
Για την επανέκδοση του μυθιστορήματος της Έλενας Χουζούρη «Σκοτεινός βαρδάρης – Βαλκανική μυθιστορία έρωτα και απώλειας» (εκδ. Πατάκη).
Του Κώστα Καβανόζη
Αναρτώντας σε κοινωνικό δίκτυο μια δημοσίευση για την εκδήλωση της παρουσίασης του βιβλίου, η Έλενα Χουζούρη έγραψε ότι στη νέα έκδοση του πρώτου και αγαπημένου της μυθιστορήματος Σκοτεινός βαρδάρης (εκδ. Πατάκη) –το έργο είχε πρωτοεκδοθεί το 2004–, η φωτογραφία του πρώτου εξωφύλλου που αποτελεί δομικό του στοιχείο, έχει τοποθετηθεί ακριβώς απέναντι από την πρώτη σελίδα καθώς αρχίζει ο/η αφηγητής/τρια να συνομιλεί μαζί της. Το συγκινητικό με αυτήν τη φωτογραφία είναι ότι δεν φωτογραφίζεται μόνον ο δικός μου παππούς, έγραφε η Χουζούρη, αλλά και άλλοι παππούδες όπως αναγνωρίστηκαν από αναγνώστες και αναγνώστριες του μυθιστορήματος. Διαβάζω την αρχή της συνομιλίας. Το πρώτο κεφάλαιο έχει τον τίτλο «Μελένικο».
«Σας βλέπω στη φωτογραφία. Όλους σας βλέπω. Είστε πολλοί. Είστε σε χώρο ανοιχτό. Μάλλον σε μια πλατεία. Μπροστά είναι τα παιδιά. Άλλα γονατιστά, κι άλλα όρθια. Πίσω τους, σε σειρές οι μεγάλοι. Όλοι όρθιοι. Σκύβω να προσέξω τις λεπτομέρειες. Φοράτε οι περισσότεροι κοστούμια με λευκά πουκάμισα, κολάρα και λαιμοδέτες. Να και δύο με γραβάτες! Μπορεί και να ’ναι φοιτητές. Σίγουρα φοιτητές είναι… Από την ηλικία, το ύφος και τη στάση τους φαίνονται. Πού να σπουδάζουν, άραγε; Στη Βιέννη γιατροί, όπως είχε κάνει ο συντοπίτης τους Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, ή στο Βουκουρέστι δικηγόροι; Ό,τι και να σπουδάζουν, είναι τώρα εδώ, μέσα στη φωτογραφία με τη λεζάντα: "Έλληνες πρόσφυγες από το Μελένικο", σε αυτήν που είσαι κι εσύ. Σε αυτήν που θέλω να είσαι κι εσύ. Και θέλω να είσαι εκείνος ο ευθυτενής νέος με το λεπτό, ακόμη σχεδόν εφηβικό πρόσωπο και το κομψό κοστούμι, όπως ταιριάζει σ’ έναν νεαρό ελληνοδιδάσκαλο που μόλις έχει αποφοιτήσει από το Διδασκαλείον της Θεσσαλονίκης».
Σε αυτές τις πρώτες γραμμές περιλαμβάνονται όλες σχεδόν οι τεχνικές και τα στοιχεία που χρησιμοποιεί η Χουζούρη στην αφήγησή της: η αξιοποίηση αυθεντικών ντοκουμέντων όπως η συγκεκριμένη φωτογραφία, ο διάλογος που αναπτύσσει με τα ντοκουμέντα αυτά ο/η αφηγητής/αφηγήτρια, το μεταμυθοπλαστικό παιχνίδι ανάμεσα σε αυτόν/αυτήν και τη συγγραφέα που ως φυσικό πρόσωπο υπογράφει το έργο, ο προσωπικός τόνος του ύφους του/της, οι λεπτομέρειες στις οποίες εστιάζει ή τις οποίες επινοεί, οι υποθέσεις που τον/την οδηγούν στην κατασκευή και στο ξεδίπλωμα της ιστορίας, η αυτοαναφορικότητα της αφηγηματικής διαδικασίας, ο χρόνος της αφήγησης και η χρονική απόσταση η οποία εμφανώς και σκοπίμως τηρείται από τα γεγονότα, το ιστορικό και γεωγραφικό πλαίσιο εντός του οποίου κινούνται τα πρόσωπα, η συχνά κινηματογραφική εστίαση, ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος, το δεύτερο πρόσωπο και η τρυφερότητα με τα οποία του ο/η αφηγητής/αφηγήτρια έχει επιλέξει να του απευθύνεται.
Η Μάρη Θεοδοσοπούλου είχε γράψει ότι η φωτογραφία προέρχεται από το λεύκωμα των εκδόσεων Ολκός «Θεσσαλονίκη οι πρώτες έγχρωμες φωτογραφίες 1913 και 1918», όπου παρουσιάζονται οι αυτοχρωμικές φωτογραφίες του Μουσείου Αλμπέρ Καν από δύο αποστολές φωτογράφων στη Θεσσαλονίκη. Σε μια από τις φωτογραφίες που είχαν τραβηχτεί στο Σιδηρόκαστρο μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου (28/7/1913), η οποία όριζε τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, η συγγραφέας αναγνώρισε ή νόμισε πως αναγνώρισε τον παππού της. Και έτσι ξεκίνησαν όλα, αλλά και έτσι, προσθέτω, συνεχίστηκαν: με μια αφήγηση η οποία κινείται ανάμεσα σε αυτό που συνέβη και σε αυτό που η αφηγήτρια πιστεύει ή συμπεραίνει ή επιθυμεί να συνέβη.
Η φωτογραφία πάντως είναι αληθινή και τραβήχτηκε τον Σεπτέμβριο του 1913 στο Σιδηρόκαστρο, όπως είπαμε, που εκείνη την εποχή είχε γεμίσει με έλληνες πρόσφυγες από το Μελένικο, οι οποίοι το εγκατέλειψαν μέσα σε ένα βράδυ, μετά την παραχώρησή του με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου στους Βούλγαρους. Ο φωτογράφος είναι ο Γάλλος Ωγκύστ Λεόν, σταλμένος από τον ουμανιστή μεγαλοτραπεζίτη Αλμπέρ Καν, ο οποίος είχε τότε ιδρύσει τα θεωρούμενα πολύτιμα «Αρχεία του Πλανήτη» με σκοπό τη συγκέντρωση φωτογραφικού αλλά και κινηματογραφικού υλικού από όλο τον κόσμο. Στη μέση της φωτογραφίας διακρίνεται το κεντρικό πρόσωπο του μυθιστορήματος, ο Στέφανος. Μέσα από την υποκειμενική ματιά της αφηγήτριας, με αναδρομές στον παρελθόντα χρόνο και όχι γραμμικά, όπως ίσως θα απαιτούσε μια πιο συνεπής προς την ιστοριογραφία ή το συμβατικό ιστορικό μυθιστόρημα προσέγγιση, συναντούμε τον Στέφανο σε παιδική ηλικία στο Μελένικο, αυτή την πόλη με τις βυζαντινές εκκλησίες που ως το 1913 αποτελούσε εστία του ελληνισμού στα Βαλκάνια. Ο Στέφανος συνδέεται φιλικά με τον Βούλγαρο Γκεόργκι και έφηβος ερωτεύεται την Ελένη, κόρη αρχοντικής οικογένειας. Τα πρόσωπα αυτά τα ξαναβρίσκουμε στην απελευθερωμένη από τους Έλληνες Θεσσαλονίκη του 1912, στο μεσοδιάστημα από τον πρώτο στον δεύτερο Βαλκανικό πόλεμο, κατά τον οποίο οι πρώην σύμμαχοι Έλληνες και Βούλγαροι πολέμησαν μεταξύ τους. Η Ελένη, μνηστή του επίσης μελενικιώτη προύχοντα Θεόδωρου και διακαής πόθος τόσο του Γκεόργκι όσο και του Στέφανου αλλά και του Ωγκύστ Λεόν που ανιδιοτελώς θα την βοηθήσει, δεν θα διστάσει να εγκαταλείψει τον Θεόδωρο, χωρίς όμως να διαλέξει τον Στέφανο. Θα προτιμήσει, προδίδοντας –όπως θα λέγαμε σήμερα– την εθνική της ταυτότητα, να φύγει στη Βουλγαρία με τον αξιωματικό Γκεόργκι, ενώ γύρω τους η Οθωμανική Αυτοκρατορία καταρρέει και τα πολυφυλετικά και πολυπολιτισμικά Βαλκάνια αλλάζουν οριστικά πρόσωπο.
Η Χουζούρη χρησιμοποιεί την Ιστορία και τα τεκμήρια, την καταγεγραμμένη και τη βιωμένη πραγματικότητα, το μακρινό και το κοντινό παρελθόν, προκειμένου να εισχωρήσει ή να δώσει την εντύπωση ότι εισχωρεί στον εξωκειμενικό κόσμο του παρελθόντος στοχεύοντας τόσο σε μια απόπειρα εκ νέου δημιουργίας του όσο όμως και στη διάψευση της όποιας δυνατότητας αυθεντικής προσέγγισής του μέσω του κειμένου της.
Σε ποιον βαθμό και με ποιον τρόπο, ωστόσο, η παρελθούσα, δημιουργημένη από υπαρκτά πρόσωπα, πραγματικότητα εισχωρεί μέσα στο μυθοπλαστικό κείμενο; «Έρχεται μια στιγμή που οι λέξεις θα ήθελαν να παραχωρήσουν τη θέση τους στη βουβή αντικειμενικότητα των φωτογραφιών, στην αγνή υλικότητα των πραγμάτων: "Αν μπορούσα, αυτή τη στιγμή δεν θα έγραφα τίποτα. Θα υπήρχαν φωτογραφίες. Για τα υπόλοιπα, κομμάτια ύφασμα, απόβλητα από βαμβάκι, σβόλοι γης, λόγια που καταγράφηκαν, ξύλα, κομμάτια σίδερο"», γράφει ο Jablonka παραθέτοντας τα λόγια του Αμερικανού συγγραφέα James Agee. Την αφήγηση της Χουζούρη συνθέτουν αυθεντικά ντοκουμέντα της εποχής όπως ειδήσεις εφημερίδων, ημερολογιακές καταγραφές, περικοπές βιβλίων, εγκυκλοπαιδικά λήμματα, επιστολές αλλά και ντοκουμέντα επινοημένα, όπως π.χ. το ημερολόγιο του Ωγκύστ Λεόν. Η Χουζούρη χρησιμοποιεί την Ιστορία και τα τεκμήρια, την καταγεγραμμένη και τη βιωμένη πραγματικότητα, το μακρινό και το κοντινό παρελθόν, προκειμένου να εισχωρήσει ή να δώσει την εντύπωση ότι εισχωρεί στον εξωκειμενικό κόσμο του παρελθόντος στοχεύοντας τόσο σε μια απόπειρα εκ νέου δημιουργίας του όσο όμως και στη διάψευση της όποιας δυνατότητας αυθεντικής προσέγγισής του μέσω του κειμένου της. «Η μυθοπλασία δεν είναι μια περίπτωση της αναδημιουργικής φαντασίας, αλλά της "δημιουργικής φαντασίας". Ως τέτοια αυτή αναφέρεται στην πραγματικότητα όχι με σκοπό να την αντιγράψει, αλλά με σκοπό να υποδείξει μια νέα ανάγνωση», επισημαίνει ο Ricoeur, πράγμα το οποίο αισθάνεται αμέσως ο αναγνώστης του Σκοτεινού βαρδάρη.
Ο στόχος δεν είναι η μιμητική ανάπλαση του συγκεκριμένου ιστορικού παρελθόντος από το οποίο αφορμάται η Χουζούρη αλλά η υποκειμενική και αποσπασματική του προσέγγιση ή η ψευδαίσθηση της προσέγγισής του μέσα από επιλεγμένες προσεκτικά ψηφίδες που το παρελθόν αυτό άφησε πίσω του. Η Χουζούρη καταφέρνει με τη χρήση του υλικού αλλά και με τις μυθοπλαστικές και αφηγηματικές δεξιότητές της να δημιουργήσει μια μυθιστορηματική «αλήθεια» με ιδιαίτερη λογοτεχνική δύναμη, στην οποία ο αναγνώστης παραδίδεται χωρίς αντιστάσεις. Ο Σκοτεινός βαρδάρης συνιστά έναν κόσμο συμπαγή, συνεπή προς τον εαυτό του αλλά και συχνά αυτοσαρκαζόμενο χωρίς δισταγμό. Ο επίτιτλος του βιβλίου είναι «Βαλκανική μυθιστορία έρωτα και απώλειας». Η ειρωνεία, είχε σημειώσει σε κριτική της η Ελισσάβετ Κοτζιά, είναι προφανής. Ο όρος «μυθιστορία», ο οποίος παραπέμπει σε μεσαιωνικές ιστορίες με ερωτικό περιεχόμενο και περιπετειώδη πλοκή έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το επίθετο «βαλκανική», που καθόλου δεν παραπέμπει σε έρωτες και ερωτικές τουλάχιστον περιπέτειες. Υπό τη συγκεκριμένη οπτική λοιπόν ορισμένα κλισέ του είδους της μυθιστορίας, ο σφοδρός έρωτας που γεννήθηκε στην επίσημη δεξίωση της Θεσσαλονίκης για τη νίκη των Ελλήνων επί παραδείγματι, χρησιμοποιούνται μάλλον με μια, διακριτική κατά τα γνώμη μου, διάθεση παρώδησής τους, όπως είχε επισημάνει και η Μάρη Θεοδοσοπούλου.
![]() |
Από το 1981 η Έλενα Χουζούρη εργάζεται ως δημοσιογράφος στον αθηναικό ημερήσιο και περιοδικό τύπο σε πολιτιστικά θέματα και αργότερα αποκλειστικά βιβλίου. Από το 1989 αρχίζει να παρουσιάζει βιβλία με εκπομπές στο ραδιόφωνο αλλά κατά καιρούς και στην τηλεόραση [ΕΡΤ]. Από το 1992 έως το 1996 είχε τη διεύθυνση της ξένης λογοτεχνίας των εκδόσεων Πατάκη και από το 1996 έως το 1999 ήταν υπεύθυνη της ελληνικής λογοτεχνίας των εκδόσεων Λιβάνη. |
Οι επινοημένοι επίσης ήρωες του μυθιστορήματος συμπλέκονται με ιστορικά πρόσωπα, τον Ωγκύστ Λεόν, τον ανθρωπογεωγράφο Ζακ Μπρυν, τον Αλμπέρ Καν αλλά και τον ίδιο τον Στέφανο, πρόσωπα που υπήρξαν στ’ αλήθεια αλλά αντιμετωπίζονται ως μυθιστορηματικά, πράγμα το οποίο φροντίζει να μας υπενθυμίζει διαρκώς ο/η αφηγητής/αφηγήτρια. Αποπειρώμενος/η να εισχωρήσει, υποθετικά και από τη σκοπιά του αφηγηματικού παρόντος όπως καθιστά φανερό, στον ψυχισμό και στις σκέψεις των ηρώων τούς δίνει πνοή εντός ενός κόσμου ελεγχόμενου απολύτως από τον ίδιο/α, ενός παρελθοντικού κόσμου δημιουργημένου στο παρόν από τη ματιά του/της, καθιστώντας μας όμως παράλληλα, αφού τη ματιά αυτή δεν την κρατάει κρυφή, μάρτυρες ή και συμμέτοχους στη συγκεκριμένη δημιουργία. Φροντίζοντας η Χουζούρη ώστε η αφηγήτριά της να υιοθετήσει τη θέση της χρονικής απόστασης από τους υπαρκτούς ή επινοημένους πρωταγωνιστές και τα γεγονότα, αναμιγνύοντας αυθεντικά και πλαστά ντοκουμέντα και φέρνοντας διαρκώς ενώπιόν μας την εξελικτική διαδικασία της συγγραφής του έργου καταφέρνει να ανακαλύψει μέσα στο παρελθόν και να μας προσφέρει εντός του κειμένου της το αιώνιο παρόν, όπως θα παρατηρούσε ο Bakhtin. Καταφέρνει επιπροσθέτως να βρει τις απαιτούμενες ισορροπίες, ώστε να μην επιπλεύσει στη ρηχότητα της εύκολης νοσταλγίας και του μελοδραματισμού, δικαιώνοντας τις ριψοκίνδυνες επιλογές της: στον Στέφανο κυρίως, τον οποίο περιβάλλει με ξεχωριστή ευαισθησία, η αφηγήτρια απευθύνεται σε δεύτερο πρόσωπο προσφέροντάς του αβίαστα την τρυφερότητά της, κάτι που θα μπορούσε, εάν η συγγραφέας δεν το χειριζόταν με ξεχωριστή επιδεξιότητα, να την οδηγήσει εύκολα στον απλοϊκό συναισθηματισμό.
Δημιουργώντας την αλήθεια του μυθιστορηματικού της κόσμου η Χουζούρη δεν διστάζει να την πλέξει αξεδιάλυτα με την αλήθεια του πραγματικού.
Κατά τον Παναγιώτη Μουλλά η ιστορική πραγματικότητα είναι δύο ειδών: η πρώτη είναι η βιωμένη και βιωματική πραγματικότητα της εμπειρίας όλων μας, ενώ η δεύτερη, η οποία συχνά ταυτίζεται με ό,τι ονομάζουμε Ιστορία, ανάγεται στις απομακρυσμένες περιοχές του μη βιωμένου από τις σύγχρονες γενιές παρελθόντος. Η Χουζούρη καταφέρνει να κινείται με άνεση ανάμεσα στις δύο αυτές πραγματικότητες για να δημιουργήσει εντέλει τη μυθιστορηματική δική της, η οποία πατάει τόσο στη μία όσο και στην άλλη. «Διότι πάντοτε τα παραμύθια έχουν αλήθεια / Ιδίως αυτά που είναι πλεγμένα με κογχύλια», έγραφε ο Εμπειρίκος. Δημιουργώντας την αλήθεια του μυθιστορηματικού της κόσμου η Χουζούρη δεν διστάζει να την πλέξει αξεδιάλυτα με την αλήθεια του πραγματικού θυμίζοντάς μας, όπως η ίδια το διατυπώνει, ότι «η ζωή είναι ένα παραμύθι και γι’ αυτό πάντοτε μας ξεφεύγει. Δεν μένει, παρά να την ξαναπούμε σαν να ήταν το δικό μας παραμύθι, και να σωθούμε…»
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΒΑΝΟΖΗΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τυχερό» (εκδ. Πατάκη).
→ Στην κεντρική εικόνα: Φωτογραφία από το λεύκωμα Θεσσαλονίκη – Οι πρώτες έγχρωμες φωτογραφίες: 1913 και 1918 (εκδ. Ολκός).
Σκοτεινός βαρδάρης
Βαλκανική μυθιστορία έρωτα και απώλειας
Έλενα Χουζούρη
Πατάκης 2019
Σελ. 288, τιμή εκδότη €14,40