Για τη συλλογή διηγημάτων του Σιδέρη Ντιούδη «Σχεδόν καθημερινές ιστορίες» (εκδ. Αιώρα).
Του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη
Της κατηγορίας των μικρών πεζών κι αυτά, που για κάποιους λόγους ανθούν τελευταία – ίσως απ’ την ανάγκη να εκφραστεί το αποσπασματικό της ανθρώπινης εμπειρίας ή απ’ την οικονομία του νοήματος που επιβάλλουν οι γρήγοροι ρυθμοί ζωής ή, τέλος, απ’ τους αέναους πειραματισμούς πάνω σε νέους πεζογραφικούς τρόπους. Είναι δε η ποίηση που στην προκειμένη προεκτείνει με την αφαιρετικότητα το νόημα και με τον ρυθμό την πρόζα. Που σημαίνει ότι στην σταθερή διαπάλη μεταξύ μορφής και περιεχομένου που διεξάγεται στην ιστορία του πεζογραφικού λόγου, το πού δηλαδή πρέπει να δοθεί η συγγραφική προτεραιότητα, τούτα τα μικρά παίρνουν ξεκάθαρη θέση: ούτε μια λέξη δεν πρέπει να περισσεύει, ούτε ένα κόμμα δεν πρέπει να κλοτσάει, ούτε μια συλλαβή δεν πρέπει να φαλτσάρει.
Το μη ρεαλιστικό, το εξωλογικό, το ανατρεπτικό του τέλους είναι πάντα μια διέξοδος σε μια πιεστική κατάσταση. Το αφηγηματικό σύμπαν του Ντιούδη κατοικείται από αγχωμένους, ανασφαλείς, νευρωτικούς και μονήρεις τύπους, ίδιους ακριβώς με αυτούς που μας πλαισιώνουν ή και μας υποστασιοποιούν. Είναι περιχαρακωμένο, μπετοναρισμένο, φοβικό. Η μόνη διαφυγή είναι το όνειρο, η φαντασία και η ποίηση.
Αυτή ακριβώς η οικονομία του λόγου, μαζί με την ευρυθμία και την ποιητικότητά του, χαρακτηρίζει τα μικρά πεζά του Σιδέρη Ντιούδη. Λόγος λαξεμένος στη λεπτομέρειά του, χωρίς να αποποιείται τη φυσική του απλότητα, πεζός στην εκφορά αλλά ποιητικός στην έμπνευσή του, μικροπερίοδος στη σύνταξη αλλά απλόχωρος στο νόημά του, συμβατικός στην πλοκή αλλά ανατρεπτικός στη λύση του.
Θέλω να επιμείνω λίγο παραπάνω στην τελευταία παρατήρηση για το ανατρεπτικό της λύσης. Από άποψη θεματικής επιλογής και αφηγηματικής εκκίνησης, όλα αποπνέουν μια αίσθηση κανονικότητας. Εκ πρώτης όψεως τίποτα το αξιοπερίεργο δεν φαίνεται να υπάρχει. Η αφηγηματική ματιά εστιάζει στο ήσσον, το εξιστορεί με απόλυτη φυσικότητα αλλά στη λύση πάντα κάτι γίνεται, μια ρωγμή ανοίγει κι η πραγματικότητα αναποδογυρίζεται. Στο τέλος κάθε αφήγησης ο έσω κόσμος επιβάλλεται με τις φοβίες, τις εμμονές, τη φαντασία του στον έξω, δημιουργώντας μια άλλη πραγματικότητα. Πρόκειται για μια διαδικασία που, διαμεσολαβημένη από τη γραφή του συγγραφέα, αφενός εξιστορεί τη μεταμόρφωση και αφετέρου επαληθεύει δια της μεταμόρφωσης τη μαγική ιδιότητα της γραφής – κάτι σαν την επιτελεστική λειτουργία του λόγου, που κατασκευάζει την πραγματικότητα που ονομάζει.
Είναι δε αυτή ακριβώς η ιδιότητα που λειτουργεί σαν καταφυγή. Το μη ρεαλιστικό, το εξωλογικό, το ανατρεπτικό του τέλους είναι πάντα μια διέξοδος σε μια πιεστική κατάσταση. Το αφηγηματικό σύμπαν του Ντιούδη κατοικείται από αγχωμένους, ανασφαλείς, νευρωτικούς και μονήρεις τύπους, ίδιους ακριβώς με αυτούς που μας πλαισιώνουν ή και μας υποστασιοποιούν. Είναι περιχαρακωμένο, μπετοναρισμένο, φοβικό. Η μόνη διαφυγή είναι το όνειρο, η φαντασία και η ποίηση. Αυτήν ακριβώς τη λειτουργία επιτελεί η γραφή του Ντιούδη, ανοίγοντας στο τέλος της αφήγησης μια πόρτα ασφαλείας για όλους εγκλωβισμένους στην αφηγηματική πραγματικότητά του – με μία και μόνη επιφύλαξη που πρέπει σε αυτό το σημείο να επισημανθεί, ότι δια της συχνής επανάληψης το αναμενόμενο πλέον ξάφνιασμα αρχίζει να ξεθωριάζει.
Η γραφή του Σιδέρη στέκεται με διάθεση κατανόησης απέναντι στο καθημερινό δράμα, αλλά δίχως κραυγές, μελοδραματισμούς και συναισθηματισμούς. Δεν τα αγαπά τα επίθετα, αποστρέφεται τις συγκινησιακά φορτισμένες λέξεις, αποφεύγει τις συναισθηματικές εκρήξεις. Πού και πού αντηχεί ο σιγανός ήχος μιας τσαγέρας που βράζει, αλλά ο τόνος είναι πάντα σταθερός με μια μικρή μόνο, σχεδόν ανεπαίσθητη, άνοδο στη λύση.
Αλλά και η αφηγηματική επεξεργασία των θεμάτων δεν τρέχει, δεν εντυπωσιοθηρεί, δεν εκβιάζει το αναγνωστικό ενδιαφέρον. Η έτσι κι αλλιώς περιορισμένη δυνατότητα αφηγηματικών δολοπλοκιών στις μικρής έκτασης ιστορίες φαίνεται εδώ να είναι συνειδητά επιλεγμένη από τον συγγραφέα. Υπάρχει μια στοχαστική νηφαλιότητα στη μεθόδευση της αφήγησης, που αφήνει πάντα χώρο στον αναγνώστη να αναπνεύσει, να κρίνει και να σκεφτεί αχειραγώγητος.
Κλείνω. Μικρό στην έκταση και το βιβλίο και οι ιστορίες του. Αλλά όσα θίγονται φέρνουν στο προσκήνιο τα μεγάλα που απασχολούν και τη γραφή και τη ζωή, αλλά με τον αποδραματοποιημένο εκείνον τρόπο που μας επιτρέπει να τα δούμε στην πιο απλή εκδοχή τους: σαν μικρές καθημερινές ιστορίες – με ένα σχεδόν απόσταση πάντα, δεδομένης της αφηγηματικής μυθοπλασίας και της ανατρεπτικής λύσης. Ιδού η πιο σημαντική αρετή αυτού του βιβλίου.