Για τη συλλογή διηγημάτων του Αλέξανδρου Βαναργιώτη «Κατά μήκος της εθνικής οδού» (εκδ. Εύμαρος) και του Τόλη Νικηφόρου «Η λέσχη της κόκκινης ή γαλάζιας αλεπούς» (εκδ. Μανδραγόρας).
Του Παναγιώτη Γούτα
Την περίοδο του «Μένουμε σπίτι» και του εγκλεισμού λόγω κορονοϊού, η ανάγνωση (ή το ξαναδιάβασμα) βιβλίων μικρής φόρμας λειτουργεί πολλές φορές κατευναστικά, σαν την κατάποση αγχολυτικών σκευασμάτων σε μικρές ποσότητες, που τονώνουν το ηθικό και ακονίζουν την περί τη γλώσσα αίσθηση. Σ’ αυτή την αναγνωστική επιλογή ίσως συνηγόρησε (και συνηγορεί) ο ασαφής και απροσδιόριστης διάρκειας χρόνος –ωστόσο σύντομος στη συνείδησή μας–, κατά τον οποίο επιβάλλεται να κλειστούμε στο καβούκι μας, και η αισιόδοξη εντέλει πεποίθηση πως, άντε, σε έναν, ενάμιση μήνα το πολύ, θα ξεμυτίσουμε από την εθελούσια φυλακή μας και όλα πάλι θα γίνουν όπως πριν. Οπότε, τα πολυσέλιδα μυθιστορήματα ας περιμένουν άλλες πολύμηνες περιστάσεις.
Η ανάγνωση (ή το ξαναδιάβασμα) βιβλίων μικρής φόρμας λειτουργεί πολλές φορές κατευναστικά, σαν την κατάποση αγχολυτικών σκευασμάτων σε μικρές ποσότητες, που τονώνουν το ηθικό και ακονίζουν την περί τη γλώσσα αίσθηση.
Τι στοιβάχτηκε, λοιπόν, στο κομοδίνο μου αυτές τις ημέρες; Ένα υλικό δοκιμασμένων Ελλήνων μαστόρων της μικρής φόρμας αναμεμειγμένο με νεότερους ταλαντούχους συγγραφείς, αλλά και μικρά (σε έκταση) διαμάντια της παγκόσμιας λογοτεχνίας, η πολλαπλή ανάγνωση των οποίων έχει ιαματική και ανατροφοδοτική επίδραση. Η λίστα, βέβαια, είναι τελείως υποκειμενική. Ιδού μερικοί τίτλοι: Ντιάλιθ’ ιμ, Χριστάκη (Σωτήρης Δημητρίου), Ο οβολός (Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος), Ο νυχτερινός στο βάθος (Γιώργος Γκόζης), Η δρακοντιά (Στάθης Κοψαχείλης), Η αλεπού στη σκάλα και άλλες ιστορίες (Ηλίας Παπαμόσχος), Η ιδιωτική μου αντωνυμία (Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης), Κλειστή πόρτα (Ευγενία Μπογιάνου), Υπό το κράτος του τρόμου (Τάσος Καλούτσας), Ντεπό (Γιώργος Σκαμπαρδώνης), Η μοναξιά των σκύλων (Πάνος Τσίρος), Ο οδοιπόρος (Φερνάντο Πεσσόα), Ιστορίες (Χόρχε Λουίς Μπόρχες), Διηγήματα και μικρά πεζά (Φραντς Κάφκα), Γεγονότα (Τόμας Μπέρνχαρντ). Μεταξύ των παραπάνω, και δύο ακόμη βιβλία, το πρώτο ενός πεζογράφου που δεν τον γνώριζα ούτε εξ ακοής, του Αλέξανδρου Βαναργιώτη, αλλά και η πρόσφατη συλλογή διηγημάτων του Τόλη Νικηφόρου, για τα οποία θα αναφερθώ εκτενέστερα παρακάτω.
Ο Αλέξανδρος Βαναργιώτης (Τρίκαλα Θεσσαλίας, 1966) σπούδασε στο Κλασικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής Ιωαννίνων. Εργάζεται ως καθηγητής Φιλόλογος στη δημόσια Μέση Εκπαίδευση. Δημοσίευσε τις συλλογές διηγημάτων Διηγήματα για το τέλος της μέρας (εκδ. Λογείον, 2009), Η θεωρία των χαρταετών (ἐκδ. Παράξενες Μέρες, 2014) και Κατά μήκος της Εθνικής Οδού (Εύμαρος, 2019). |
Αξιοπρόσεκτη πύκνωση λόγου μαζί με συναίσθημα
Το βιβλίο του Αλέξανδρου Βαναργιώτη (Τρίκαλα, 1966) Κατά μήκος της Εθνικής οδού δεν είναι το πρώτο συγγραφικό του πόνημα. Όπως διαβάζουμε στο αυτί του βιβλίου κυκλοφορούν ήδη δύο ακόμη συλλογές διηγημάτων του, από διαφορετικούς εκδοτικούς οίκους η καθεμία. Η πρόσφατη συλλογή του αφορά 46 μικροδιηγήματα, έκτασης κατά μέσο όρο μίας ή δύο σελίδων –κείμενα μίας ανάσας, όπως θα λέγαμε– όπου το παρελθόν, η αναπόληση γνήσιων αλλοτινών καταστάσεων, η ζωή στην ύπαιθρο και στις μικροκοινωνίες του νομού Τρικάλων, αλλά και σύγχρονες καταστάσεις όπου το σήμερα φαντάζει άγονο κι αποκομμένο από τις αξίες περασμένων χρόνων, δεσπόζουν ως θεματολογία. Πρόκειται για ένα βιβλίο που πολύ δύσκολα, λόγω του χαμηλόφωνου της γραφής του, θα το βλέπαμε ενταγμένο σε εγχώριες λογοτεχνικές πεζογραφικές επισκοπήσεις πενταετίας ή δεκαετίας (όπως και αρκετά ακόμη από την παραπάνω λίστα μου), ωστόσο ο Βαναργιώτης έχει δουλεμένο και άρτιο λόγο, η πύκνωση είναι αξιοπρόσεκτη, ενώ από τα κείμενά του δεν λείπει η συγκίνηση και η έξυπνη ανατροπή. Εντούτοις, σε κάποιες ιστορίες του –ευτυχώς λίγες στον αριθμό– ο συγγραφέας πέφτει στην παγίδα μιας υπέρμετρης νοσταλγίας, χάνοντας εν μέρει τον στόχο του. Ως δείγμα γραφής αντιγράφω από τη σελίδα 109 το πιο σύντομο κείμενο του βιβλίου:
«Ήξερα ότι με απατούσε. Όχι με μία. Με διάφορες. Στα μπαρ τα βράδια έτρωγε όλα τα λεφτά που έβγαζε. Ερχόταν χαράματα στο σπίτι μεθυσμένος και με χτυπούσε. Τα καλά του πατέρα μου. Εγώ δούλευα φασόν. Δώδεκα ώρες την ημέρα σκυμμένη πάνω από τη μηχανή. Τι να κάνω…, να ζήσω τα παιδιά. Απελπίστηκα. Ένα απόγευμα, σκέψη στη σκέψη, τρελάθηκα. Έχασα το μυαλό μου. Ανέβηκα στον δεύτερο όροφο, άνοιξα το παράθυρο και κρεμάστηκα απ’ έξω. Ήθελα να σκοτωθώ. Δεν άντεχα άλλο. Λίγο ήθελα να πέσω. Και τότε άκουσα το κλάμα του μωρού. Είχε ξυπνήσει. Για δευτερόλεπτα, σου λέω. Θα είχα πέσει. Και θα ’ταν κι αυτά χωρίς μάνα. Όπως μείναμε κι εμείς…»
«Το κλάμα»
Ο Τόλης Νικηφόρου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και αποφοίτησε από το Αμερικανικό Κολέγιο Ανατόλια το 1957. Φοίτησε για δύο χρόνια στη Νομική Σχολή του Α.Π.Θ. και, τελικά, σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων. Εργάστηκε ως τραπεζικός υπάλληλος, αναλυτής συστημάτων και διαδικασιών και μεταφραστής-διερμηνέας στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα και στο Λονδίνο. Έχει εκδώσει συνολικά 31 βιβλία, ενώ ποιήματά του έχουν μεταφραστεί, κυρίως από πανεπιστημιακούς δασκάλους, σε εννέα γλώσσες, στις Η.Π.Α. και τον Καναδά. Το 2009 πήρε το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για τη συλλογή του Ο δρόμος για την Ουρανούπολη. |
Η λέσχη της κόκκινης ή γαλάζιας αλεπούς
Πρόκειται για το δέκατο έκτο πεζογραφικό βιβλίο (μυθιστορήματα, διηγήματα και παραμύθια για μεγάλους) του ποιητή και πεζογράφου Τόλη Νικηφόρου, ο οποίος –ας το θυμήσουμε– βραβεύτηκε με Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (2009) για τη συλλογή του Ο δρόμος για την Ουρανούπολη (Νεφέλη, 2008). Εδώ, ο Τόλης Νικηφόρος συγκεντρώνει δεκαπέντε σύντομα διηγήματα με χαλαρή πλοκή (αφηγήματα, θα τα χαρακτήριζα, για μεγαλύτερη ακρίβεια), που όλα τους σχετίζονται με την αναγνωστική και τη συγγραφική περιπέτεια. Η Λέσχη της κόκκινης ή γαλάζιας αλεπούς –που είναι και τίτλος ενός διηγήματος– είναι μία μεταφορική (και συμβολική) ονομασία της λέσχης ανάγνωσης της ποίησης, που εδώ και δυόμισι χρόνια λειτουργεί, με πρωτοβουλία του, στον χώρο της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, ανελλιπώς την πρώτη Παρασκευή κάθε μήνα, με ιδιαίτερη επιτυχία. Γιατί Λέσχη της κόκκινης ή γαλάζιας αλεπούς, μας το εξηγεί ο συγγραφέας στη σελίδα 14: «Γιατί, εκτός από την παροιμία [εννοεί τη ρήση η αλεπού στη φωλιά της δεν χωρούσε, έσερνε και τσαλιά από πίσω, συσχετίζοντας τις πολλές ασχολίες του, που ωστόσο δεν στάθηκαν απαγορευτικές στο να συστήσει τη Λέσχη, με εκείνες της αλεπούς] που ήταν καθοριστική για την υλοποίηση της ιδέας μου, δεν θα γινόταν κανένας απολύτως αποκλεισμός ποιητών για την ιδεολογική τους θέση και δράση. Μοναδικό κριτήριο θα ήταν η ποιητική τους αξία! Κόκκινοι και γαλάζιοι, κομμουνιστές και φασίστες, αριστεροί, κεντρώοι και δεξιοί, προοδευτικοί και συντηρητικοί, άθεοι και θρησκευόμενοι, αναρχικοί και πολιτικά αδιάφοροι θα ήταν ευπρόσδεκτοι, αρκεί να είχαν φτάσει, κατά κοινή ομολογία, σε υψηλό επίπεδο ποιητικής έκφρασης».
Στα διηγήματα του Τόλη Νικηφόρου, που είναι καλογραμμένα, ειλικρινή και ευκολοδιάβαστα (άκρως αυτοβιογραφικά), παρακολουθούμε όλη την αναγνωστική πορεία-περιπέτεια του ποιητή-πεζογράφου. Από τα πρώτα παιδικά διαβάσματα, τα πιο μεθοδικά κατόπιν στη βιβλιοθήκη του Αμερικανικού Κολεγίου όπου και φοίτησε («όλα, λοιπόν, είχαν αρχίσει το πρωινό εκείνο που ανακάλυψα τον μυστηριώδη και μαγευτικό κόσμο της βιβλιοθήκης»), τη συγκινητική αναφορά στους φιλολόγους που τον δίδαξαν και τον μεγάλωσαν, τον ισόβιο έρωτά του με την ποίηση, την απόφασή του να «εκτίθεται γυμνός» στις συγγραφικές του επιλογές, την αναφορά σε αναγνωστικές λέσχες της Θεσσαλονίκης που κατά καιρούς συντόνιζε, και τον θαυμασμό του για ακάματες συντονίστριες λεσχών, αλλά και τα μικρά, ανέλπιστα θαύματα που βίωσε στην αναγνωστική περιπέτεια των λεσχών, με ανθρώπους που παρότι δεν αγαπούσαν ποιήματα και βιβλία, τελικώς μεταστράφηκαν οι αναγνωστικές τους προτιμήσεις προς το ευγενέστερον, όλα συγκλίνουν στο τρίπτυχο βιβλίο-ανάγνωση-γραφή. Και τελικά, από όλα τα κείμενα αναδύεται έρωτας, έρωτας για την ποίηση, για τη γραφή, για τις αναγνώσεις και τους ανθρώπους των βιβλίων, από όποιο πόστο κι αν το υπηρετούν.
Και τελικά, από όλα τα κείμενα αναδύεται έρωτας, έρωτας για την ποίηση, για τη γραφή, για τις αναγνώσεις και τους ανθρώπους των βιβλίων, από όποιο πόστο κι αν το υπηρετούν.
Το βιβλίο –κάθε διήγημα έχει ως προμετωπίδα στίχους ποιημάτων του– κλείνει με το συγκινητικό διήγημα «Η παλιά φρουρά δεν παραδίδεται», όπου ο συγγραφέας εξιστορεί τη συνήθεια των παλιών συμμαθητών του να βρίσκονται «κάθε Κυριακή πρωί, βρέξει χιονίσει, στην καφετέρια “Αστέρια” του Πανοράματος. Με θέα την πόλη που απλώνεται νωχελικά κάτω, από το Μεγάλο Καραμπουρνάκι ως το Καλοχώρι και το αστραφτερό γαλάζιο του Θερμαϊκού με τα σκόρπια πλοία, ενώ στο βάθος υψώνονται οι χιονισμένες κορυφές του Ολύμπου».
Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του βιβλίου –ένα βιβλίο που, κάλλιστα, θα μπορούσε ο συγγραφέας να το αξιοποιήσει και ως ενιαία αφήγηση ή ακόμη και ως εκτεταμένη νουβέλα– σκέφτομαι πως Η λέσχη της κόκκινης ή γαλάζιας αλεπούς διατηρεί στο έπακρο τη θετική, ειλικρινή και ευγενική της συγγραφική πρόθεση. Οι ιστορίες του, έχοντας στο επίκεντρο το βιβλίο, τον συγγραφέα και τον αναγνώστη, μακριά από σύγχρονες «δημιουργικές» τάσεις και συμπεριφορές που όζουν ευκολία και σκοπιμότητα, μας συγκινούν και μας γοητεύουν.
* Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, η συλλογή με νουβέλες «Μποέμ και Ρικάρντο» (εκδ. Κέδρος).
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΒΑΝΑΡΓΙΩΤΗ