
Τρία τουλάχιστον κείμενα των τελευταίων μηνών αναδεικνύουν όχι ένα κοινό θέμα, το οποίο προσεγγίζουν από άλλη σκοπιά, αλλά ένα κοινό αίσθημα, το οποίο διαπνέει τη γραφή των δημιουργών και φτάνει ώς τον αναγνώστη.
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Αναφέρομαι στα βιβλία της Βασιλικής Πέτσα Το δέντρο της υπακοής (Πόλις, 2018), του Άκη Παπαντώνη Ρηχό νερό, σκιές (Κίχλη, 2019) και της Μελανίας Δαμιανού Η λιτανεία του χρόνου (Κίχλη, 2019). Αν τα δει κανείς μεμονωμένα, δεν θα αντιληφθεί παρά τρία άσχετα μεταξύ τους θέματα, από τα οποία το καθένα σημαίνει έναν άλλο χρόνο, άλλο τόπο και άλλο σημαινόμενο. Η πρώτη συγγραφέας θέτει στο κέντρο της σκέψης της την Οκτωβριανή Επανάσταση: με βάση αυτή η μυθιστοριογράφος προβάλλει το κενό που αφήνουν οι μεγάλες αφηγήσεις, όπως είναι ο υπαρκτός Σοσιαλισμός κι ο Χριστιανισμός, κενό που βιώνουν βασανιστικά οι άνθρωποι εξαιτίας της καταβαράθρωσης των μεγάλων ιδεολογιών, αισθάνονται την απογοήτευση από την απώλειά τους και συνάμα ένα είδος παραίτησης από την προσπάθεια να ξαναστήσουν ένα –προσωπικό ή συλλογικό, πραγματικό ή πεποιημένο– μεσσιανικό όραμα.
Ο δεύτερος πεζογράφος επικεντρώνεται στο Τσέρνομπιλ του 1986, όπου οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας υφίστανται ένα οδυνηρό πριν, νυν και μετά, θυμούνται ηρωικές στιγμές του παρελθόντος και συνάμα ζουν το αντιηρωικό παρόν τους, απότοκο της καταστροφής αλλά και της προσωπικής και εθνικής παρακμής. Τέλος, η τρίτη λογοτέχνιδα στήνει μια αλληγορία χωρίς χρόνο και τόπο, σκιαγραφεί μια πόλη που πολιορκείται και αλώνεται, μια πόλη μέσα στην οποία ποικίλες φωνές πολιτών και στρατιωτών, ανδρών και γυναικών, πολιορκούμενων και πολιορκητών, αναμασούν ποιητικά την επιβεβλημένη μοίρα τους. Δεν είναι η ήττα αυτή καθαυτή, αλλά περισσότερο η αίσθηση της ματαίωσης και της έλλειψης προοπτικής.
Φαινομενικά, το μόνο κοινό σημείο των τριών συγγραφέων είναι η σπονδυλωτή μορφή που έδωσαν στα κείμενά τους. Παράλληλες, τεμνόμενες, διασταυρούμενες αφηγήσεις κι ιστορίες, που εναλλάσσονται, φωτίζουν το όλο και φωτίζονται από αυτό, αναδεικνύουν τη μερικότητά τους αλλά ταυτόχρονα καλειδοσκοπικά συναπαρτίζουν μια αποσπασματική ολότητα. Αυτή η ετερογενής αφηγηματικότητα που αναδεικνύει την πολυφωνία του καθημερινού, τόσο στην εξωτερική απόδοσή του όσο και στο εσωτερικό του τραύμα, μεταφέρει την Ιστορία από τη μεγάλη εικόνα στην πρόσληψή της εκ μέρους του απλού ανθρώπου και προβάλλει πώς αυτός την εισπράττει ως πληγή και ως ματαίωση.
Κι εδώ ανιχνεύεται η ουσιαστικότερη ομοιότητα των τριών κειμένων, η οποία αντικατοπτρίζει το βαθύτερο «είναι» του σημερινού Έλληνα. Ο αναγνώστης του Δέντρου της υπακοής, του Ρηχού νερού, σκιές και της Λιτανείας του χρόνου έρχεται αντιμέτωπος με τη φθορά και –αλλού λιγότερο κι αλλού περισσότερο– εμποτίζεται από την απώλεια, την εξωτερική ερημιά, την εσωτερική κενότητα κι εντέλει την παραίτηση… Οι ανώνυμοι ή επώνυμοι πρωταγωνιστές των μικρών στροβιλιζόμενων ιστοριών νιώθουν εγκαταλελειμμένοι από θεούς και ανθρώπους, άδειοι από κάθε ιδεολογία, φτάνουν στην οδύνη της διάψευσης κι αισθάνονται θύματα της Ιστορίας.
Λέξεις, όπως «εγκατάλειψη» κι «ανημπόρια», ή κενά κουβούκλια, όπως το αφημένο στα κύματα κρουαζιερόπλοιο «Λιουμπόβ Ορλόβα» (στη Β. Πέτσα) ή οι πυρηνικοί σταθμοί και τα σπίτια (στον Ά. Παπαντώνη) κι οι εκπορθημένες κι ερημωμένες πόλεις (στη Μ. Δαμιανού), αποδίδουν μια ηθική και πολιτισμική ένδεια. Καθένα από αυτά τα σκηνικά γίνονται σύμβολα μιας ολόκληρης κοινωνίας –συχνά και της ανθρωπότητας– που ηττάται και μένει διαλυμένη, όχι μόνο υλικά αλλά κυρίως κοινωνικά, ηθικά και πολιτισμικά. Μέσω, λοιπόν, αυτών των απτών καταστροφών εικονοποιείται ο συναισθηματικός εκμηδενισμός του ανθρώπου, όταν βρίσκεται έκθετος κι ευάλωτος μέσα στο χάος μιας μετα-ιστορικής εποχής.
Αναρωτιέμαι δύο πράγματα. Αφενός, είναι όλο αυτό απόρροια της ελληνικής κρίσης, που άφησε άδειες τις ψυχές, χωρίς πίστη στο έθνος, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στους θεσμούς και στο κράτος, χωρίς πίστη εντέλει στη νομοτέλεια της Ιστορίας και την πρόοδο της ανθρωπότητας; Είναι με άλλα λόγια η εσωτερική ερήμωση του απλού ανθρώπου, όπως τη συλλαμβάνουν οι λογοτέχνες, αποτέλεσμα της ευρύτερης ματαιότητας, που απορρέει από την αίσθηση της κοινωνικής και πολιτικής κρίσης, της πολιτισμικής ύφεσης, της φαινομενικής ανάπτυξης που ωστόσο ξεγυμνώνει όποια ιδεολογία (ή ιδεολόγημα) κρατούσε σπινθήρες μέσα στην ψυχή του καθενός;
![]() |
Βασιλική Πέτσα, Άκης Παπαντώνης, Μελανία Δαμιανού |
Κι αν είναι έτσι, μήπως οι τρεις συγγραφείς, εκούσια ή ακούσια, διατυπώνουν ένα απαισιόδοξο μήνυμα παραίτησης, το οποίο καθρεφτίζει μια βαθύτερη μηδενιστική ματιά; Είμαστε δηλαδή έρμαια της Ιστορίας και αδύναμοι να αλλάξουμε ρότα, βουλιάζουμε στην κινούμενη άμμο της φθοράς και περιμένουμε στωικά το όποιο τέλος; ή μήπως απλώς φτάσαμε στον πάτο και δεν έχουμε πλέον να χάσουμε τίποτα, δεν έχουμε άλλη διέξοδο παρά μόνο το πάνω, δεν υπάρχει μείον, υπό το μηδέν, και δυνητικά οφείλουμε να ξαναδούμε τη ζωή με άλλο βλέμμα;
Κάθε μετα-εποχή εμφορείται από τη διάψευση κι επομένως η αναλογία με το σήμερα, χωρίς να είναι ευθεία, αποδίδει και την ελληνική περίπτωση. Η κρίση και ο κλονισμός πολιτικών και ιδεολογικών σταθερών είναι το κατώφλι, που έστω και πρόσκαιρα διακρίνεται από την παραίτηση.
Στο δεύτερο ερώτημα δεν έχω εύκολη την απάντηση. Θα μείνω, λοιπόν, λίγο παραπάνω στο πρώτο και δεν θα αρνηθώ ότι η περιρρέουσα κρίση έχει σίγουρα δημιουργήσει ένα αίσθημα κενού. Ίσως δεν είναι μόνο ελληνικό το φαινόμενο, αφού κι οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι μοιάζουν απογοητευμένοι από το πολιτικό οικοδόμημα, το κοινωνικό κράτος, την ιδεολογική πυξίδα που έχει βάλει στη γέφυρα του πλοίου της η ανθρωπότητα. Η απάντηση, λοιπόν, θα μπορούσε να είναι «ναι», εφόσον συνδέσουμε τη δημιουργία τους με τις συνθήκες της ελληνικής ύφεσης μέσα στις οποίες τα κείμενα εκκολάφθηκαν. Φυσικά, κάθε περίοδος κρίσιμων κοινωνικών εξελίξεων, σε κάθε χώρα με εθνικό ή παγκόσμιο χαρακτήρα, προκαλεί ανάλογα αισθήματα: λ.χ. η Μαρία Στεφανοπούλου αναλύει τη φιλοσοφία του πόνου, της καταναγκασμένης υποταγής, της προσωπικής και συλλογικής τραγωδίας και εντέλει της παραίτησης, αναφερόμενη στους Σοβιετικούς ποιητές Όσιπ Μάντελσταμ, Μαρίνα Τσβετάγιεβα, Μπόρις Πάστερνακ και Άννα Αχμάτοβα (Ήμασταν τέσσερις, Το Ροδακιό, Αθήνα 2018).
Για να γυρίσω στις ελληνικές περιπτώσεις, οι δύο από τους συγγραφείς αναφέρονται σε μια μετασοβιετική αποδόμηση, ιδεολογική και συνειδησιακή. Αν αυτή η εστίαση εκφράζει το κενό της Αριστεράς χωρίς το Σοβιετικό Όνειρο, τότε είναι μια ένδειξη των καθιζήσεων των ιδεολογιών. Αν αυτό, όμως, είναι απλώς η ιστορική αφορμή, τότε κάθε μετα-εποχή εμφορείται από τη διάψευση κι επομένως η αναλογία με το σήμερα, χωρίς να είναι ευθεία, αποδίδει και την ελληνική περίπτωση. Η κρίση και ο κλονισμός πολιτικών και ιδεολογικών σταθερών είναι το κατώφλι, που έστω και πρόσκαιρα διακρίνεται από την παραίτηση.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.
Τελευταίο του βιβλίο, η «Βιβλιογραφία για τον Νίκο Καζαντζάκη» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης).