Για τις συλλογές διηγημάτων του Αχιλλέα Κυριακίδη «Το μουσείο των τύψεων και άλλα διηγήματα» (εκδ. Πατάκη) και του Βασίλη Χουλιαρά «Ο φάρος του Σόρενσον και άλλες ιστορίες» (εκδ. Θράκα).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες –ίσως μαζί με τον Φραντς Κάφκα– είναι δύο μορφές του 20ού αιώνα που έχουν γονιμοποιήσει αρκετά τη σκέψη και τη γραφή των ελλήνων συγγραφέων. Ο αργεντίνος συγγραφέας γράφει χαρακτηριστικά ότι διακρίνει δύο αιτιότητες: «τη φυσική, που είναι το αδιάκοπο αποτέλεσμα ανεξέλεγκτων και άπειρων διεργασιών· και τη μαγική, διαυγή και περιορισμένη, όπου προφητεύουν οι λεπτομέρειες». Ο συνδυασμός, λοιπόν, του ρεαλιστικού και του φανταστικού, χωρίς το ένα να δυναστεύει το άλλο, σε ένα είδος νέων ζηνώνειων παραδόξων, είναι ένα από τα βασικά γνωρίσματα μια γραφής που πλέον αναγνωρίζεται ως μπορχεσιανή.
Αν στη ζωή π.χ. όλα μπορεί να είναι φανταστικά, τότε στην τέχνη όλα μπορεί να είναι πραγματικά. Αυτή η μπορχεσιανής λογικής φράση δείχνει πόσο η λογοτεχνία μπορεί να μπαινοβγαίνει στη ζωή, να την ανακατεύει και καταφέρνει να την κάνει να φανεί ψεύτικη.
Σ’ αυτό το βιλαέτι του Μπόρχες, μέσα στη μεγάλη αυτοκρατορία του μεταμοντερνισμού, σίγουρα έχει ένα ελληνόφωνο σαντζάκι ο Αχιλλέας Κυριακίδης.
Σ’ αυτήν την πλευρά της αυτοκρατορίας δεν ισχύουν οι ρεαλιστικοί νόμοι του υπόλοιπου κόσμου, αν και φαινομενικά όλα είναι αληθινά. Σ’ αυτό το ιδρυτικό Σύνταγμα, ορισμένες αρχές συνθέτουν αντίθετα στοιχεία και οριοθετούν χωρίς όρια την ανθρώπινη σκέψη. Αν στη ζωή π.χ. όλα μπορεί να είναι φανταστικά, τότε στην τέχνη όλα μπορεί να είναι πραγματικά. Αυτή η μπορχεσιανής λογικής φράση δείχνει πόσο η λογοτεχνία μπορεί να μπαινοβγαίνει στη ζωή, να την ανακατεύει και καταφέρνει να την κάνει να φανεί ψεύτικη.
Σ’ αυτήν την πλευρά της αυτοκρατορίας το απλό φτάνει στην υπέρβαση, το ψεύτικο μοιάζει αληθινό, το κείμενο γίνεται διακείμενο, το παιχνίδι έρχεται να υπονομεύσει τη λογοτεχνία και συνάμα να την απογειώσει, το συναίσθημα φλερτάρει χωρίς ενοχές με τη λογική, η Ιστορία συστήνεται σε παλίμψηστα επίπεδα, οι νόμοι δεν έχουν μία μόνο εξήγηση, ο πλουραλισμός κι οι πολλαπλές ερμηνείες διαφεντεύουν και πίσω από κάθε επιφάνεια κρύβεται μια ολόκληρη επικράτεια υποσημειώσεων, υποδηλώσεων και κρυμμένων νοημάτων.
Τα διηγήματα του Μουσείου των τύψεων αποτελούν εφαρμοστικούς νόμους αυτών των αρχών. Σ’ αυτούς ο Αχιλλέας Κυριακίδης κινείται μεταξύ Χόρχε Λουίς Μπόρχες και Oulipo (λ.χ. στην «Ιδιωτική Πινακοθήκη» του Ζορζ Περέκ), αφού χρησιμοποιεί την τέχνη ως παιχνιδομηχανή, ως καμβά μυστικισμού, ως πεδίο ανακάλυψης συνωμοσιών και αιρέσεων. Πίσω από τα φαινόμενα κρύβεται ένα ολόκληρο σύστημα παράλληλων ερμηνειών, μέσα στους πίνακες υπολανθάνει το χαμένο νόημα, μέσα στη βιογραφία παρεμβαίνει η φαντασία.
Κάθε διήγημα καταπιάνεται με μια πλευρά αυτής της «παραμόρφωσης» του κόσμου. Λ.χ. ο πρωταγωνιστής στο «The Ender» (το πρώτο κείμενο της συλλογής) στις ιστορίες που εκδίδει συμπληρώνει το τέλος, το οποίο ο συγγραφέας σκόπιμα είχε αφήσει ημιτελές. Έτσι, εκεί που η λογοτεχνία ενεργοποιούσε τον αναγνώστη και με το ανοικτό τέλος της τον ωθούσε σε μια ενεργητική χρήση της φαντασίας, ο Ender ολοκλήρωνε με τη δική του αίσθηση το κείμενο απομαγεύοντάς το. Το διήγημα του Αχιλλέα Κυριακίδη τελειώνει κι αυτό αφήνοντας ρητορικά ανοικτό το τέλος του που ισοδυναμεί με το τέλος του ήρωά του.
Ο Αχιλλέας Κυριακίδης θέτει ένα ακόμα ερώτημα γράφοντας μπορχεσιανά. Μπορεί η μίμηση να είναι πρωτοτυπία ή δεν υπάρχει μίμηση σε έναν μεταμοντέρνο κόσμο που εναλλάσσει το είδωλο με το πραγματικό και το αντίγραφο με το πρωτότυπο.
Οι αντιφάσεις έτσι εμφανίζονται ως λογικές συνθέσεις, οι ανατροπές του λογικού ως μία άλλη όψη του λογικού, το ένα είναι η άλλη όψη του άλλου: αποκαλύπτεται λ.χ. ότι οι πίνακες –κάτω από το τελικό αποτέλεσμα– είχαν επιδείξει μια «αιρετική» πλευρά της αλήθειας, ή το τέχνασμα του σωσία εναλλάσσει ανθρώπους, θύτες και θύματα, σκηνές του πραγματικού και του ψευδεπίγραφου.
Δεν θέλω να παραλείψω τον εγκυκλοπαιδισμό που διαμορφώνει συνθήκες αληθοφάνειας, με τις ακριβείς του λεπτομέρειες, τα αντικειμενικά δεδομένα και τις επιστημονικοφανείς βιβλιογραφικές παραπομπές. Αυτό φαίνεται στις (ψευδο)βιογραφίες που συνθέτει ο Αχιλλέας Κυριακίδης, τόσο θέτοντας τον δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων του Κρίστιαν Γκρέινβιλ όσο και ιχνηλατώντας τους πειραματισμούς του σκηνοθέτη Φρεντ Μπάτον. Εκεί τα πραγματικά πρόσωπα γίνονται διηγηματικοί χαρακτήρες, μορφές του Μπόρχες, παιδιά ή μιμητές του, στο έργο των οποίων αναζητείται η λαβυρινθώδης, παρεκκλίνουσα και κοπερνίκειας επαναστατικότητας σκέψη του.
Τελικά, ο Αχιλλέας Κυριακίδης θέτει ένα ακόμα ερώτημα γράφοντας μπορχεσιανά. Μπορεί η μίμηση να είναι πρωτοτυπία ή δεν υπάρχει μίμηση σε έναν μεταμοντέρνο κόσμο που εναλλάσσει το είδωλο με το πραγματικό και το αντίγραφο με το πρωτότυπο. Κάθε μίμηση (σε εισαγωγικά) είναι μια νέα δημιουργία, είναι μια επαναγραφή της ζωής και της τέχνης με νέους όρους ή σε νέα συμφραζόμενα. Όλο αυτό ενίοτε φαίνεται εγκεφαλικό, άλλοτε αυτοαναφορικό, που δεν βγαίνει στον κόσμο αλλά μένει μέσα στις λέξεις, αλλά αυτή ακριβώς η σύγχρονη σύλληψη –των τελευταίων μεταπολεμικών δεκαετιών δηλαδή– υποδεικνύει ότι όλα είναι κείμενο.
Αχιλλέας Κυριακίδης - Βασίλης Χουλιαράς |
Το διακειμενικό σύμπαν του σαρανταπεντάχρονου συγγραφέα είναι χωνεμένο στο λογοτεχνικό σώμα του, και γι’ αυτό τα διηγήματά του παίζουν με το πραγματικό και το φανταστικό, ερωτοτροπούν με την αλληγορία κι αναγνωρίζουν στις λέξεις δημιουργικές ικανότητες που δεν υπάρχουν εκτός των σελίδων.
Τουλάχιστον στα αρχικά διηγήματα του τόμου του και ο Βασίλης Χουλιαράς εμπνέεται και παραλλάσσει τρόπους και μοτίβα του αργεντίνου συγγραφέα. Στην πρώτη βέβαια συλλογή του (με τίτλο Μικρές ιστορίες για πριν τον ύπνο, Γαβριηλίδης 2012) ξεκίνησε από τον Κάφκα και στη δεύτερη (Ιστορίες από το αρχιπέλαγος Φουάν, Μελάνι 2015) προχώρησε στον Καζαντζάκη και τον Καββαδία, ενώ τώρα ακουμπά στον Μπόρχες, το παραμύθι και την αλληγορία. Το διακειμενικό σύμπαν του σαρανταπεντάχρονου συγγραφέα είναι χωνεμένο στο λογοτεχνικό σώμα του, και γι’ αυτό τα διηγήματά του παίζουν με το πραγματικό και το φανταστικό, ερωτοτροπούν με την αλληγορία κι αναγνωρίζουν στις λέξεις δημιουργικές ικανότητες που δεν υπάρχουν εκτός των σελίδων.
Αυτό φαίνεται ήδη από το πρώτο του κείμενο («Δέκα χιλιάδες χρόνια»), όπου πολλοί αιώνες χρειάστηκαν για να χτιστεί ο ναός του Θεού στο όρος Τενάου, αλλά μόλις μια στιγμή για να γκρεμιστεί συθέμελα. Κι αυτό με τη μαγική δύναμη των λέξεων, αφού ο συγγραφέας με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια και συχνά αντί για ποιήματα γράφει προφητείες που απρόσμενα μέλλουν να πραγματοποιηθούν. Η γλώσσα είναι, λοιπόν, ένα πολύχρωμο πρίσμα που διαθλά το φως, την πραγματικότητα, τη ζωή και τις διαχέει τόσο οικείες όσο και αλλόκοτες, τόσο κοντινές όσο και μακρινές. Ακόμα περισσότερο, αυτό το εργαλείο είναι αυτόφωτο που διαμορφώνει πραγματικότητες με τη δική του λάμψη, φτιάχνει ολογράμματα και μορφές εκ του μηδενός και μπορεί να τις γκρεμίσει αυτόβουλα.
Τα μικρά και μεσαία διηγήματα του Βασίλη Χουλιαρά επιδιώκουν να φιλοσοφήσουν μέσω του παραμυθιού, να ξαναγράψουν γνωστά μοτίβα με συνταγή Μπόρχες και να προβληματίσουν για τη φύση της ζωής, τα αδιέξοδά της και τις διπλές της παγίδες.
Σ’ αυτό το βασίλειο της παντοδυναμίας της γραφής, εμφανίζονται ήρωες της μυθοπλασίας και κυρίως του παραμυθιού, βασιλιάδες, δράκοι και πολεμιστές, διώκτες και διωκόμενοι, σφαχτά και ιεροσφαγείς, εραστές και ερωμένες, σουλτάνοι και δολοφόνοι, φυλακισμένοι και φιλόσοφοι, πενθούντες και νεκρές, κοιμώμενοι και φαροφύλακες. Πολλοί από αυτούς αναλαμβάνουν μια φιλόδοξη αποστολή κι αυτή η αποστολή δίνει νόημα στη ζωή τους, καθώς αγωνίζονται να την επιτελέσουν. Από εκεί και πέρα, το παραμύθι με ανώνυμους ήρωες και μεγάλα σχέδια αποκτά αλληγορικές διαστάσεις και μπορχεσιανές προεκτάσεις. Εναλλασσόμενοι ρόλοι, άδηλες καταλήξεις, συμβολισμοί και ανοικτά τέλη, δίσημες ερμηνείες και αμφίθυμες εξελίξεις κ.ά. οδηγούν την αφήγηση σε μικρές εκπλήξεις και ανατροπές, όχι όλες ωστόσο πετυχημένες.
Τα μικρά και μεσαία διηγήματα του Βασίλη Χουλιαρά επιδιώκουν να φιλοσοφήσουν μέσω του παραμυθιού, να ξαναγράψουν γνωστά μοτίβα με συνταγή Μπόρχες και να προβληματίσουν για τη φύση της ζωής, τα αδιέξοδά της και τις διπλές της παγίδες. Επειδή δεν είναι όλα τα κείμενα της συλλογής στην ίδια στάθμη, άλλοτε βυθιζόμαστε στο στοχαστικό και αφηγηματικό τους σχέδιο κι άλλοτε κινούμαστε σε έναν κυλιόμενο διάδρομο, που δεν συναρπάζει.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.
Τελευταίο του βιβλίο, η «Βιβλιογραφία για τον Νίκο Καζαντζάκη» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης).
Το μουσείο των τύψεων
Και άλλα διηγήματα
Αχιλλέας Κυριακίδης
Πατάκης 2018
Σελ. 160, τιμή εκδότη €8,70
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ
O φάρος του Σόρενσον
Και άλλες ιστορίες
Βασίλης Χουλιαράς
Θράκα 2018
Σελ. 108, τιμή εκδότη €9,00