Για το μυθιστόρημα της Ευγενίας Μπογιάνου «Φανή» (εκδ. Μεταίχμιο).
Του Δημήτρη Χριστόπουλου
Η Μπογιάνου φιλοτεχνεί μια οικογενειακή τοιχογραφία καθώς και μια ευρηματική ανασκόπηση των τελευταίων τριάντα χρόνων, εφόσον η αφήγησή της ανοίγεται διαρκώς με ομόκεντρους κύκλους από το κρίσιμο χρονικό σημείο της δεκαετίας της κρίσης στις δεκαετίες του ’80 και του ’90, οι οποίες εξέθρεψαν την «κατάσταση εξαίρεσης» που βιώσαμε τα προηγούμενα χρόνια. Κι όλα αυτά αφηγημένα από την οπτική μιας κοπέλας που γεννήθηκε στις αρχές του ’90, της Φανής· φοιτήτριας, που μεγάλωσε σε μονογονεϊκή οικογένεια χωρίς καμία καταπίεση και που τώρα ζει σε ένα διαμέρισμα της Ασκληπιού, στο κέντρο της Αθήνας.
Ένα μέιλ (σπαρακτική απεύθυνση) που απευθύνει η πρωταγωνίστρια στη διάσημη Σουηδέζα συγγραφέα μητέρα της, η οποία την εγκατέλειψε μετά τη γέννησή της στις φροντίδες του Έλληνα ανύπαντρου πατέρα, είναι το πρόσχημα της ιστορίας που συνθέτει η Μπογιάνου, το άλλοθι της γραφής.
Ένα μέιλ (σπαρακτική απεύθυνση) που απευθύνει η πρωταγωνίστρια στη διάσημη Σουηδέζα συγγραφέα μητέρα της, η οποία την εγκατέλειψε μετά τη γέννησή της στις φροντίδες του Έλληνα ανύπαντρου πατέρα, είναι το πρόσχημα της ιστορίας που συνθέτει η Μπογιάνου, το άλλοθι της γραφής. Το εύρημα του μέιλ οδηγεί σε μια εντυπωσιακά αληθοφανή αυτοβιογραφία-ενδοσκόπηση της Φανής, καθώς με αυτόν τον τρόπο συστήνεται στην απόμακρη μητέρα της. Αναφερόμενη στη ζωή της, τις σχέσεις της, τις αρέσκειες και τις απαρέσκειές της, τον πατέρα και τους φίλους της, τους έρωτες, τις ενοχές, τις ματαιώσεις και τις συγκρούσεις της (με το περιβάλλον, τους άλλους, τον εαυτό της) βρίσκει μικρά κομμάτια-ψηφίδες από την παιδική της ηλικία (όλα «τυλιγμένα στις γάζες του καιρού» για να θυμηθούμε τον Γιάννη Πάνου), που συγκροτούν ως θραύσματα το παλίμψηστο της ταυτότητάς της, την ίδια τη ζωή της.
«Όταν φαντάζεσαι, "τακτοποιείς" με έναν τρόπο τα πράγματα στο μυαλό σου».
Τα λογοτεχνικά ευρήματα της Μπογιάνου είναι και αξιοθαύμαστα και τολμηρά αλλά τόσο καλά ραμμένα στο ύφασμα της αφήγησης, που οι ραφές τους είναι αδιόρατες, υποδόριες, κρυφές, χωρίς υποψία αυτάρεσκης επίδειξης. Με γλώσσα πυρετική, νεανική, προκλητική, συχνά οργισμένη, η έμπειρη μαστορική της Μπογιάνου γνωρίζει έως πού μπορεί να φθάσει η θερμοκρασία της γραφής, ώστε απότομα να τη γειώσει, ή ποια πράγματα πρέπει να φανερωθούν και ποια να υπονοηθούν. Συχνά μάλιστα ο λόγος της γίνεται αυτοαναφορικός, φανερώνοντας τις προθέσεις της:
«Έχω ξεχάσει πια για ποιον τα γράφω όλα αυτά, και απλώς τα γράφω. Ψάχνω τις λέξεις μου, προσπαθώ να δώσω κομψότητα στη γραφή μου –με εξαίρεση τα βρισίδια, αυτά δεν τα διαπραγματεύομαι, με απελευθερώνουν–, προσπαθώ να κατασκευάσω ενδιαφέρουσες φράσεις, αρχιτεκτονημένες, στιβαρές, φράσεις που να μην μπάζουν νερά, καμιά φορά καταλαβαίνω πως δεν έχει καν σημασία το "τι" όσο το "πώς", είναι μια μετουσίωση όλο αυτό, οι ιδέες γίνονται λέξεις, τα γεγονότα, τα διλήμματα που γεννιούνται από τα γεγονότα είναι δευτερεύουσας σημασίας».
Η Ευγενία Μπογιάνου γεννήθηκε το 1968 στη Θεσσαλονίκη και ζει στην Αθήνα. Έχει εκδώσει τρεις συλλογές διηγημάτων: Το μυστικό (Ροές, 2004), Κλειστή πόρτα (Πόλις, 2012) και το Μόνο ο αέρας ακουγόταν (Μεταίχμιο, 2016), ενώ το 2014 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά της Ακόμα φεύγει (Πόλις). Συνεργάζεται με την εφημερίδα Αυγή στην κριτική βιβλίου. |
Χωρίς να εγκαταλείπει τον ρεαλισμό, η Μπογιάνου διαθέτει τη δυνατότητα να «βλέπει» το πριν των ανθρώπων και των καταστάσεων και να χαρτογραφεί τις συμπεριφορές τους. Το «γιατί» της τέτοιας εξέλιξής τους παρουσιάζεται με τρόπο αβίαστο, καθώς η συγγραφέας γνωρίζει πώς να προσεγγίζει το συλλογικό μέσα από το ατομικό πάθος, αναδεικνύοντας τον λογοτεχνικό λόγο σε μαρτυρία της εποχής μας και εγκαθιδρύοντας με την Ιστορία μια διακειμενική σχέση Λόγων (με τη φουκοϊκή έννοια του όρου), έναν ενδιάμεσο τόπο συνάντησης και διαλόγου μεταξύ της λογοτεχνίας και της Ιστορίας. Γιατί η γραφή της Μπογιάνου μιλά όχι για τα συνταρακτικά πρόσφατα γεγονότα αλλά για τους ανθρώπους από τη μεριά της ζωής, εκεί όπου το ατομικό τέμνεται με το συλλογικό ή το συλλογικό φωτίζεται από το προσωπικό βίωμα και την ανθρώπινη περιπέτεια. Άλλωστε, η «εμπράγματη» λογοτεχνία δεν γράφεται με ιδέες αλλά με αισθήματα και ευαισθησίες.
Αν προσθέσουμε σε όλα αυτά την αφηγηματική δεινότητα και τη γλωσσική πολυφωνία –κατεξοχήν δημοκρατική τεχνική που επιτρέπει σε όλα τα πρόσωπα να αποκαλύπτονται πρωτοπρόσωπα– τότε βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια καθ’ όλα ώριμη πλέον συγγραφέα που ξέρει σε κάθε βιβλίο της να ανανεώνει τη συγγραφική σκευή της αποφεύγοντας τον κίνδυνο της επανάληψης, της τυποποίησης και της μανιέρας προκειμένου να γίνει αρεστή στο αναγνωστικό κοινό της, και ταυτόχρονα επιβεβαιώνοντας αυτό που έχει ειπωθεί εύστοχα από τη Νόρα Αναγνωστάκη, και ισχύει, νομίζω, καθολικά, ότι «την τέχνη και τη λογοτεχνία τη διαμορφώνουν πολύ περισσότερο από τα ρεύματα και τις σχολές τα κοινωνικά δεδομένα και οι ιδιοφυείς προσωπικότητες».
Η Μπογιάνου συνεχίζει με το πέμπτο βιβλίο της, παράλληλα με το σοβαρό κριτικό έργο που ασκεί από τις στήλες της «Αυγής», μια αθόρυβη αλλά έντιμη όρθια στάση, που ξεκίνησε πριν από δεκαέξι χρόνια, στη ζωή και στη γραφή, και που η ταύτισή τους συντηρεί –καλά κρυμμένη– μια σπίθα αυθεντικότητας.
* Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Σπουδή στο κίτρινο» (εκδ. Το Ροδακιό).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Αρχίζω να τραγουδάω ένα παιδικό τραγούδι. Δυνατά, όσο πιο δυνατά μπορώ. Γυρίζει, πάλι, σώπα, μου κάνει, αλλά εγώ συνεχίζω. Είναι η στιγμή που νιώθω την παρουσία στην άλλη άκρη της γραμμής, το ακουστικό ξεχειλίζει αναφιλητά, είναι τα δικά μου, τα δικά του, τα δικά μας, είναι μια οικογενειακή μας υπόθεση. Ένα αεράκι φυσάει ξαφνικά και φέρνει μαζί του τους ήχους της θάλασσας. Μπλε και σκούρο πράσινο. Με αρπάζει από το χέρι και πάμε».
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΕΥΓΕΝΙΑΣ ΜΠΟΓΙΑΝΟΥ