Ανοιχτή επιστολή προς τον Αλέξη Πανσέληνο με αφορμή το βιβλίο του «Σεμινάρια δημιουργικής γραφής» (εκδ. Κίχλη).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Αγαπητέ Αλέξη,
πολύ χάρηκα το μικρό σου βιβλιαράκι, διαβάζοντάς το σφηνάκι σφηνάκι κι απολαμβάνοντας τους μικρούς ερεθιστικούς προβληματισμούς σου. Στην ουσία περιδιάβηκα τα μικρά αποστάγματα μιας μεγάλης συγγραφικής πορείας, πολλά από τα οποία ναι μεν τα έχει ήδη συζητήσει η θεωρία της λογοτεχνίας, αλλά συχνότερα η πείρα του λογοτέχνη τα έχει ήδη συναντήσει κι απαντήσει μέσα στο καμίνι της πράξης.
Έχεις δίκιο σε πολλά, κι αυτά πρέπει να γίνουν κατανοητά από τους νέους επίδοξους, άπειρους ή πρωτόπειρους ακόμα, συγγραφείς. Έχεις δίκιο για τα όρια της μίμησης, που αν τηρηθούν πιστά, γίνονται τροχοπέδη, ενώ, αν παραβιαστούν γόνιμα, γίνονται εφαλτήριο νέων κατακτήσεων
Κάθε «σεμινάριο» είναι το κοσκίνισμα πολλών περί λογοτεχνίας σκέψεων και πολλών διαβασμάτων, αλλά ταυτόχρονα είναι και η ανακεφαλαίωση της προσωπικής σου ενασχόλησης με τα βάσανα της γραφής. Η συγγραφική σου σκέψη συνάντησε σε πολλά τη δική μου κριτική ματιά και ταυτίστηκαν απόλυτα. Αλλού, μού προξένησες προβληματισμούς, που με ώθησαν να σκεφτώ το λογοτεχνικό φαινόμενο, κι αλλού, μού έγειρες αντιρρήσεις, που πάντα είναι χρήσιμο να ακούγονται. Άλλωστε, εξηγώντας ότι οι καλοί τεχνίτες δεν είναι πάντα καλοί δάσκαλοι (αρ. 38), μου άφησες ανοιχτό το περιθώριο να δω όσα λες με τον αυτοϋπονομευτικό τρόπο σου, να δω δηλαδή ότι ο καλός συγγραφέας δεν μπορεί πάντα να εξηγήσει σαφώς την τέχνη του.
Σφηνάκια που μας στυλώνουν
Έχεις δίκιο σε πολλά, κι αυτά πρέπει να γίνουν κατανοητά από τους νέους επίδοξους, άπειρους ή πρωτόπειρους ακόμα, συγγραφείς. Έχεις δίκιο για τα όρια της μίμησης, που αν τηρηθούν πιστά, γίνονται τροχοπέδη, ενώ, αν παραβιαστούν γόνιμα, γίνονται εφαλτήριο νέων κατακτήσεων (αρ. 2). Ούτως ή άλλως, συχνά οι συγγραφείς προς μίμηση είναι απλώς μιμητές άλλων (αρ. 30), σε ένα αέναο παιχνίδι διακειμένων, παρωδίας και πατροκτονίας (κατά τον Harold Bloom). Κι εκεί που ο νέος δημιουργός κερδίζει μαζί σου πόντους στην επαναστατικότητά του, τον προσγειώνεις, και καλά κάνεις, εξηγώντας του ότι η μορφή δεν είναι πάντα πρόβλημα, που πρέπει άρδην να υπερκεραστεί (αρ. 3). Συχνά είναι όργανο, εργαλείο, μέσο, κανάλι, μαγικός ζωμός, που πρέπει να κατακτηθεί κι έπειτα, αν κριθεί σκόπιμο, να διαρραγεί. Και το ύφος, ανάλογα, πρέπει να συμβαδίζει με το βλέμμα, πρέπει να υπηρετεί τα ματιά και τη θέαση του κόσμου (αρ. 4), κι όχι να καινοτομεί βερμπαλιστικά και ναρκισσιστικά. Το ύφος πρέπει να υπαγορεύεται από το περιεχόμενο, από τον αφηγητή, από το θέμα, κι όχι να μπαίνει αυτό εμπροσθοφυλακή σε ένα ανερμάτιστο μπουλούκι (αρ. 23). Ωστόσο, η πρωτοτυπία στη σκέψη, η μορφική ανανέωση, η ανακαινούργιωση των κλασικών θεμάτων είναι ίσως πιο σημαντικά από τα ίδια τα πολυφορεμένα θέματα (αρ. 24).
Ως προς τη σχέση τώρα συγγραφέα και αναγνώστη, μου άρεσε η σκέψη σου ότι το «εγώ» του πρώτου δεν μας ενδιαφέρει, αν δεν διασταυρωθεί με το «εγώ» του δεύτερου (αρ. 8). Με άλλα λόγια, ο δημιουργός πρέπει να καταλάβει ότι τα βιώματά του κι η εξομολόγηση των προσωπικών του εμπειριών δεν αφορά κανέναν, αν δεν περιλαμβάνουν και τις έγνοιες του αναγνώστη. Είναι αυτή η δημιουργική συνάντηση όσων ο ένας θέλει να πει με όσα ο άλλος νιώθει και θέλει να διερευνήσει μέσω των λέξεων. Γιατί σοφά λες ότι η αυτοβιογραφικότητα αξίζει, μόνο όταν το συγγραφικό «εγώ» είναι τόσο σημαντικό που δικαίως καταγράφεται κι αναλύεται σε ένα βιβλίο (αρ. 10). Αλλιώς η συγγραφική ζωή και σκέψη –ξαναλέω, παρακολουθώντας τη σκέψη σου– έχει ουσία, όταν συναντά το συλλογικό εμείς.
Από εκεί και πέρα, ισχύει ότι ο συγγραφέας δεν ταυτίζεται με κανέναν από τους χαρακτήρες του (αρ. 17) (το έχει εξηγήσει πολύ καλά ο Μιχαήλ Μπαχτίν με την περίφημη «πολυφωνικότητα» του μυθιστορήματος), η διαφορά συγγραφικών προθέσεων και τελικού αποτελέσματος είναι πολύ σημαντική (αρ. 27), η τέχνη είναι συχνά η ικανότητα του σβησίματος (αρ. 28), καθώς το πολύ είναι εύκολο, δύσκολο είναι το πυκνό, η ποίηση είναι χαρακτηριστικό της νιότης, που μπορεί να μείνει ισόβια, ενώ η πεζογραφία της ωριμότητας (αρ. 43), ειδικά όταν το μυθιστόρημα είναι μια πολύπλοκη μηχανή που θέλει κοινωνική παιδεία, γλωσσικούς χειρισμούς και «κατασκευαστικές» ικανότητες, προϊόντα της πείρας της ζωής και της γραφής.
Περικάρπια για την όρεξη
Προϊδέασα ότι μερικά αποφθέγματα από το μικρό αλλά πλούσιο βιβλιαράκι βλέπουν ίσως μια πλευρά της αλήθειας. Γιατί όλοι ξέρουμε ότι η λογοτεχνία είναι τόσο πολύσημη, ώστε αυτό που στη μία περίπτωση είναι απόλυτη αλήθεια, στην άλλη είναι συζητήσιμο διακύβευμα.
(...) η δική μου πρόταση είναι οι εισαγωγές και τα επίμετρα να διαβάζονται μετά τον έργο, να έρχονται για να προεκτείνουν, να πλαισιώσουν και να διασταυρωθούν με το ίδιο το κείμενο.
Λόγου χάρη, συστήνεις να διαβάζουμε μόνο βιβλία που έχουν αντέξει στον χρόνο, τριάντα χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα, ή ακόμα καλύτερα εκατό (αρ. 6). Μου θυμίζει το Τμήμα Φιλολογίας Αθηνών όπου πριν από μερικές δεκαετίες δεν έδιναν διατριβές παρά μόνο για πεθαμένους, εντελώς «πεθαμένους» λογοτέχνες. Ή για να το φέρω στα δικά μας, το δικό σου σημαντικό έργο δεν πρόκειται να το διαβάσει κανείς σύγχρονος αναγνώστης, αν τηρήσει κατά γράμμα τις συμβουλές σου. Αν μείνουμε μόνο στα κλασικά έργα, σ’ αυτά που έχουν καταξιωθεί από τον χρόνο, τότε θα χάσουμε την (όποια) επικαιρότητα της λογοτεχνίας, τους σύγχρονους προβληματισμούς της, τη σφοδρότητα που απορρέει από τη φρέσκια γραφή της, η οποία συντονίζεται με τα ζητήματα του καιρού μας. Κι από την άλλη, δεν θα συμφωνούσα ότι δεν υπάρχουν ξεχασμένα αριστουργήματα (αρ. 40), σαν να πιστεύουμε ότι ο Κανόνας είναι μόνιμος και τελεσίδικος, η παράδοση είναι μια σταθερή και αναλλοίωτη αξία, τα βιβλία παγιώνονται με τον χρόνο και μένουν αιώνια εκθέματα στο μουσείο της Ιστορίας της Λογοτεχνίας.
Τέλος, οι πρόλογοι και τα επίμετρα (αρ. 14) –όπως και οι κριτικές, προσθέτω εγώ– δεν είναι πάντα μονοσήμαντα κείμενα, ούτε προβάλλονται ως φορείς της μίας και μόνης αλήθειας. Βοηθούν συχνά στην κατανόηση κλασικών κειμένων, περιβάλλουν το λογοτέχνημα και κατατοπίζουν, ενίοτε δείχνουν και τον δρόμο, ή στην πιο απλή περίπτωση παρουσιάζουν μία ακόμα γνώμη δίπλα στη γνώμη του αναγνώστη. Επομένως, η δική μου πρόταση είναι οι εισαγωγές και τα επίμετρα να διαβάζονται μετά τον έργο, να έρχονται για να προεκτείνουν, να πλαισιώσουν και να διασταυρωθούν με το ίδιο το κείμενο.
Κλείνω πάλι με το βιβλίο σου: μπονζάι κειμενάκια (αρ. 9) τα αποφθέγματά σου τα οποία δεν απολαμβάνουν μόνο μπονζάι αναγνώστες, γιατί συχνά το μικρό, το επιγραμματικό, το λακωνικό χαρακτηρίζεται από πυκνότητα, περιεκτικότητα και σφριγηλότητα που πολλοί θα ζήλευαν.
Τα χάρηκα τα «σεμινάρια δημιουργικής γραφής», γιατί είναι μαζί και «σεμινάρια δημιουργικής ανάγνωσης», γιατί σταματούσα σε κάθε σελίδα για να θεωρήσω και να αναθεωρήσω τις βεβαιότητές μου, γιατί γεύτηκα δριμύ οινόπνευμα σε μικρά ποτηράκια.
Με εκτίμηση
ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ
δρ Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου
Σεμινάρια δημιουργικής γραφής
Αλέξης Πανσέληνος
Κίχλη 2017
Σελ. 64, τιμή εκδότη €5,50