Για το βιβλίο του Αύγουστου Κορτώ Έρως ανίκατε μάσαν (εκδ. Πατάκη) και τη μελέτη του Δημήτρη Πολυχρονάκη Πιερότοι ποιητές στην εποχή της παρακμής (εκδ. Αλεξάνδρεια)
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Αν κανείς προλαβαίνει να παρακολουθήσει όλα τα βιβλία του Αύγουστου Κορτώ, από τότε που ξεκίνησε είκοσι χρονών έως τώρα που έχει τριανταπενταρίσει, μπορεί να μην εκτιμά το βάθος της γραφής του, αλλά θα αξιολογήσει σίγουρα θετικά την αφηγηματική του άνεση, που τραβά τον αναγνώστη από τη μύτη, και την ποικιλία των έργων του: από αστυνομικά μυθιστορήματα α λα Άγκαθα Κρίστι μέχρι δαιμονοερωτικά κείμενα κι από παιδική λογοτεχνία έως αυτοβιογραφίες υψηλής συγκίνησης.
Ο παρών τόμος περιλαμβάνει μια σειρά ευθυμογραφήματα, που αναδεικνύουν το οξύ χιούμορ του συγγραφέα και τη διάθεση να δει αυτοσαρκαστικά τη ζωή του. Τι προσκομίζει όμως στον χώρο της κωμικής λογοτεχνίας ο Αύγουστος Κορτώ;
Όποιος διαβάζει Κορτώ είναι εξοικειωμένος με την ευφάνταστη γλώσσα του πεζογράφου, αλλά ειδικά στα ευτράπελα κείμενά του ο συγγραφέας πραγματικά ξεσαλώνει, αφήνεται, αφηνιάζει, καθώς δεν δεσμεύεται από την ανάγκη να ακολουθήσει μια συγκεκριμένη αφηγηματική ακολουθία.
Το γέλιος ως αυτοσαρκασμός
Πρώτα απ’ όλα μια γλώσσα που μέσα στη δίνη του προφορικού λόγου, της ώσμωσης υψηλού και χαμηλού, κάνει ταχυδακτυλουργικά με τις μεταφορές και τις διακειμενικές αναφορές της, τις αιχμές και τις λεκτικές της βολές, τη χρήση μιας αυθόρμητης αργκό που συνδυάζεται με ευρηματική λεξιπλασία κ.λπ. Όποιος διαβάζει Κορτώ είναι εξοικειωμένος με την ευφάνταστη γλώσσα του πεζογράφου, αλλά ειδικά στα ευτράπελα κείμενά του, όπως αυτά, ο συγγραφέας πραγματικά ξεσαλώνει, αφήνεται, αφηνιάζει, καθώς δεν δεσμεύεται από την ανάγκη να ακολουθήσει μια συγκεκριμένη αφηγηματική ακολουθία, χαλαρώνει και γράφει καταρρακτωδώς, όπως μιλάει, γράφει ειρωνικά, όπως σκέφτεται, γράφει απελευθερωμένα, όπως ζει.
Ένα δεύτερο βασικό στοιχείο που ξεχωρίζει στο βιβλίο είναι η σαρκαστική αντιστροφή της ζωής του με δόσεις αυτοειρωνείας και αποκάλυψης. Στην ουσία βλέπουμε την αστεία πλευρά μερικών σελίδων από Το βιβλίο της Κατερίνας (Εκδ. Πατάκη 2013), όπου ο πεζογράφος αφηγούνταν το χρονικό της σχιζοφρένειας η οποία οδήγησε τη μητέρα του στην αυτοκτονία. Αν εκεί είχαμε ανάδειξη της τραγικότητας της οικογενειακής του ιστορίας, εδώ βλέπουμε κομμάτια από αυτήν καρυκευμένα με ξέφρενο χιούμορ, βολές για τον τρόπο με τον οποίο μεγάλωσε και άφατο χλευασμό των κόμπλεξ με τα οποία ο ίδιος είναι φορτωμένος. Οι αφηγήσεις του Κορτώ προβάλλουν προς τα έξω μια συμπλεγματική οικογένεια, που δημιούργησαν έναν Πέτρο εγωπαθή αλλά και ευάλωτο, υστερικό αλλά και γενναιόδωρο, χοντρό αλλά και αγαπησιάρικο.
Ο Αύγουστος Κορτώ
|
Κέντρο αυτής της σειράς ευθυμογραφημάτων (όπως και στην ανάλογης θεματικής συλλογή Ο άνθρωπος που έτρωγε πολλά, εκδ. Καστανιώτη, 2012) είναι το φαγητό, που αποτελεί ιδιαίτερη αγάπη του ήρωα, η εξ απαλών ονύχων ευτροφία του και οι προσπάθειές του να αδυνατίσει, προσπάθειες που μάλλον ήταν εξ αρχής καταδικασμένες τόσο λόγω της προσωπικής του αβουλίας όσο και εξαιτίας της μητρικής αδυναμίας στον γιο της. Η αμείωτη εμμονή στο φαγητό οδηγεί τον Αύγουστο Κορτώ σε συνεχείς ήττες, τόσο ως προς την αισθητική του σώματός του και την αυτοεικόνα του όσο και ως προς τις πλείστες αποτυχίες του να εφαρμόσει τη γαστρονομική αυτοπειθαρχία που θα όφειλε.
«Το γέλιο ως επιθανάτιος ρόγχος»
Η αλήθεια είναι ότι δεν έχουμε μελετήσει επαρκώς την κωμική λογοτεχνία μας· δεν έχουμε αναζητήσει τις κορυφές της ούτε έχουμε εξετάσει το χιούμορ ως κοινωνική κριτική, ως διέξοδο, ως φάρσα, ως καρναβαλική ανατροπή, ως σάτιρα κ.λπ. Ο Δ. Βυζάντιος, ο Γ. Σουρής, ο Εμμ. Ροΐδης και ο Α. Λασκαράτος, ο Γ. Σκαρίμπας, ο Ν. Τσιφόρος, ο Ν. Κουνενής και πολλοί άλλοι άφησαν έργα που χρησιμοποίησαν το γέλιο ως οξύ όργανο κοινωνικής ανάταξης. Κι όμως τις περισσότερες φορές η πένα τους θεωρήθηκε δεύτερη, ρηχή, πρόχειρη σε σχέση με τη σοβαρή πεζογραφία ή ποίηση.
Ο τραγελαφικός στη διάθεση Κ. Καρυωτάκης, το γέλιο του καταθλιπτικού Δ. Παραρρηγόπουλου, το πλάγιο μειδίαμα και η ειρωνεία του Κ. Καβάφη αναδεικνύουν τη διάθεση του Νεοέλληνα να σπάσει το μουντό περίβλημα της ζωής του με τον αιχμηρό λόγο του γέλιου, άλλοτε αυτοσπαρακτικού κι άλλοτε δολοφονικά επιθετικού.
Ο επίκουρος καθηγητής της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης Δημήτρης Πολυχρονάκης ανέλαβε να μελετήσει το γέλιο και το κωμικό στην ελληνική ποίηση του 19ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 20ού: από την προσπάθεια ανάπτυξης της ελληνικής κωμωδίας στα πρότυπα του Μολιέρου, η οποία επιχείρησε να πολιτικοποιήσει τον Διαφωτισμό, με αποτέλεσμα να στραφεί σε κοινωνικά θέματα, μέχρι τα σατιρικά κείμενα του Α. Σούτσου κι από την πικαρική λογοτεχνία του 19ου αιώνα έως την ηθογραφική κωμωδία του Ά. Βλάχου. Κι έπειτα ο Ε. Ροΐδης, ο Α. Λασκαράτος, το ηθογραφικό γέλιο του Γ. Βιζυηνού, η ποίηση της σχολής της παρακμής ή του συμβολισμού στις αρχές του 20ού αιώνα, ο τραγελαφικός στη διάθεση Κ. Καρυωτάκης, το γέλιο του καταθλιπτικού Δ. Παραρρηγόπουλου, το πλάγιο μειδίαμα και η ειρωνεία του Κ. Καβάφη αναδεικνύουν τη διάθεση του Νεοέλληνα να σπάσει το μουντό περίβλημα της ζωής του με τον αιχμηρό λόγο του γέλιου, άλλοτε αυτοσπαρακτικού κι άλλοτε δολοφονικά επιθετικού.
Ο μελετητής, για να φτάσει σ’ αυτό το ιστορικό άνυσμα που αφορά τη νεοελληνική λογοτεχνία, ξεδιπλώνει ενδελεχώς, με πληθώρα πηγών, οπτικών γωνιών και ιδεολογιών, την ιδέα του γέλιου όπως την είδε η ανθρωπότητα στο πέρασμα των αιώνων. Βάση του συχνά είναι ο Ch. Baudelaire και η πραγματεία του για το γέλιο, αλλά δεν αγνοεί πλείστους φιλοσόφους, συγγραφείς, φιλολόγους κ.λπ. που είδαν το αστείο ως την άλλη όψη της σοβαρής κοινωνίας. Από την πιθανή αλαζονεία του γελώντος, τη λεκτική βία του διακωμωδούντος ώς την προσβλητική-αφελή στάση όποιου χαζογελά, η ανθρωπότητα σταδιακά κατάλαβε ότι το γέλιο μπορεί να είναι υψηλή διανοητική διεργασία, έκφραση ελευθερίας, κριτική στον κόσμο της τακτοποιημένης εξουσίας…
Το γέλιο αποτελεί τη ρωγμή που δείχνει ότι η σοβαρή πλευρά του κόσμου είναι μια ουτοπία, ένα ιδεολόγημα.
Ως εκ τούτου, η λογοτεχνία αυτού του είδους αναλαμβάνει χρέη κοινωνικής κριτικής, αφού αναδεικνύει τα κακώς κείμενα και, όπως έδειξε ο Μ. Μπαχτίν, αναποδογυρίζει την ομαλότητα της λογικής, για να δείξει πόσο ανώμαλη είναι. Γι’ αυτό άλλωστε τα ολοκληρωτικά καθεστώτα φοβούνται τη σάτιρα. Ταυτόχρονα, όμως ειδικά στη ρομαντική εποχή, το γέλιο εκφράζει τον διχασμό του ανθρώπου, ο οποίος δεν μπορεί να συμφιλιωθεί ούτε με τους άλλους αλλά ούτε και με το Εγώ που τον καταπιέζει. Ο αυτοσαρκασμός και η ειρωνεία αναδεικνύουν έναν καλλιτέχνη σαλτιμπάγκο, όπως είναι σήμερα ο Α. Κορτώ στις γαργαντουικές του περιγραφές και στην αποστροφή των βελών του στον αδηφάγο εαυτό του.
Το γέλιο εντέλει αποτελεί τη ρωγμή που δείχνει ότι η σοβαρή πλευρά του κόσμου είναι μια ουτοπία, ένα ιδεολόγημα, καθώς τόσο ο ρομαντικός όσο και ο μοντέρνος λογοτέχνης καταφάσκει στην πολλαπλότητα της ζωής. Η αστειότητα προκύπτει από αυτή τη βίαιη σύζευξη των αντιθέτων, προκύπτει ως μορφή σύγκρουσης με την αστική τάξη, συνδέεται με το όνειρο και το παράλογο… Ο Δ. Πολυχρονάκης κατέθεσε ένα σοβαρό βιβλίο για το αστείο, άφησε μια ολοκληρωμένη παρακαταθήκη, η οποία δεν αφορά μόνο όσους ποιητές κατά βάση μελέτησε αλλά και όποιον άλλον χρησιμοποίησε ευθέως ή πλαγίως το γέλιο. Ο Κορτώ ανήκει στην ίδια γραμμή του τραγέλαφου, αφού βάλλει κατά του υπερτροφικού εαυτού του ως συμβόλου μιας ευδαιμονιστικής κοινωνίας που μεγαλώνει κακομαθημένα παιδιά αλλά και μιας συμπλεγματικής οικογένειας που δεν καταλαβαίνει την έννοια της αυτοσυγκράτησης, της ολιγάρκειας και της λιτότητας.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι Διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.
Έρως ανίκατε μάσαν
Αύγουστος Κορτώ
Εκδ. Πατάκη 2015
Σελ. 264, τιμή εκδότη €11,95
Πιερότοι ποιητές στην εποχή της παρακμής
Το γέλιο ως επιθανάτιος ρόγχος
Δημήτρης Πολυχρονάκης
Αλεξάνδρεια 2015
Σελ. 496, τιμή εκδότη €26,63