Για τη συλλογή διηγημάτων της Αγγελικής Σπανού «Απαρατήρητοι» (εκδ. Πόλις) και της Δήμητρας Λουκά «Κόμπο τον κόμπο» (εκδ. Κίχλη), καθώς και για το μυθιστόρημα του Νίκου Σβέρκου «Το στρατόπεδο της σιωπής» (εκδ. Κέδρος).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Οι επιφανείς προσωπικότητες αλλά και οι αφανείς άνθρωποι που βρίσκονται δίπλα μας ή χάνονται στο ρεύμα της Ιστορίας· οι μεγάλες κατακτήσεις αλλά και τα μικρά δράματα που μετατρέπουν σε ήρωες, χωρίς την ανάλογη αναγνώριση, την ταλαιπωρημένη γυναίκα του χωριού, τον αιχμάλωτο πολέμου ή τον ανώνυμο εργαζόμενο του διπλανού δρόμου· η εθνική Ιστορία των πολιτικών και στρατιωτικών αλλά και η κοινωνική Ιστορία των αδικημένων, που ίσως χάραξαν πιο βαθιά το αυλάκι της ανθρωπότητας: όλα αυτά που περνάνε απαρατήρητα από την επιστημονική γνώση, κερδίζουν εύλογα την προσοχή της λογοτεχνίας κι επαγωγικά αναδεικνύουν τη μοίρα (ντετερμινιστικά ή ιντετερμινιστικά ιδωμένη) του ανθρώπου.
Η δουλειά στα χρόνια της κρίσης απασχολεί πιο έντονα τη νεοελληνική πεζογραφία, καθώς το αγαθό της εργασίας –υπό το βάρος της ανεργίας και της υποαπασχόλησης– επαναξιολογείται και εκτιμάται. Λ.χ. άλλα διηγήματα από τα Αυτόματα (2015) του Κώστα Περούλη επιδεικνύουν την ψυχρή σχέση με τη δουλειά, όπως η ηθοποιός που παίζει στεγνά και άψυχα, κι άλλα στήνουν πάνω στην εργασία τη σκαλωσιά της προόδου και της οικονομικής αναρρίχησης, την οποία προσφέρει η αφοσίωση, ο κόπος και η επίμοχθη προσπάθεια. Ανάλογα, ο Δημήτρης Μεσορράχης προβάλλει τον κόσμο της επιχειρηματικής ευρεσιτεχνίας, όπως αυτός συμπλέκεται με την προσωπική «ανάβαση» του πρωταγωνιστή του (Η ανάβαση, 2017).
Είναι μονόλογοι μπροστά σε ένα μαγνητόφωνο, οι οποίοι επιτρέπουν στον ομιλητή να εκφραστεί, να δείξει τις επιφυλάξεις του απέναντι στη διαδικασία, αλλά κυρίως να εξωτερικεύσει τις σκέψεις, τα συναισθήματά του και τις εμπειρίες του.
Στους Απαρατήρητους της φετινής σοδειάς η Αγγελική Σπανού εστιάζει στην εργασία και ειδικότερα σε επαγγέλματα... χωρίς πρόσωπο. Και λέγοντας «χωρίς πρόσωπο» εννοώ τα επαγγέλματα, όπως τα παρουσιάζει η συγγραφέας, στα οποία ο εξυπηρετούμενος ενδιαφέρεται για μια γρήγορη διεκπεραίωση, χωρίς να συνάπτει διαπροσωπικές σχέσεις με τον εργαζόμενο. Η ταμίας στο σουπερμάρκετ, ο κούριερ, η υπάλληλος στα διόδια, ο θυρωρός, η ταξιθέτρια, ο τραυματιοφορέας, η τηλεφωνήτρια σε προώθηση προϊόντων, ο υπεύθυνος στο γκαράζ πλοίου, η οδοκαθαρίστρια, ο δικαστικός κλητήρας είναι αντιπροσωπευτικοί τύποι, που εκτελούν το έργο τους απρόσωπα για μας τους «πελάτες», αλλά πολύ επώδυνα για τους ίδιους. Η επώδυνη εμπειρία έγκειται σ’ αυτόν τον απρόσωπο τρόπο επαφής με τον άλλο και η μηχανοποίηση, που δημιουργεί τυποποιημένες συμπεριφορές.
Οι μικρές ιστορίες-διηγήματα έχουν τη μορφή συνέντευξης σε κάποια ανώνυμη δημοσιογράφο (τη συγγραφέα ίσως, που βιοπορίζεται ως τέτοια). Είναι μονόλογοι μπροστά σε ένα μαγνητόφωνο, οι οποίοι επιτρέπουν στον ομιλητή να εκφραστεί, να δείξει τις επιφυλάξεις του απέναντι στη διαδικασία, αλλά κυρίως να εξωτερικεύσει τις σκέψεις, τα συναισθήματά του και τις εμπειρίες του. Αν εξαιρέσει κανείς τους λόγους των συνεντευξιαζόμενων, λόγους που δεν διαφέρουν ριζικά μεταξύ τους κι ούτε ταιριάζουν απόλυτα στο (μορφωτικό, επαγγελματικό, ταξικό) επίπεδο του καθενός, το κείμενο αποδίδει έξοχα τον μικρόκοσμο των προσώπων και τη ρουτίνα της δουλειάς τους.
Θέλω να ξεχωρίσω τα «Κέρματα», όπου μία υπάλληλος των διοδίων βλέπει εφιάλτες με αυτοκίνητα και τρακαρίσματα, καθώς έχει συνδέσει τη δουλειά της με αρνητικά συναισθήματα. Αλλά και η ζωή με τον άντρα της διακρίνεται από μια ανάλογη ρουτίνα, με αποτέλεσμα να βρει για ένα διάστημα εραστή. Ο παραλληλισμός εργασιακής και προσωπικής ζωής αναδεικνύει την ανάγκη που οιστρηλατεί τον εργαζόμενο να ξεφύγει από τη μηχανική επανάληψη του ίδιου μοτίβου και να ξαναδεί... τον ουρανό.
Το έργο δεν έχει πολιτικές ή άλλου είδους ιδεολογικές τοποθετήσεις. Πιο πολύ διερευνά το πώς χαραμίζεται μια ζωή, πώς μια μεγάλη παρένθεση, όταν ανοίξει, απορροφά δυνάμεις και χωρίζει το πριν από το μετά τόσο σφοδρά.
Δημοσιογράφος και ο Νίκος Σβέρκος στο μυθιστόρημα του Το στρατόπεδο της σιωπής (εκδ. Κέδρος) αποφεύγει τη σύγχρονη πραγματικότητα και τις πολιτικές συγκρούσεις. Ανάγεται στο παρελθόν, αναφέρεται στην κρίσιμη μεταπολεμική Ιστορία και συγκεκριμένα στις δεκαετίες του ’40 και του ’60, λίγο μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και λίγο πριν από την επταετή δικτατορία αντίστοιχα. Και σ’ αυτά τα δύο όρια, παρόλο που τα γεγονότα στην Ελλάδα και τη Γερμανία ακούγονται και συστήνουν τον αναγκαίο καμβά, έχω την αίσθηση ότι η Ιστορία απορροφάται από την ατομική μοίρα, που –ενδεχομένως– θα μπορούσε να ενταχθεί σε οποιαδήποτε ιστορική περίοδο.
Ας διερευνήσω αυτή την υπόθεση εργασίας. Ο αφηγητής Πάνος Δαφνίτης το 1966 γράφει επιστολές, που σκοπεύει να αποστείλει σε μια νεαρή κοπέλα, την Ευγενία. Δημοσιογράφος, τόσο πριν από τον πόλεμο όσο και μετά, αποστέλλεται στη Γερμανία ως ανταποκριτής και ζει την προπολεμική και εμπόλεμη ζωή στο Βερολίνο. Πιθανότατα από πράξη εκδίκησης ενός Γερμανού, συλλαμβάνεται από τα σοβιετικά στρατεύματα, που μπαίνουν το 1945 στην πόλη, και, χωρίς να του απαγγελθεί κατηγορία, εγκλείεται στο στρατόπεδο Μπούχενβαλντ, στο οποίο ζει δύσκολα αλλά συνάμα και αξιοπρεπώς για πέντε χρόνια.
Το έργο δεν έχει πολιτικές ή άλλου είδους ιδεολογικές τοποθετήσεις. Πιο πολύ διερευνά το πώς χαραμίζεται μια ζωή, πώς μια μεγάλη παρένθεση, όταν ανοίξει, απορροφά δυνάμεις και χωρίζει το πριν από το μετά τόσο σφοδρά, που το αποκόπτει από το παρελθόν και δεν αφήνει τον παλιό εαυτό να επανακάμψει. Η Ιστορία έρχεται κι ανατρέπει το προσωπικό, φθείρει τη ροή του χρόνου και αναποδογυρίζει την όποια ομαλότητα. Το άτομο νιώθει αδικημένο ή μάλλον ανήμπορο να συλλάβει, να εκφράσει την αίσθηση της αδικίας και να αμυνθεί απέναντι σ’ αυτήν.
Η Δήμητρα Λουκά στρέφεται στην Ήπειρο όχι μόνο για να αναβιώσει ξεχασμένες περιπτώσεις και τύπους ανθρώπων, να αναπλάσει τη βία και το χέρι του θανάτου, αλλά κυρίως, μέσω αυτών να δείξει τα απωθημένα μιας ολόκληρης εποχής, που «θεωρούσε φυσικό» ό,τι δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει.
Έχω ξαναγράψει ότι πολλοί σύγχρονοι συγγραφείς ανατρέχουν στην παράδοση, στην ιδιαίτερη πατρίδα τους και στη διάλεκτό τους, για να συνδέσουν το παρόν με μια προσωπική ματιά και να ξεφύγουν από την τάση της παγκοσμιοποίησης που ισοπεδώνει λαούς και κουλτούρες. Ειδικά τα κείμενα που είναι γραμμένα στο τοπικό ιδίωμα έχουν πολλαπλασιαστεί τα τελευταία χρόνια, από τον Σωτήρη Δημητρίου έως τον Δημοσθένη Παπαμάρκο (Γκιακ, 2013), και προβάλλουν κάθε ντοπιολαλιά ως γνήσιο φορέα της πατρίδας, της προφορικής Ιστορίας και της ζωντανής παράδοσης, νοτισμένη με τη λαϊκή θυμοσοφία, τις προκαταλήψεις και τις δεισιδαιμονίες κάθε τόπου, την αύρα των δημοτικών τραγουδιών και του κόσμου που κουβαλάνε μέχρι τη νεωτερική εποχή μας.
Η Δήμητρα Λουκά στη συλλογή διηγημάτων της Κόμπο τον κόμπο καταφεύγει στην ηπειρώτικη ομιλία και ειδικά στην προφορική της μορφή, η οποία, επεξεργασμένη στο χαρτί, συγκερνά τον λαϊκό λόγο και την ανάγκη για κατανοητή γραφή και στρωτή αφήγηση. Η έγνοια της συγγραφέως είναι να δώσει φωνή στους αδικημένους και τις αδικημένες της Ιστορίας, που υφίστανται εθνικά δεινά, εμφύλια τραύματα, οικογενειακή κι έμφυλη καταπίεση. Έτσι, μέσα από πολυάριθμες εξομολογήσεις απλών ανθρώπων, που είτε βασανίστηκαν στο παρελθόν οι ίδιοι ή έζησαν τις πληγές άλλων, η διηγηματογράφος αποδίδει τη σύνθλιψη του ανθρώπου από τις μυλόπετρες της κοινωνικής ζωής.
Από τη ζωή είναι τιμωρημένη πρώτιστα η γυναίκα της προνεωτερικής εποχής, μέσα στην οποία είναι απόλυτο έρμαιο στα χέρια του άντρα της και υφίσταται την καταπίεσή του, ενοχοποιείται αν δεν τεκνοποιεί και σηκώνει έναν σταυρό τον οποίο δεν μπορεί να αποφύγει σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία. Μαζί της συχνά υποφέρουν και τα παιδιά, τα οποία υφίστανται την οικογενειακή παθογένεια, όχι μόνο από τον πατέρα αλλά ενίοτε κι από την άσπλαχνη μάνα. Κι έξω από την οικογένεια, ο Εβραίος, ο Τσάμης, ο Δεξιός, ο φτωχός διώκονται σαν στιγματισμένη μειονότητα, τάξη ή κατηγορία, η οποία μπαίνει στο μάτι των άλλων.
Η Δήμητρα Λουκά στρέφεται στην Ήπειρο όχι μόνο για να αναβιώσει ξεχασμένες περιπτώσεις και τύπους ανθρώπων, να αναπλάσει τη βία και το χέρι του θανάτου, αλλά κυρίως, μέσω αυτών να δείξει τα απωθημένα μιας ολόκληρης εποχής, που «θεωρούσε φυσικό» ό,τι δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει. Κάθε πληγή, κάθε αδικία, κάθε υποταγή βιωνόταν ως ένα αναπόφευκτο δεινό, κυρίως επειδή το θύμα ήξερε ότι γι’ αυτό ήταν μοίρα, θέσφατο, κοινωνική αναγκαιότητα κι έτσι υπέμενε νομοτελειακά, με σκυμμένο κεφάλι, την κοινωνική ειμαρμένη. Ο λόγος της, απόλυτα φυσικός και αυθόρμητος, αγκαλιάζει το περιβάλλον που αναπλάθει και το δίνει ολοζώντανα στον αναγνώστη του 21ου αιώνα.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.
Τελευταίο του βιβλίο, η «Βιβλιογραφία για τον Νίκο Καζαντζάκη» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης).
→ Στην κεντρική εικόνα, φωτογραφία © Λουκάς Βασιλικός.
Απαρατήρητοι
Ιστορίες ανθρώπων που δεν τους έχεις προσέξει
Αγγελική Σπανού
Πόλις 2019
Σελ. 163, τιμή εκδότη €14,00
Το στρατόπεδο της σιωπής
Νίκος Σβέρκος
Κέδρος 2018
Σελ. 216, τιμή εκδότη €12,50
Κόμπο τον κόμπο
Δήμητρα Λουκά
Κίχλη 2019
Σελ. 120, τιμή εκδότη €11,00