Για το μυθιστόρημα της Μαρίας Μαυρικάκη «Περαστικά» (εκδ. Αίολος).
Της Ελιάνας Χουρμουζιάδου
Η ελληνική δημόσια διοίκηση δεν φιγουράρει ανάμεσα στα θέματα που εμπνέουν τους μυθιστοριογράφους. Οι αναποτελεσματικές και δυσλειτουργικές κρατικές υπηρεσίες, που επηρεάζουν λίγο ως πολύ τη ζωή όλων μας και από τις οποίες λίγες εκσυγχρονίστηκαν εις βάθος τα πρόσφατα χρόνια, συνήθως υπό την «πίεση της Ευρώπης», μάλλον απωθούν ή εν πάση περιπτώσει δυσκολεύουν τους συγγραφείς, όπως συμβαίνει και στην εξωλογοτεχνική, απτή πραγματικότητα.
Το αποτέλεσμα είναι ότι ένα ζήτημα που καταλαμβάνει τόσο χώρο στην ιδιωτική και τη δημόσια ζωή μας –όλοι έχουμε να διηγηθούμε ιστορίες γραφειοκρατικής τρέλας– παραμένει αόρατο για την πεζογραφία, και αυτό μοιάζει κάπως παράδοξο, αφού το μυθιστόρημα ως είδος καταπιάνεται κατεξοχήν με την προβληματική διάσταση της πραγματικότητας. Προφανώς ένας λόγος για τον οποίο το θέμα δεν έχει αξιοποιηθεί επαρκώς είναι η έλλειψη πληροφοριών εκ των έσω, πληροφοριών απαραίτητων τόσο ως πρωτογενές υλικό όσο και ως δευτερεύουσα πραγματολογική λεπτομέρεια για τη σύνθεση της πλοκής. Κυρίως όμως μου φαίνεται ότι η στάση αυτή αντανακλά την απαξίωση με την οποία αντιμετωπίζεται συνολικά το Δημόσιο στη συνείδηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού – του μέρους που δεν εμπλέκεται άμεσα σε αυτό.
Ένα ζήτημα που καταλαμβάνει τόσο χώρο στην ιδιωτική και τη δημόσια ζωή μας –όλοι έχουμε να διηγηθούμε ιστορίες γραφειοκρατικής τρέλας– παραμένει αόρατο για την πεζογραφία, και αυτό μοιάζει κάπως παράδοξο.
Σε όποια όχθη κι αν στέκεται κανείς, της διοίκησης ή του πολίτη, διάχυτη είναι (αν και για διαφορετικούς λόγους) η βαθιά ριζωμένη αντίληψη ότι τα πράγματα δεν πρόκειται (ή δεν πρέπει) να αλλάξουν. Αισθάνεται επίσης ότι το θέμα έχει εξαντληθεί στον δημόσιο και τον ιδιωτικό διάλογο, οπότε δεν υπάρχει τίποτε άλλο να ειπωθεί – λάθος φυσικά, αφού η λογοτεχνία χειρίζεται διαφορετικά, και κυρίως ανιδιοτελώς, τα θέματά της.
Το πρώτο βιβλίο της Μαρίας Μαυρικάκη είναι ακριβώς ένα μυθιστόρημα εστιασμένο σε αυτά τα ζητήματα. Μια επιτροπή συγκροτείται και συνεδριάζει υπό το βλέμμα του Ευρωπαίου τοποτηρητή. Στόχος να μελετήσει και να προτείνει στον υπουργό τρόπους κοστολόγησης των υπηρεσιών υγείας, με βάση σχετική ευρωπαϊκή οδηγία. Οι προϋπάρχουσες σχέσεις και αντιπαλότητες μεταξύ των μελών οργιάζουν. Η απόπειρα για διαβούλευση της επιτροπής με τους εκπροσώπους των εμπλεκόμενων φορέων καταλήγει σε φιάσκο. Η επιτροπή διαλύεται άδοξα. Στη συνέχεια το υπουργείο στέλνει δύο από τα μέλη της επιτροπής σε ένα νησί του Αιγαίου προκειμένου να μελετήσουν επιτοπίως το ζήτημα και να εκδώσουν πόρισμα με βάση τα ευρήματά τους. Και αυτή η απόπειρα δεν θα τελεσφορήσει, καθώς η αρμόδια εμπειρογνώμων θα συγκρουστεί και πάλι με εργαζομένους και τοπικούς παράγοντες. Στο περιθώριο όλων αυτών των διεργασιών, το μυθιστόρημα παρακολουθεί τα μέλη της επιτροπής σε κάποιες στιγμές του ιδιωτικού τους βίου, κυρίως του αισθηματικού, σε μια προσπάθεια να τους φωτίσει από άλλη οπτική γωνία. Ο έρωτας όμως που διατρέχει τις σελίδες του βιβλίου είναι το είδος που κυνηγούν όσοι αδυνατούν να κάνουν σχέσεις ζωής ή έχουν ξοφλήσει με αυτές, ο έρωτας των αβέβαιων, μάταιων, ευκαιριακών ή συμφεροντολογικών σχέσεων.
Είναι ένα γλωσσικό ιδίωμα που ορισμένες στιγμές κακοποιεί βάναυσα τα ελληνικά, ωστόσο αποτυπώνει με μεγάλη ακρίβεια μια τρέχουσα γλωσσική πραγματικότητα. Τον ίδιο λόγο χρησιμοποιούν συχνά τα πρόσωπα στις ιδιωτικές τους συνομιλίες, σε απόλυτη αντίθεση προς τον αποστειρωμένο ή ξύλινο λόγο των συνεδριάσεων της επιτροπής.
Η αφήγηση εναλλάσσεται μεταξύ πρώτου και τρίτου προσώπου. Η τριτοπρόσωπη αφήγηση είναι γλωσσικά πιο στρωτή. Αντίθετα στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση, φορέας της οποίας είναι το στέλεχος του υπουργείου που έχει αναλάβει τη γραμματεία της επιτροπής, γίνεται χρήση ενός ιδιολέκτου που συντίθεται από διάφορες πηγές και παραπέμπει στην πιο ευτελή, τηλεοπτική κατά βάσιν, κουλτούρα. Είναι ένα γλωσσικό ιδίωμα που ορισμένες στιγμές κακοποιεί βάναυσα τα ελληνικά, ωστόσο αποτυπώνει με μεγάλη ακρίβεια μια τρέχουσα γλωσσική πραγματικότητα. Τον ίδιο λόγο χρησιμοποιούν συχνά τα πρόσωπα στις ιδιωτικές τους συνομιλίες, σε απόλυτη αντίθεση προς τον αποστειρωμένο ή ξύλινο λόγο των συνεδριάσεων της επιτροπής. Ωστόσο και στις δύο περιπτώσεις τα πρόσωπα μοιάζουν να φλυαρούν, στις μεν συνεδριάσεις χωρίς να καταλήγουν σε συμπέρασμα, στις δε προσωπικές επαφές χωρίς να πλησιάζουν μια λύση στα αδιέξοδά τους. Χαμένα στη φλυαρία και το περισπούδαστο ύφος, έχουν αιφνίδιες εκρήξεις ειλικρίνειας μόνο όταν τα πράγματα γίνονται σκούρα: όταν το στέλεχος του υπουργείου κατηγορείται για διπλοθεσία, όταν ο εφημερεύων γιατρός προσπαθεί να απωθήσει από το εξεταστήριο την έξαλλη εμπειρογνώμονα που θέλει να μάθει γιατί δεν χρεώνονται οι αλλοδαποί ασθενείς του νοσοκομείου.
Συνολικά οι άνθρωποι αυτοί είναι αφόρητα μικροί, ρηχοί, τετριμμένοι σε σχέση με το μέγεθος των ζητημάτων που διαχειρίζονται. Δεν μπορούν ούτε συλλογικά να λειτουργήσουν ούτε τις αγκυλώσεις τους να αποβάλουν, κι έτσι κατά κάποιο τρόπο η αποτυχία τους δεν εκπλήσσει. Πολλά από τα χαρακτηριστικά τους είναι εύκολα αναγνωρίσιμα στον νεοελληνικό βίο, ωστόσο πραγματικός πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι η αδάμαστη ελληνική γραφειοκρατία και το ανθρώπινο υλικό που τη στελεχώνει, σαν μια αδιαφοροποίητη μάζα ανεπαρκών και φλύαρων κηφήνων, που όλοι μεριμνούν κατά προτεραιότητα για την προσωπική τους επιβίωση. Μεταξύ τους ξεχωρίζει ως δειλή εξαίρεση μόνον η Φωτεινή (διόλου τυχαίο το όνομα): καταρτισμένη, εργατική, αλλά υπερβολικά προσκολλημένη στο καθήκον και τους κανόνες του, μέσα σε ένα σύστημα που δεν την υποστηρίζει, χάνει συχνά την αίσθηση της πραγματικότητας, γεγονός που δεν της επιτρέπει να είναι, αυτή τουλάχιστον, αποτελεσματική.
Η γεύση του τέλους σαφέστατα πικρή, αντίθετα από τη θολή τύχη του πορίσματος της επιτροπής, ο πρόεδρος της οποίας περιχαρής ανακεφαλαιώνει στο τέλος: «Μεγάλη δοκιμασία, έτσι; Ήρθαμε αντιμέτωποι με την αδράνεια του παρελθόντος και βγήκαμε παλικάρια [...]».
Πολλά τα ερωτήματα που γεννά ένα τέτοιο βιβλίο ως προς τη στόχευσή του. Θέλει να καταγγείλει; Να δείξει τη μικρότητα και την ανεπάρκεια των κρατικών αξιωματούχων, από την οποία τρέφεται η ανεπάρκεια των δομών του κράτους; Θέλει να θέσει ένα θέμα με τόσο τεράστιες διαστάσεις και προεκτάσεις, το οποίο μόνο μέσω του χιούμορ μπορεί να προσεγγιστεί χωρίς να μετατραπεί σε ταφόπλακα; «Η ένωση μιας επιπόλαιης φόρμας και ενός σοβαρού θέματος αποκαλύπτει τα δράματά μας», γράφει ο Κούντερα στην Τέχνη του μυθιστορήματος. Όντως εδώ ο τρόπος επεξεργασίας έχει οδηγήσει σε ελάφρυνση του υλικού, σε αποφόρτισή του από το πλεονάζον φορτίο οργής και απόγνωσης για μια κατάσταση που υπονομεύει το ελληνικό κράτος από τη σύστασή του. Η γεύση του τέλους σαφέστατα πικρή, αντίθετα από τη θολή τύχη του πορίσματος της επιτροπής, ο πρόεδρος της οποίας περιχαρής ανακεφαλαιώνει στο τέλος: «Μεγάλη δοκιμασία, έτσι; Ήρθαμε αντιμέτωποι με την αδράνεια του παρελθόντος και βγήκαμε παλικάρια. Μόνο που με τη στάση μας δημιουργήσαμε συνθήκες έκρηξης!» κάτι που μόνο ως ειρωνικός υπαινιγμός της συγγραφέως για τη λειτουργία του ελληνικού Δημοσίου μπορεί να εκληφθεί. Πρόκειται όμως για ειρωνεία που ορισμένες στιγμές υπονομεύει τον εαυτό της ακριβώς λόγω της μετατόπισης του κέντρου βάρους προς το ευτράπελο. Ανασύροντας πάντως από την αφάνεια αυτό το εν πολλοίς ανέγγιχτο από τους μυθιστοριογράφους υλικό, το Περαστικά πετυχαίνει τελικά να σαρκάσει με την αντίσταση του συστήματος σε κάθε απόπειρα αλλαγής του.
* Η ΕΛΙΑΝΑ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΟΥ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο της βιβλίο, η νουβέλα «Μακάρι να ήσουν εδώ» (εκδ. Κέδρος).
Περαστικά
Μαρία Μαυρικάκη
Αίολος 2019
Σελ. 310, τιμή εκδότη €14,00
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΑΥΡΙΚΑΚΗ