ πάει διακοπές (2015) και Φωνές από χώμα (2017).
Ωστόσο, η Πικρία Χώρα δεν είναι μόνο ένα ακόμα λογοτεχνικό εγχείρημα που διερευνά τις πολύπλοκες σχέσεις ιστορίας και λογοτεχνίας. Πραγματεύεται το δράμα των γυναικών, συγγενών αγνοουμένων, που όπως δηλώνει ήδη η συγγραφέας στο οπισθόφυλλο «περίμεναν, προδόθηκαν και δεν δικαιώθηκαν». Οι λυγμικές εξομολογήσεις των γυναικών, που σαν χορός αρχαίας τραγωδίας συντροφεύει και αποχαιρετά τη Σπασούλα, κεντρική μορφή της αφήγησης, την τελευταία της νύχτα, είναι συνταρακτικές. Ο ασθματικός τους ρυθμός και ο συγκοπτόμενος λόγος αποστάζουν την οδύνη της απώλειας και της προσμονής αλλά και έναν θρήνο ατέλειωτο και αγιάτρευτο. Ανακαλούν τους σταθμούς μιας ολόκληρης ζωής και τη διαδρομή μιας ολόκληρης χώρας και μιας σκοτεινής εποχής παραδομένης στη βία του εμφυλίου και του πολέμου. Ο θάνατος για τη Σπασούλα είναι, εντέλει, μια αργόσυρτη διαδικασία λύτρωσης από μια ματαιωμένη μακροχρόνια αφοσίωση στην επιστροφή του παιδιού της και κατάληξη μιας βαριάς και αφανούς οδύνης. Η ίδια ψυχορραγεί, ενώ ένας χορός γυναικών την κατευοδώνει ακουμπώντας στα πάθη των παρόντων αλλά κυρίως στα ίχνη των απόντων.
Η χρήση της κυπριακής διαλέκτου, παρούσα σε όλο το έργο της συγγραφέα, συνυπάρχει αρμονικά με την ομιλούμενη ελληνική. Συμπλέκεται με την καυτή ύλη της ιστορίας και τις άβολες πτυχές της, τη μνήμη και την προφορική παράδοση. Σε συνδυασμό, μάλιστα, με την παραστατική της δύναμη και το συγκινησιακό της φορτίο, δίδει έμφαση σε οικεία και αντιληπτά από τις αισθήσεις στοιχεία, γεύσεις, δοξασίες, ταφικά έθιμα και εικόνες του περιβάλλοντος κυπριακού χώρου, φυσικού και ανθρωπογενούς. Πρόκειται για μια γραφή που παραπέμπει σε πρωτογενή και βιωματικά στοιχεία έντονης τοπικότητας με τα οποία ο αναγνώστης κάνει άμεσες αναγωγές στον ίδιο τον ψυχισμό – είτε ατομικό είτε συλλογικό.
Πέρα όμως από τις μνημονικές αναδρομές, οι γυναίκες της νουβέλας συναντώνται με τις ανοιχτές πληγές και τον ενεστώτα της ιστορίας, διαμέσου της επίπονης διαδικασίας ταυτοποίησης των οστών των αγνοουμένων και της ταφής τους.
Η συνθετότητα της δομής και της μορφής της αφήγησης και οι εγκιβωτισμένες παράλληλες ιστορίες υπηρετούν ισορροπημένα τον άξονα μιας ρεαλιστικής καθημερινότητας. Σε συνδυασμό μάλιστα με την αλληγορική και υπαινικτική γραφή, την εκτενή χρήση εξομολογητικών και εσωτερικών μονολόγων ως εργαλείων ανίχνευσης των άδυτων της ψυχής των αφηγηματικών υποκειμένων, κατατάσσουν τη γραφή της Σωτηρίου στον χώρο του μοντερνισμού.
Πέρα όμως από τις μνημονικές αναδρομές, οι γυναίκες της νουβέλας συναντώνται με τις ανοιχτές πληγές και τον ενεστώτα της ιστορίας, διαμέσου της επίπονης διαδικασίας ταυτοποίησης των οστών των αγνοουμένων και της ταφής τους. Έτσι το αυστηρά προκαθορισμένο γραφειοκρατικό και τελετουργικό πρωτόκολλο που αφορά τόσο την ιστορική στιγμή της ενημέρωσης των συγγενών των αγνοουμένων για τον εντοπισμό των οστών των δικών τους ανθρώπων όσο και την ψυχρή τελετουργική επισημότητα της παράδοσής τους, δεν τροφοδοτεί μόνο μια φορμαλιστική αφήγηση για το μοιραίο τέλος μιας μακράς αναμονής. Συμπυκνώνει το δραματικό νόημα του τέλους μιας οδυνηρά μακράς διαδικασίας, δίνει σχήμα και ένταση στην τραγικότητα του δράματος των αγνοουμένων που συνεχίζει μέχρι σήμερα να αποτελεί μια ζώσα πραγματικότητα για πολλές γυναίκες και συγγενείς.
«…με πήρανε από την επιτροπή. Όχι τη δική μας, των Αιχμαλώτων, της Διερεύνησης. Αυτής που διερευνά. “Έτοιμα” μου είπαν “τα λείψανα, να πάτε να τα παραλάβετε”. Έτσι μου είπαν τον Γιωργάκη μου, λείψανα. “Να έρθετε να τον πάρετε που ταυτοποιήθηκε να του κάνετε την κηδεία. Να πάτε σε γραφείο να τα κανονίσετε. Το και το και θα τα πληρώσει όλα το κράτος”».
Έπειτα, η συνάντηση με την Τουρκοκύπρια Αισέ που ζει επίσης το δράμα των αγνοουμένων, ο συγχρωτισμός με τις τσιγγάνες και το μοίρασμα ανθρώπινων στιγμών και προβλημάτων της καθημερινότητας δεν αποτελούν μόνο αναφορά στις εθνοτικές ιδιαιτερότητες και την πολλαπλότητα των ταυτοτήτων του κυπριακού χώρου, αλλά και στη ζύμωσή τους, τη δοκιμασία των ορίων και των αντοχών τους λόγω της ταραχώδους ιστορίας. Έτσι, ο κοινός ανθρώπινος πόνος των δυο γυναικών, που υφίστανται κατ’ εξακολούθηση και σε διαφορετικές φάσεις της ιστορίας τις παρενέργειές της, λειτουργεί ως καταλύτης που αποδομεί την καχυποψία την οποία υπαγόρευσε ο βίαιος ρυθμός της ιστορίας, δίνοντας θέση στην ενσυναίσθηση και την αλληλοαποδοχή.
Η Κωνσταντία Σωτηρίου γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1975. Είναι απόφοιτος του Τµήµατος Τουρκικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου και κάτοχος μεταπτυχιακού στην ιστορία της Μέσης Ανατολής. Το μυθιστόρημά της Η Αϊσέ πάει διακοπές (εκδ. Πατάκη, 2015) βραβεύτηκε µε το Athens Prize for Literature, ήταν στη βραχεία λίστα των κρατικών βραβείων Ελλάδας και Κύπρου, στη βραχεία λίστα της Εταιρείας Συγγραφέων για το βραβείο «Μένης Κουµανταρέας» και στη βραχεία λίστα των βραβείων των περιοδικών Αναγνώστης και Κλεψύδρα, στην κατηγορία των πρωτοεµφανιζόµενων συγγραφέων. |
Η Πικρία Χώρα είναι εντέλει ένα έργο που αναπαριστά αλλά και αποκαλύπτει, ταυτόχρονα, την κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική πραγματικότητα μέσα στην οποία οι γυναίκες, συγγενείς αγνοουμένων, επεξεργάζονται τη δύσκολη συνθήκη της απώλειας αγαπημένων προσώπων, εξαιτίας της αιματηρής βίας του εμφυλίου και του πολέμου, την αγωνία, την προσμονή και την οδύνη που τη συνοδεύουν, αλλά και τη ματαίωση της αφοσίωσης, της αναμονής και της ελπίδας.
Πρόκειται για γυναίκες της καθημερινότητας που δεν είναι φορείς κάποιας συγκεκριμένης ιδεολογίας ή αποστολής, απλώς η ιστορία εισβάλλει στη ζωή τους, την ανατρέπει για πάντα και τις μετατρέπει σε ψυχικά καθηλωμένες υπάρξεις που κουβαλούν το βαρύ φορτίο της αναμονής και της απώλειας. Γυναίκες –σύζυγοι, μητέρες, κόρες αγνοουμένων– κινούνται περιχαρακωμένες στα όρια του ιδιωτικού. Οι εσωτερικοί τους κραδασμοί, απότοκο μιας δραματικής έντασης και μιας βαθιά τραυματικής γνώσης, μένουν αθέατοι και σιωπηροί. Έχοντας ήδη τοποθετηθεί σ’ ενα συλλογικό βάθρο, ο περίγυρος και ο καθημερινός τους μικρόκοσμος λειτουργεί, ενίοτε, ως ασύμφωνος παράγοντας με ατομικές τους διεκδικήσεις και επιθυμίες.
Αναμενόμενο, λοιπόν, ότι σ’ ένα τέτοιο ιστορικό, πολιτικό και κοινωνικό κλίμα, ζητήματα όπως αυτό της γυναικείας υποκειμενικότητας και αυτοκαθορισμού τυγχάνουν διαπραγμάτευσης μέσα σε ένα κοινωνικό πλαίσιο κυρίαρχων πατριαρχικών και οικογενειακών σχέσεων με έντονους ιεραρχικούς διαχωρισμούς, που προκαθορίζουν ρόλους και διαμορφώνουν τον υπαρξιακό τους άξονα. Το έργο της Κωνσταντίας Σωτηρίου, σε όλες του τις παραλλαγές, ανοίγει ένα ευρύτερο επίπεδο προβληματισμού για τα ζητήματα της γυναικείας εμπειρίας καθ’ όλη τη διάρκεια της πρόσφατης κυπριακής ιστορίας. Όπως επίσης και για τους σύνθετους τρόπους με τους οποίους οι ιστορικές αλλαγές και οι συνθήκες δοκιμασίας που τις συνοδεύουν επιδρούν και καθορίζουν την έμφυλη ταυτότητα. Με αυτή την έννοια το κατευόδιο της Σπασούλας και ο σπαρακτικός χορός των γυναικών θέτει και το αυτονόητο ερώτημα: πώς είναι δυνατό να προσεγγίσουμε πειστικά την πολεμική ή εμφύλια βία του τόπου αγνοώντας τις πολλαπλώς παραγνωρισμένες έμφυλες πτυχές της;
* Ο ΑΡΙΣΤΟΣ ΤΣΙΑΡΤΑΣ είναι νομικός.
Πικρία χώρα
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ