Για τη συλλογή διηγημάτων του Δημήτρη Φύσσα «Αυτά και οι μετακομίσεις – Διηγήματα και δυσταξινόμητα πεζά» (εκδ. Εστία).
Της Μαρίας Μαυρικάκη
Στο νέο βιβλίο του Δημήτρη Φύσσα περιλαμβάνονται είκοσι επτά τον αριθμό ποικιλόσχημα κείμενα, μεταξύ αυτών και ιστορίες επιστημονικής ή πολιτικής φαντασίας. Η επεξηγηματική φράση «Όπου στην Ελλάδα συμβαίνουν στ’ αλήθεια –λέμε τώρα– τ’ αδιανόητα» συνοδεύει τον τίτλο του διηγήματος «Σομαλία, αγάπη μου», αλλά θα μπορούσε κάλλιστα να αφορά τα περισσότερα έργα της συλλογής.
Η νεαρή Πολυτίμη απαντά στον κυνισμό του περίγυρου και στη βεβαιότητα ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει επιλέγοντας να δουλέψει επιπλέον του ωραρίου της, αρνούμενη να πληρωθεί για όσο χάνονται μαθήματα και παραμένοντας αμετακίνητη.
Στο αρχικό, μακροσκελέστερο διήγημα κορυφώνεται η σύντομη ζωή της κυρίας Παναρέτου, καθηγήτριας Xημείας στο 2ο Γυμνάσιο Χριστιανούπολης, και αναδύονται συλλογικές παθογένειες της πατρίδας μας που αφορούν σχεδόν τα πάντα, από εθνικά ζητήματα μέχρι αντισυμβατικές ερωτικές σχέσεις. Στη μικροκλίμακα του επαρχιακού δημοσίου επικρατούν οι συνδικαλιστές-ηγεμόνες, οι υποχρεωτικές απεργίες κατά κλάδο αναλόγως εποχής, η παράδοση των εγ/καταλήψεων, η αντίσταση στην καινοτόμα εκπαιδευτική διαδικασία, η παράλογη γραφειοκρατία και απέναντι όλων η ηρωίδα, που πορεύεται ανερυθρίαστη και χωρίς αιδώ για τους πολλούς, με παρρησία και συνέπεια για τους ελάχιστους. Η νεαρή Πολυτίμη απαντά στον κυνισμό του περίγυρου και στη βεβαιότητα ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει επιλέγοντας να δουλέψει επιπλέον του ωραρίου της, αρνούμενη να πληρωθεί για όσο χάνονται μαθήματα και παραμένοντας αμετακίνητη. Το κόστος του μοναχικού της ξεστρατίσματος, που αρχικά ανέρχεται σε μερικά ευρώ για να αντικατασταθούν τα κατεστραμμένα όργανα και οι κλειδαριές του χημείου ώστε να συνεχιστούν τα πειράματα, καταλήγει ανυπολόγιστο. Η στιλιζαρισμένη επανάληψη των στημένων του κάθε χώρου, οι απειλές, οι επιθέσεις, ακόμη και οι κανιβαλισμοί δεν προκαλούν καμία αγανάκτηση ή έστω απορία στην κοινωνία που, ανελέητη, δείχνει να έχει προεξοφλήσει το κακό. Οι ηθικοί αυτουργοί «είναι οι πολλοί, οι πάρα πολλοί. […] Οι πάντες» και απαριθμούνται στριμωγμένοι σε έξι μόλις σειρές στη σελίδα 42. Η αποφορά τους καθηλώνει.1 Ειδικής μνείας χρήζουν τα περιεκτικά, περιπαικτικά ονοματεπώνυμα των χαρακτήρων που γεμίζουν το διήγημα.
Ο Δημήτρης Φύσσας σπούδασε Νεοελληνική Φιλολογία και Πολιτική Επιστήμη. Βρίσκεται στην πιάτσα του ιδιωτικού τομέα με ποικίλα επαγγέλματα από το 1974. Σήμερα κατά κύριο λόγο είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Έχει γράψει εκατοντάδες κείμενα σε φυσική και e-μορφή συν δεκάδες ραδιοφωνικές εκπομπές, για θέματα βιβλίου, αθηναιολογικά, πολιτικά κι όχι μόνο. Το βιβλίο του Τα σινεμά της Αθήνας 1896-2013. Ιστορίες του αστικού τοπίου διατίθεται δωρεάν εδώ. |
Περιστατικά από τις ζωές ξεχωριστών γυναικών, που κυριαρχούν και θαμπώνουν με τη μοναδικότητά τους, εκτυλίσσονται και σε επόμενα διηγήματα. Η Νιρμάλα εκπροσωπεί τις απανταχού καταπιεσμένες που, ούσες ικανές να προκαλέσουν τον δικό τους θάνατο με μόνο μέσο τη σκέψη τους, καθίστανται τελικά παντοδύναμες. Η άστεγη Μαρίκα, με ένα ευρηματικό τέχνασμα, πετυχαίνει τη λύση του πρόσκαιρου βιοπορισμού της και συνιστά πηγή έργου συγγραφικού. Η λάγνα Μάρα μαγνητίζει με τις ραγάδες της. Η Εύα, αν και μαρμάρινη, λικνίζεται. Η Ελπίδα εξέχει με πόνο ψυχής σε πρώτο πρόσωπο, με τις αδερφές της σε πρώτο πλάνο, τη δε μάνα της να κατακλύζει σκηνικό και παρασκήνια. Στο βιβλίο συνυπάρχουν η διωγμένη σύζυγος του Ιεχονία του διαφορετικού και η δις εξαφανισμένη με τη θέλησή της Ευστρατία, που κρατά το πάνω χέρι. Η παντρεμένη Σπάβερτ, που καταφεύγει στη λύση απελπισίας τής υπηρεσίας νοητικών προεκτάσεων με αιτιολογία τη «μη ικανοποιητική οικογενειακή ζωή» της. Τέλος, η ανώνυμη που αναγκάζεται να βασιστεί σε ορθοπεδικά υποστηρίγματα και σε «ποιος ξέρει πόσο παλιές (γαμήλιες;) ρίζες» για να μπορέσει να γευτεί την επαφή με το νερό της θάλασσας.
Χαρίζει στοργή στα θύματα και ειρωνικούς χλευασμούς στους εν δυνάμει δράστες που παριστάνουν τους θιγόμενους.
Διακεκριμένος φίλος των γυναικών, ο Φύσσας παίρνει θέση απέναντι στην ανθρωποφαγία χωρίς υστερίες πολιτικής ορθότητας, αλλά με λεπτομερή σκιαγράφηση της κακοποιημένης βιοηθικής. Χαρίζει στοργή στα θύματα και ειρωνικούς χλευασμούς στους εν δυνάμει δράστες που παριστάνουν τους θιγόμενους. Φλερτάρει με τις συνέπειες μιας εναλλακτικής έκβασης σημαντικών θεμάτων της χώρας, ιστορικών ή μελλούμενων, και υπαινίσσεται την τραγικότητα της ανθρώπινης διάστασης με αυτοσαρκασμό και κριτική τάση.
* Η ΜΑΡΙΑ ΜΑΥΡΙΚΑΚΗ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο της, το μυθιστόρημα «Περαστικά» (εκδ. Αίολος).
1. Πτυχές του θέματος έχουν επίσης δουλευτεί στο προγενέστερο έργο του συγγραφέα Μουσείο Λαογραφίας, το οποίο αξίζει να επισκεφτεί ο αναγνώστης.
→ Στην κεντρική εικόνα: Πίνακας του Bert Heersema.