Για το αυτοβιογραφικό αφήγημα της Αγγέλας Καστρινάκη «...Κάτι ν’ αλλάξει! Μα πώς;» (εκδ. Κίχλη).
Του Νίκου Ξένιου
To βιβλίο της Αγγέλας Καστρινάκη είναι μια ιστορική/πολιτική μαρτυρία της όψιμης εφηβείας της δεκαετίας του '70, ένα αφηγηματικό είδος υβριδικού χαρακτήρα που αξιοποιεί ιστορικό υλικό της περιόδου της «Μεταπολίτευσης», από το 1974 μέχρι σήμερα, για να ανιχνεύσει την ιστορική μνήμη. Πρόκειται για τις καταστάσεις που η συγγραφέας έζησε ως φοιτήτρια – καταστάσεις που συμβάλλουν σε μιαν ανοιχτή συζήτηση για τη μαθητεία στα ιδεώδη της δημοκρατίας. Συγκεντρώνοντας μαρτυρίες φίλων εκείνης της εποχής και ενσωματώνοντάς τες στη δική της αφήγηση, η κυρία Καστρινάκη συνεχίζει από το προηγούμενο βιβλίο της (Και βέβαια αλλάζει!), συνθέτοντας ένα είδος «πολυεστιακού» Bildungsroman (μυθιστόρημα ενηλικίωσης) και αναδεικνύοντας εκ προθέσεως το ιδεολογικό περίγραμμα της εποχής, με άλλα λόγια τοποθετώντας τη μυθοπλασία στο κάδρο της ιστορικής διαμόρφωσης των ιδεολογιών.
Κατσαρά μαλλιά, βυσσινί κοτλέ παντελόνι, αμπέχωνο και αντάρτικα
Στο …Κάτι ν’ αλλάξει! Μα πώς; αποτυπώνεται η έντονη συλλογικότητα σε μια μικροκοινωνία φοιτητών που φέρει αντιπροσωπευτικούς τύπους από όλες τις φοιτητικές παρατάξεις: εμπειρία που αναπλάθεται ως έναν βαθμό από τα θραύσματα μνήμης της συγγραφέως. Σπεύδω εδώ να αναφέρω όσα θυμάμαι από τα δικά μου φοιτητικά χρόνια, προς επίρρωσιν της συγκινητικής αυτής ανάπλασης: το πολιτικό «μάλε-βράσε», τη συνεχή αναμπουμπούλα, τις πυρετώδεις αναγνωστικές επιδόσεις και τις εκδόσεις φυλλαδίων και περιοδικών, την εμμονή με τον κινηματογράφο της Μάρτα Μετζάρος και του Ντουσάν Μακαβέγιεφ, την πολυσυλλεκτικότητα των θεωρητικών κειμένων για τον κινηματογράφο των εκδόσεων «Κάλβος» και –κυρίως– τα ξημεροβραδιάσματα στα μπαρ και στα εντευκτήρια που συνοδεύονταν από ακατάσχετη θεωρητικολογία:
Η πρώιμη μεταπολιτευτική περίοδος έχει καθορίσει τα παιδικά χρόνια της [Ειρήνης] (όπως, αντίστοιχα, αυτά της συγγραφέως), προικίζοντάς την με μια θέρμη μεταρρυθμιστική.
«Καθισμένοι πάνω στη μοναδική καρέκλα, πάνω στο κρεβάτι και πάνω στην αναμαλλιασμένη φλοκάτη οκλαδόν, με έξαψη, ζυμώνονται καθημερινά. Συζητούν για τις βασικές γραμμές του περιοδικού, για τον τίτλο του, για το περιεχόμενο του εναρκτήριου τεύχους (...) Κριτική στις σπουδές, τι επιπτώσεις μπορεί να έχουν οι αλλαγές των νόμων, πώς περνούν οι φοιτητές τη ζωή τους (...), το γυναικείο κίνημα (το προσωπικό είναι και πολιτικό), κριτικές για βιβλία και ταινίες». (σελ. 98)
Στην εποχή όπου μπήκαμε στο πανεπιστήμιο (1979) η Ειρήνη, η ηρωίδα/φοιτήτρια της Αγγέλας Καστρινάκη, απορρίπτει τις σπουδές, το ενδιαφέρον της γι’ αυτές είναι πολύ αμβλυμένο και η ωρίμανσή της περνά από διαφορετικές διαύλους. Η πρώιμη μεταπολιτευτική περίοδος έχει καθορίσει τα παιδικά χρόνια της (όπως, αντίστοιχα, αυτά της συγγραφέως), προικίζοντάς την με μια θέρμη μεταρρυθμιστική. Τα συμβεβηκότα της καθημερινής ζωής της (οι ενδυματολογικές της επιλογές, τα μουσικά της ακούσματα, οι ερωτικοί της πειραματισμοί κ.ο.κ.) δεν αναιρούν την κατά βάσιν επαναστατική της διάθεση.
Καθώς το βιβλίο αναφέρεται συλλήβδην στην εκπαίδευση, ο αναγνώστης παρακολουθεί έναν συνεχή σχολιασμό του στόχου, του τρόπου οργάνωσης και των χαρακτηριστικών των ελληνικών πανεπιστημίων. Οι συμφοιτητές, οι καθηγητές και οι «βοηθοί» απαρτίζουν τη μικροκοινότητα του Αριστοτελείου. Αντίστοιχα, στις φοιτητικές οργανώσεις βάσης (στη νεολαία του Ρήγα Φεραίου1) επικρατεί η έντονη τάση να επανεξεταστεί το δογματικό παρελθόν του κόμματος και ο «συγκολλητικός» χαρακτήρας της εξουσίας.
Το «σχετικά καλύτερο» και η ματαίωσή του
Η προσήλωσή της στη συμμετοχικότητα, στη σταδιακή, «εκ των έσω» μεταρρύθμιση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό, στην πολυφωνία και στη συναινετική στάση των κομμάτων για τα ζητήματα εθνικού συμφέροντος: στο «σχετικά καλύτερο», δηλαδή, ως αντιπρόταση στον ριζοσπαστισμό.
Το 1974, την πρώτη χρονιά της Μεταπολίτευσης, τοποθετείται η απαρχή του μαθητικού κινήματος, που θα διαρκέσει ώς το 1977, τουλάχιστον με την αρχική του ζέση. Στο συλλογικό ασυνείδητο της αρχόμενης δεκαετίας του ’80 όλοι είχαμε καταγράψει την εμπειρία της χούντας των συνταγματαρχών, ενώ τα πρώτα μας ερεθίσματα από τον χώρο της Αριστεράς ήταν διττά: αφενός οι προσεγγίσεις του σκληροπυρηνικού ΚΚΕ, αφετέρου η Ανανεωτική Αριστερά του «Ρήγα Φεραίου» με τα ανοίγματά της στον δυτικό τρόπο αντίληψης του μαρξισμού, τέλος οι συναναστροφές με τους μαοϊστές και το ΚΚΕ (Μ-Λ), με τους (κατά βάσιν αστούς) συμφοιτητές μας της ΑΑΣΠΕ και της Β' Πανελλαδικής. Στο βιβλίο διαγράφεται το ιδεολογικό κίνητρο της συγγραφέως: η προσήλωσή της στη συμμετοχικότητα, στη σταδιακή, «εκ των έσω» μεταρρύθμιση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό, στην πολυφωνία και στη συναινετική στάση των κομμάτων για τα ζητήματα εθνικού συμφέροντος: στο «σχετικά καλύτερο», δηλαδή, ως αντιπρόταση στον ριζοσπαστισμό.
«Ζωή που ξεκινά. Για πού ξεκινά;»: ένα νεαρό κορίτσι που υπήρξε μέλος της ΔΗΜΑΚ (μαθητικής οργάνωσης του ΚΚΕ «εσωτερικού») και κατόπιν μέλος της συντακτικής επιτροπής της Μαθητικής Πορείας (οργάνου της ΔΗΜΑΚ), είναι λογικό να εξελιχθεί σε ενεργό μέλος του «Ρήγα Φεραίου», είναι αναμενόμενο να εκδίδει και κομματικό έντυπο και –πάνω απ’ όλα– είναι χαρακτηριστικό το να συμμετέχει στα νεολαιΐστικα φεστιβάλ της Ανανεωτικής Αριστεράς, φέροντας ενστιγματικά τα διαβάσματα του Μανόλη Αναγνωστάκη, της Μιμίκας Κρανάκη, του Δημήτρη Χατζή, του Μενέλαου Λουντέμη, του Αντόνιο Γκράμσι, του Βίλχελμ Ράιχ. Η πιεστική ανάγκη υιοθέτησης προοδευτικών αντιλήψεων καταξίωνε, τότε, τον κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο, πόσο μάλλον τον φοιτητή. Ωστόσο, αυτός ο ετερόφωτος προοδευτισμός πρόδιδε τον ναρκισσισμό της τότε Αριστεράς (όχι μικρότερο από τον σημερινό της ναρκισσισμό, είναι η αλήθεια), κι αφετέρου μεγιστοποιούσε τις προσδοκίες της νεολαίας από την εφαρμογή αριστερών πρακτικών στην εκπαίδευση, στην εργασία, στην τέχνη και στη ζωή εν γένει. Με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία (του ΠΑΣΟΚ που φερόταν ως χώρος σοσιαλιστικός), η ηρωίδα της Καστρινάκη αναπτύσσει μεγάλο αριθμό τέτοιων προσδοκιών. Θεωρεί ότι ο σοσιαλισμός θα αναπηδήσει από τη λαϊκή βάση με μια πηγαιότητα εξωπραγματική, μέσω «διαρθρωτικών» αλλαγών στη δομή της κοινωνίας. Η εκλογική ήττα του ΚΚΕ εσωτερικού και των συμμάχων του, η διάσπαση του «Ρήγα Φεραίου» και η παρουσία των Βηταπανελλαδικάριων συνέβαλαν στην πρώτη ματαίωση αυτών των προσδοκιών. Η ελληνική κοινωνία δεν επέλεξε το «σχετικά καλύτερο», ούτε τις «διαρθρωτικές» αλλαγές. Αντίθετα, αντίκρισε το σύνθημα της «Αλλαγής» του ΠΑΣΟΚ με τυφλή αισιοδοξία.
Η Αγγέλα πίσω από την Ειρήνη
Η Αγγέλα Καστρινάκη, από το 1990, όταν εξέδωσε την πρώτη της συλλογή διηγημάτων Φιλοξενούμενη (εκδ. Εστία), μέχρι σήμερα, μοιράζει τα βιβλία της ανάμεσα στην πεζογραφία και το δοκίμιο. Τα τελευταία χρόνια είναι υπεύθυνη της σειράς των Π.Ε.Κ. «Παλαιά κείμενα, Νέες αναγνώσεις», που έχει ξεχωρίσει τόσο για τις επιλογές των παλαιών κειμένων, και τα εμπεριστατωμένα δοκίμια που τα πλαισιώνουν, όσο και για την αισθητική και τυποτεχνική αρτιότητα του κάθε τόμου. |
«Πώς μπαίνει, αλήθεια, η Ειρήνη για πρώτη φορά στον ιερό χώρο της μάθησης;»: καθώς η εκμάθηση της νεαρής Ειρήνης στη δεκαετία της φοιτήσεώς μας στο προπτυχιακό επίπεδο δεν είναι παρά μια παραλλαγή της προσωπικής μύησης της συγγραφέως, η δεύτερη είναι πανταχού παρούσα πίσω από αυτό που γράφει. «Βγαίνει έξω» από το κείμενό της και το αντικρίζει με ένα τρίτο μάτι, αυτό της παντόπτου συγγραφέως. Παράλληλα, το διανθίζει με δοκιμιακού τύπου σχόλια: η ίδια έχει σχολιάσει σε παλαιότερη συνέντευξή της πως αυτό προκύπτει τόσο από τη «μεταμοντέρνα αμηχανία» της, όσο και από την οξυμμένη της αυτοσυνείδηση2. Σε αυτό το σημείο θα προσέθετα πως ο «διάλογος» της ηρωίδας με την αφηγήτρια, ως τακτική αυτοαναίρεσης, συμβάλλει τα μάλα στη δημιουργία πικρής, ειρωνικής διάθεσης απέναντι στο κείμενο και απέναντι στα γεγονότα. Παράγει ένα πολυτροπικό κείμενο που επικαιροποιεί παλαιότερες σκέψεις της, επανεισάγει σε νέο πλαίσιο προβληματισμούς πολλών χρόνων και εφαρμόζει στην πράξη θεωρητικές προσεγγίσεις στη λογοτεχνία που της είναι οικείες:
«Τώρα που η θέση μου είναι από την άλλη μεριά, πίσω απ’ την έδρα, συγχύζομαι όταν οι φοιτητές με κοιτούν με βλέμμα απλανές, όταν δεν αντιδρούν σε ό,τι προσπαθώ να τους πω, όταν δεν χαμογελούν, όταν δεν ενθουσιάζονται. Έχουν, λέω, λιγότερα ελαφρυντικά από ό,τι εμείς κάποτε, όχι μόνο γιατί δεν είναι τριακόσιοι μέσα σε ένα αχανές αμφιθέατρο, παρά κάθονται σε πιο μικρά και ευήλια (σχετικά) αμφιθέατρα, αλλά και γιατί εμείς κάνουμε τούμπες σήμερα προκειμένου να τους κινήσουμε το ενδιαφέρον [...] Οι παλιοί δεν έκαναν τούμπες. Μπα! Το θεωρούσαν δεδομένο ότι όφειλε κανείς να μάθει». (σελ. 31-32)
Εδώ ερχόμαστε αντιμέτωποι με «τον ήρωα ως καλλιτέχνη», ένα εργαλείο στα χέρια της συγγραφέως που κινείται σε πολλές εναλλακτικές κατευθύνσεις, καταγράφοντας τη συναισθηματική, διανοητική και ηθική δοκιμασία της μαχόμενης νεότητας. Εν ολίγοις, το θέμα του βιβλίου της Αγγέλας Καστρινάκη είναι η νεότητα (η νεότητα ως ηλικιακό κατηγόρημα, η νεότητα ως «φρεσκάδα» της ιδεολογίας, η νεότητα ως περιπέτεια ανάλογη με εκείνη της «Αργώς» του Θεοτοκά, η νεότητα ως στάδιο μύησης και, κυρίως: η τρυφερή αφέλεια της νεότητας ως αντικείμενο νοσταλγίας) που το εξωκειμενικό σχόλιο της επιτρέπει να την αντικρίσει τόσο υπό το πρίσμα του λογοτέχνη όσο και υπό το πρίσμα της τεχνοκριτικού. Έτσι, ειλικρινώς διακείμενη έναντι του κειμένου της, η Αγγέλα Καστρινάκη, δια της οδού της λογοτεχνίας (αλλά όχι με παραδοσιακή αφήγηση), επανανακαλύπτει, επανεκτιμά και περνά από κριτική κρησάρα τις επιλογές της δικής της νεότητας.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Το τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες από τις εκδ. Κριτική.
...Κάτι ν' αλλάξει!
Μα πώς;
Αγγέλα Καστρινάκη
Κίχλη 2019
Σελ. 342, τιμή εκδότη €15,50
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΑΓΓΕΛΑΣ ΚΑΣΤΡΙΝΑΚΗ