
Για το βιβλίο «Φίλοι σε ελαφρήν απόκλιση - Ε. Μ. Φόρστερ, Κ. Π. Καβάφης» (μτφρ. Κατερίνα Γκίκα, Επιμ.: Peter Jeffreys, εκδ. Ίκαρος)
Του Νίκου Ξένιου
Η παρουσία του Κ.Π. Καβάφη στο σκηνικό της Αλεξάνδρειας ήταν πολύ ιδιότυπη και χαρακτηριστική:
«Πολλά είναι τα τρωτά της Αλεξάνδρειας, και τα περισσότερα από αυτά τα παραδέχονται οι ίδιοι οι Αλεξανδρινοί. Ωστόσο, σε μερικούς από αυτούς, καθώς περπατούν στους δρόμους της, μπορεί να συμβεί κάτι το εξαίσιο - ξαφνικά μπροστά ν' ακούσουν μια φωνή να προφέρει δυνατά μα στοχαστικά τ' όνομά τους, μια φωνή που δεν μοιάζει τόσο να περιμένει απόκριση, όσο να τιμά την προσωπικότητα του διαβάτη... Γυρίζουν και βλέπουν έναν Ελληνα κύριο με ψαθάκι, που στέκει απολύτως ακίνητος σε ελαφρήν απόκλιση προς το σύμπαν. Καμιά φορά τα χέρια του είναι απλωμένα. “Α, ο Καβάφης!...”. Ναι, είναι ο κ. Καβάφης που πηγαίνει είτε από το σπίτι του στο γραφείο, είτε από το γραφείο του στο σπίτι» [1], γράφει ο Φόρστερ χαρακτηριστικά.
O Ε.Μ. Φόρστερ [2] συναντήθηκε με τον Καβάφη το 1916 στην Αλεξάνδρεια, στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Στα τέλη του 1914 είχε βρεθεί απογοητευμένος στην Αίγυπτο για να εργασθεί για τον Ερυθρό Σταυρό, κι αυτή η αλλαγή στάθηκε καθοριστική για την προσωπική και για τη λογοτεχνική του πορεία. Το 1917 δόθηκε η έναρξη μιας αμοιβαίας επιστολογραφίας που κράτησε σχεδόν δεκαπέντε χρόνια. Ο Καβάφης ξενάγησε τον Φόρστερ στην αθέατη ιστορία της πόλης, που τον ανανέωσε καλλιτεχνικά και του εξασφάλισε «ευρύτητα πνεύματος ως προς την ηδυπάθεια της Ανατολής», όπως αναφέρει ο επιμελητής της έκδοσης της αλληλογραφίας τους από τον άγγλο καθηγητή P. Jeffreys (TheForster– CavafyLetters: FriendsataSlightAngle [3]). Η ιδέα της έκδοσης χρονολογείται από το 1964, όταν ο νεαρός τότε φιλόλογος Γ.Π. Σαββίδης είχε παρουσιάσει στον Φόρστερ αντίγραφα και προσχέδια των επιστολών του Καβάφη. Η αλληλογραφία τους τυπώθηκε για πρώτη φορά στην αγγλική γλώσσα το 2009, από τo Αμερικανικό Πανεπιστήμιο στο Κάιρο.
Οι πρώτες επιστολές
Πιστός θαυμαστής κι ένθερμος υποστηρικτής του Καβάφη, ο Φόρστερ δεν έπαυε να εγκωμιάζει με τις επιστολές του και να προσπαθεί με κάθε τρόπο να προβάλει στους συμπατριώτες του τη λογοτεχνική περσόνα του αιγυπτιώτη ποιητή. Έως λοιπόν και τον Τ.Σ. Έλιοτ, τον κριτικό Λέοναρντ Γουλφ (σύζυγο της Βιρτζίνια) και άλλους επώνυμους φίλους του είχε στρατολογήσει σ’ αυτήν την εκστρατεία «άκαμπτης επιμονής» για δημοσίευση του καβαφικού έργου στη γηραιά Αλβιόνα. Αρχικά ‘έστρωσε τον δρόμο’ με ένα εκπληκτικό δοκίμιο που έγραψε για την ποίηση του Καβάφη και το οποίο δημοσιεύτηκε στο αγγλικό περιοδικό «Athenaeum». Επίσης, συμπεριέλαβε ποιήματα όπως τα «Εν τω μηνί Αθύρ» και «Αλεξανδρινοί βασιλείς» στο βιβλίο του Φάρος και Φαρίσκος. Όμως ο έλληνας ποιητής έντεχνα υπεξέφευγε μιαν άμεση άρνηση και προέβαλλε διαρκώς στις επιστολές του κωλύματα και χρονικές μεταθέσεις, με αποτέλεσμα να μην πραγματοποιηθεί η αγγλόφωνη έκδοση των ποιημάτων του όσο βρισκόταν εν ζωή. Η αλληλογραφία τους αποκαλύπτει αφενός την επιλογή του Φόρστερ να γνωστοποιήσει το έργο του Αλεξανδρινού στο αγγλοσαξονικό κοινό, κι αφετέρου την αμφίθυμη άρνηση του Καβάφη να εκμεταλλευθεί αυτήν την ευκαιρία, με εναλλαγή «άγονης προσφοράς και άρνησης»[4] που σταδιακά κλιμακώνεται ως εξής:
Ο Φόρστερ προτείνει στον Καβάφη «μια μικρή πηγή εισοδήματος» κι εκείνος ευχαριστεί με αβρότητα και ευγνώμον ύφος. Ο Φόρστερ ζητά επίσπευση των μεταφράσεων Βαλασόπουλου στην Αίγυπτο, εκείνος απαντά με τη γριφώδη φράση: «πιστεύω πως συντόμως θα αρχίσει νέα μετάφρασις», μεταθέτοντας εις Ελληνικάς καλένδας την υλοποίηση της έκδοσης. Ο Φόρστερ προσδοκεί μιαν ευμενή απάντηση και αποστολή είκοσι πέντε μεταφρασμένων ποιημάτων, εκείνος πάλι αρκείται στην αποστολή του μεταφρασμένου ποιήματος «Δημάρατος». Ο Φόρστερ αμφισβητεί την καταλληλότητα του Βαλασόπουλου με το επιχείρημα της χρονοτριβής, κι από την άλλη ο Καβάφης συνεχίζει μιαν αινιγματική σιωπή για μήνες. Αυτό κάνει τον Φόρστερ να γράψει στον ίδιον τον Βαλασόπουλο: «σκέπτομαι πως η έκδοση οποιωνδήποτε μεταφράσεων σε μορφή βιβλίου τον βρίσκει ενάντιο». Ωστόσο, αυτό δεν δηλώνεται απερίφραστα εκ μέρους του Καβάφη. Ο άγγλος μυθιστοριογράφος υπερβαίνει τις αναστολές των συγχρόνων του σχετικά με τη μετάφραση και έκδοση των αμιγώς ομοφυλοφιλικών ποιημάτων. Παρ’ όλα αυτά ο Καβάφης απλώς ευχαριστεί για τη γενναιοδωρία: ερμητισμός, ελιγμοί, επιφυλάξεις για το κατά πόσον τα ποιήματά του θα είχαν ακόμη και «κάποιο» ενδιαφέρον για το αγγλικό κοινό, ίσως και κάποια αδιόρατη υπεροψία, αυτές είναι οι διαθέσεις του Καβάφη στις απαντήσεις του. Χαίρεται, βεβαίως, για την ευτυχή συστέγαση ποιήματός του με έργα της Βιρτζίνια Γουλφ, του Ουώλπολ και του Γιέιτς στο «Criterion», το διασημότερο βρετανικό φιλολογικό περιοδικό, όμως αρκείται στην επιβεβαίωση αυτήν. Η χρονοτριβή συνεχίζεται με το πρόσχημα της ανειλημμένης επιμέλειας κάποιων έργων του από τον ίδιον και τον Βαλασόπουλο. Ο Φόρστερ επιδεικνύει ένα ποσοστό αυθαιρεσίας δημοσιεύοντας, τον Σεπτέμβριο του 1925, ένα ποίημα του Καβάφη στο Chapbook, μαζί με έργα του Λέοναρντ Γουλφ, του Ζαν Κοκτώ, του Ρόμπερτ Γκρέηβς και του Άλντους Χάξλεϋ, αλλά ο ποιητής ελίσσεται και εδώ, ευχαριστώντας και αναβάλλοντας. Tέλος, μετά τον θάνατο του Καβάφη, ο ίδιος ο Βαλασόπουλος ούτε λίγο ούτε πολύ «αδειάζει» τον Φόρστερ, αποκαλύπτοντάς του την αναμενόμενη έγκριση του Σεγκόπουλου και του μεταφραστή Μavrogordato (Mavro) σχετικά με την περιπόθητη έκδοση. Σε επικείμενη επίσκεψή του στο Αιγαίο ο άγγλος λογοτέχνης διερωτάται εάν πλέον εκεί θα βρει την ίδια εγκαρδιότητα που είχε συναντήσει μισόν αιώνα πριν…
Το «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον» και ο ρόλος της Μνήμης
Η καλή μέρα απ’ το πρωί φαίνεται: σ’ ένα από τα πρώτα «αιγυπτιακά» του κείμενα ο Φόρστερ είχε περιγράψει μια από τις πρώτες του επαφές με τον ποιητή[5]: «Ποτέ δεν θα καταλάβεις την ποίησή μου, αγαπητέ μου Φόρστερ, ποτέ!» φέρεται να του λέει αρχικά ο Καβάφης. Αλλά, στη διάρκεια της σύνθεσης του ποιήματος Απολείπειν ο θεός Αντώνιον ο Φόρστερ θα πρέπει ν’ ανακάλυψε κάποια κοινά ανάμεσα στα «σχολικά» Ελληνικά του και στα Ελληνικά του Καβάφη. Ο Καβάφης, με τη σειρά του, θα πρέπει ν’ αναφώνησε έκπληκτος: «Α, πολύ ωραία, πολύ ωραία, αγαπητέ μου Φόρστερ, πάρα πολύ ωραία», και να ύψωσε το χέρι του για ν’ αναλύσει το ποίημα. Αυτό θα πρέπει να ήταν και η αφορμή για να συμπεριληφθεί το «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον» στα δύο αλεξανδρινά βιβλία του Φόρστερ[6]. Ο Ρομπ Ντολ[7] ισχυρίζεται πως μια αντίστοιχη διάκριση υφίσταται και στο βιβλίο του Φόρστερ Alexandria: AHistory and a Guide, όπου το ίδιο ποίημα χρησιμοποιείται ως σημείο μετάβασης από το ιστορικό μέρος στο τουριστικό, ως μετάβαση από μια διανοητική, ιστορική προσέγγιση σε πιο προσωπικό (και ομοφυλόφιλο[8]) στοιχείο. Παρόλο που ο άγγλος μυθιστοριογράφος θα εγκατέλειπε την Αλεξάνδρεια, η πόλη και τα γεγονότα που διαδραματίσθηκαν εκεί θα τον «στοίχειωναν» για όλα τα επόμενα χρόνια, καθώς κυρίαρχο λογοτεχνικό του έναυσμα στάθηκε η Μνήμη: μετά την Αλεξάνδρεια και τις προσωπικές του απώλειες εκεί, δεν υπήρξε μεγαλύτερη πρόκληση για τον Φόρστερ από τη Μνήμη. Μετά την επιστροφή του από τις Ινδίες, τον χειμώνα του 1922, ο άγγλος λογοτέχνης πήγε στη Μασσαλία κι αναζήτησε τον πρώτο τόμο του Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο του Προυστ (Από τη μεριά του Σουάν), το έργο που θα συνέδεε το Μυθιστόρημα με τη λειτουργία της Μνήμης[9]. Καιρό μετά, ζητά με επιστολή από τη χήρα του πεθαμένου αιγύπτιου φίλου του το δαχτυλίδι του μεταστάντος, θεωρώντας ότι το αντικείμενο αυτό θα υπηρετούσε την ανάπλαση της Μνήμης του χαμένου έρωτα. Δυστυχώς το δαχτυλίδι αυτό δεν θα πρέπει να λειτούργησε σαν το γλυκό madeleine και το φλαμούρι του Προυστ: στο Ημερολόγιό του του Μαḯου 1922 ο Φόρστερ δήλωνε πως δουλεύει το ινδικό του μυθιστόρημα πάνω στο πρότυπο του Προυστ, ενώ τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, απευθυνόμενος σε β’πρόσωπο στον χαμένο του εραστή, παραδέχεται: «γράφω για τη δική μου άνεση και για ν’ανακαλέσω το παρελθόν, κι επιπλέον γιατί είμαι επαγγελματικά συγγραφέας και θέλω να σου αποτίσω αυτήν την ύστατη τιμή... ακόμη και αν άλλοι άνθρωποι δουν το κείμενο αυτό, η αξία του δεν θα μειωθεί: είναι ένα κείμενο για σένα και για μένα.[10]" Η προσπάθεια του Φόρστερ να ιχνηλατήσει την απουσία του Άλλου αποδεικνύεται όλο και πιο ατελέσφορη: «Είναι προσπάθεια άκαρπη, γιατί πλέον εσύ είσαι ένα φάντασμα κι εγώ απλά δεν φέρνω πίσω παρά μόνο τις δικές μου αναμνήσεις".
Αντίθετα, ο Καβάφης στρέφεται στα βιώματα των νεανικών του χρόνων για να θεμελιώσει την τέχνη του: "In the loose living of my early years the impulses of my poetry weres haped, the boundaries of my art were plotted"[11]. Όπως παρατήρησε η Marguerite Yourcenar στη δεκαετία του ‘50[12]: «…κάθε ποίημα του Καβάφη είναι Ποίημα-Μνήμη: είτε είναι ιστορικό είτε είναι προσωπικό, είτε έχει γνωμικό, είτε διδακτικό χαρακτήρα». Η ερωτική ποίηση του Καβάφη, η μυθοποίηση που επέτυχε της ερωτικής αναστολής[13] και η μέριμνά του για την Ιστορική Μνήμη υπήρξαν ιδιαίτερα σημαντικά μαθήματα για τον Φόρστερ, αφού εγκατέλειψε την Αλεξάνδρεια. Σταδιακά αποκαλύφθηκε στον άγγλο μυθιστοριογράφο η ανεπάρκεια της στιγμιαίας εντύπωσης στη διαδικασία παραγωγής ενός έργου τέχνης. Η ανάγκη να χρονίσουν οι εντυπώσεις, να περάσουν στο ημίφως της καταγεγραμμένης μνήμης, ώστε να μην χρειαστεί το ποιητικό υποκείμενο να τα σβύσει με δική του πρωτοβουλία[14]. Όταν ο Φόρστερ ξανάπιασε να δουλεύει το κείμενο του APassagetoIndia, στα 1922 και 1923, ήδη το έβρισκε δύσκολο να καταγράψει συγκεκριμένες μνήμες από τον αιγύπτιο φίλο που έχασε . «Η ποίηση», έγραφε στο Ημερολόγιό του τον Μάρτιο του 1923, «είναι πιο ειλικρινής δραπέτευση από το πένθος. Και είναι ευκολότερη στο τέλος, αν και δυσκολότερη στο ξεκίνημά της[15]».
Περίπου ένα χρόνο αργότερα ο Φόρστερ συνειδητοποιεί πως το κείμενο παίρνει τον δικό του, αυτόνομο δρόμο και χαρακτήρα, το τιτλοφορεί «Η μετά θάνατον ζωή» και το εντάσσει στο Φάρος και Φαρίσκος. Με τον τίτλο «Φάρος» ο Φόρστερ δημοσίευε στο «Egyptian Mail» και στην «Egyptian Gazette», και τα κείμενά του ήταν όντως «ζωντανός φάρος» στη μαύρη περίοδο του πολέμου. Πολλά από αυτά συνυπάρχουν στο Φάρος και Φαρίσκος[16]. Το μυθιστόρημα Πέρασμα στην Ινδία (Α PassagetoIndia), για το οποίο ο Καβάφης στις επιστολές του επαινεί τον Φόρστερ, είναι μια καταγραφή Μνήμης, όπως άλλωστε και όλη η ποίηση του Καβάφη. Αυτά διδάχθηκε ο Φόρστερ από τον Καβάφη και από τον Προυστ, ότι δηλαδή μια εξιστόρηση βασισμένη στα γεγονότα δεν βοηθά στην αποκάλυψη του Παρελθόντος. Για την ακρίβεια, την παρεμποδίζει κιόλας. Πριν από την Αλεξάνδρεια, ο Φόρστερ αντιμετώπιζε το πρόβλημα της λεκτικής απόδοσης πραγμάτων που δεν είχε ζήσει ποτέ με σάρκα και οστά. Μετά τη γνωριμία του με τον αιγύπτιο εραστή του, το πρόβλημα του λογοτέχνη ήταν πώς να επαναφέρει στη μνήμη του τη σάρκα με μέσον τον Νου και τη Μνήμη[17]. Όμως τώρα η σειρά είχε αντιστραφεί και την πρωτοκαθεδρία παίρνει η σάρκα:
«Έλα συχνά και παίρνε με, αγαπημένη αίσθησις... όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται»[18]
Ελαφρά απόκλισις αντιλήψεως και ιδιοσυγκρασίας
Η αλληλογραφία Φόρστερ-Καβάφη, με τα χρονικά κενά που μεσολαβούν και την έντεχνη παράθεση επιστολών του Φόρστερ προς ένα σωρό άλλους διανοουμένους που εμπλέκονταν με το θέμα «έκδοση Καβάφη στα Αγγλικά», τεκμηριώνει το γεγονός ότι οι δυο λογοτέχνες της βικτωριανής εποχής βρίσκονταν «εις ελαφράν απόκλισιν» μεταξύ τους, τόσο σε όρους ιδεολογίας του ελληνισμού (που φαινομενικά τους συνέδεε ως ανθρωπιστές), όσο και σε σχέση με την πολιτική της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, που υποβίβαζε την Αίγυπτο σε καθεστώς υποτέλειας τύπου condominium. Η οξυδέρκεια και η γενναιοδωρία του Φόρστερ ενισχύονται από το γεγονός ότι τα καβαφικά ομοερωτικά πρότυπα προσιδιάζουν στην ιδιοσυγκρασία του και αξιοποιούν, εν είδει ταύτισης, την αλεξανδρινή εμπειρία του[19].
Η φαινομενική αδιαφορία του Καβάφη για την ενθουσιώδη επιθυμία του Φόρστερ να τον συστήσει στους Άγγλους είχε βαθύτατα αίτια. Οι φιλίες του Φόρστερ δεν ενθουσίαζαν τον Καβάφη, παρά το γεγονός ότι οι γνωριμίες του Άγγλου συγγραφέα περιλάμβαναν πρόσωπα σαν τον Έλιοτ, τον Λώρενς και τον Τόυνμπι: προβληματική για τον ποιητή πρέπει να ήταν και η ανάμειξη -καλή τη προαιρέσει, βεβαίως- του άγγλου ιστορικού στην υπόθεση της μετάφρασης των ποιημάτων του: τα άρθρα του Toynbee για τα γεγονότα στη Μικρά Ασία [20] και η φιλοτουρκική στάση του απωθούσαν τον Καβάφη. Από την άλλη μεριά, ο Φόρστερ φαίνεται να μην υποχωρεί γιατί έχει την ευγενή πεποίθηση ότι το καβαφικό έργο έχει δύναμη και περιεχόμενο πανανθρώπινης εμβέλειας. Το βιβλίο λειτουργεί και ως δοκίμιο γραμματολογίας, γιατί φανερώνει τα φοβερά αδιέξοδα, τους δισταγμούς και τις αισθητικές παραμέτρους που συνυπολόγιζε ο Καβάφης προκειμένου να δώσει την τελική του έγκριση για την αγγλόφωνη έκδοση των ποιημάτων του. Το γεγονός ότι τελικά δεν την έδωσε μπορεί να ερμηνευθεί ποικιλοτρόπως: πρώτα πρώτα, ο ποιητής ενδιαφερόταν να τον διαβάσουν πρωτίστως εκείνοι που όντως το επιθυµούσαν, γι’ αυτό και εξέδιδε ο ίδιος τα ποιήµατά του σε µονόφυλλα και τα έστελνε σε όσους του τα ζητούσαν. Θεωρούσε, µε άλλα λόγια, την ωρίµανση ουσία της τέχνης, καθώς και την κατανόηση της Ιστορίας. Έπειτα, δεν είναι αυτό άσχετο προς την ιδιάζουσα αναφορά του Καβάφη στην Ιστορία [21]: «Η ελληνιστική παρακμή, χωρίς επαρκή χειραφέτηση, είναι πολύ κοντά στην πρώτη ύλη για να μορφώσει παράστημα ισοδύναμου παρόντος, αρκετά μακριά της για να γίνει ζωντανή συνέχειά της: ένας πολιτισμός που κουβαλά το πτώμα του προγόνου του και πότε το εκθειάζει, πότε το διασύρει. Αιρετική καθώς είναι, δεν σκοπεύει στην ιδέα ή στο ήθος, αλλά στο ύφος της συστοιχίας.» [22] Πάγια πεποίθηση του μεγάλου Αλεξανδρινού ήταν πως μέσα από την «αισθητική προϊστορία» πλάθεται και ωριμάζει ο «εκλεκτός» της κοινωνίας και της εξουσίας. «Και, για να μην περιπέσει στην αναισθησία της τρέχουσας ηγεσίας και σε όποια βαρβαρική υποτέλεια, ο ποιητής επαγρυπνεί δίπλα στην αίρεσή του. Διαμέσου ενός προτύπου πολιτικής συμπεριφοράς και επάρκειας, δεν ταυτίζει απλώς, παρά ιστορικοποιεί και τη δική του ζωή μες στην ποιητική, τη μόνη υπαρκτή γι’ αυτόν, πραγματικότητα»[23]. Να λοιπόν ακόμη ένας αποχρών λόγος δισταγμού του ποιητή στο ζήτημα της δημοσιοποίησης του έργου του στην Αγγλία. Τρίτον, δεν μπορούμε να μην σταθούμε στην ιδεολογική διαφοροποίηση του Αλεξανδρινού από τον Φόρστερ: διαφορετική αντίληψη της Ιστορίας, διαφορετική αντίληψη της αρχαιότητας, ως εκ τούτου διαφορετική αντίληψη της αγγλικής εξωτερικής πολιτικής και της ευρύτερης στάσης της Μεγάλης Βρετανίας απέναντι στο ζήτημα της Μικρασιατικής Καταστροφής, που σόκαρε τον –εν μέρει χριστιανίζοντα κι εν μέρει ελληνίζοντα- Καβάφη.
Ο ποιητής έλεγχε και σε κάποια σηµεία επενέβαινε στις πρώτες µεταφράσεις των ποιηµάτων του στα αγγλικά από τον Γιώργο Βαλασσόπουλο – αλλά από την αλληλογραφία του με τον Φόρστερ προκύπτει πως ο ίδιος δεν ενδιαφερόταν για την απήχηση της ποίησής του στο αγγλόφωνο κοινό περισσότερο από όσο τον ένοιαζαν οι έλληνες αναγνώστες του. Οταν ο Φόρστερ του έγραφε προσπαθώντας να δηµιουργήσει µια πιο θερµή σχέση ανάµεσά τους, ο ποιητής του απαντούσε αλλάζοντας θέµα. Αφενός τα γράµµατα του Καβάφη είναι πολύ πιο σύντοµα από εκείνα του Φόρστερ και ο ίδιος βρίσκεται, ως ποιητής, σε "ελαφρήν απόκλιση από το σύμπαν" [24], πιθανώς έχοντας βαθειά πεποίθηση ότι η ποίησή του θα κέρδιζε, μακροπρόθεσμα, την αθανασία και δίχως τις καλοπροαίρετες παρεμβάσεις του άγγλου ομοτέχνου του. Ο Καβάφης θεωρεί ότι ο Φόρστερ δεν μπορεί, παρά τις τεράστιες προσπάθειες που καταβάλλει, να κατανοήσει τον κόσμο της Ανατολής, παραμένοντας ένας αμετανόητος δυτικός, ο οποίος, μεταξύ άλλων, «θαυμάζει την αρχαιότητα χωρίς να είναι σε θέση να διακρίνει τη χριστιανική της συνέχεια» [25].
Η ελληνική έκδοση
Η αλληλογραφία Φόρστερ-Καβάφη δεν είναι απλώς τεκµήριο του λογοτεχνικού κλίµατος της εποχής και μιας προσωπικής σχέσης κοινής αισθητικής. Μας προσφέρει τη δυνατότητα να εκτιµήσουµε την υφέρπουσα ιδεολογική απόκλιση δύο σπουδαίων εκπροσώπων της διανόησης στις αρχές του εικοστού αιώνα και, στην τελική, μας αφορά περισσότερο από κάθε άλλον. Η ελληνική μετάφραση της Κατερίνας Γκίκα, όπως και η επιμελημένη έκδοση από τον «Ίκαρο» είναι αντάξιες των προσδοκιών ενός απαιτητικού κοινού και κόσμημα για τα εκδοτικά μας πράγματα. Αξιοσημείωτο είναι πως, στα σχέδια συμβολαίων για έκδοση των ποιημάτων του που λάμβανε από την Hogarth Press, ο Καβάφης αντέτεινε επιφυλάξεις πρακτικής υφής, ανησυχίες για την επιλογή και τελική μορφή των ποιημάτων, δισταγμούς ως προς τα πνευματικά δικαιώματα και ένα σωρό άλλα επιχειρήματα, ενδεικτικά της γενικότερης τοποθέτησής του πως μια έκδοση αγγλόφωνη του έργου του «θα είχε πρόωρον χαρακτήρα» (10 Δεκεμβρίου του 1925). Ο καταιγισμός προσφωνήσεων τύπου «ειλικρινά δικός σας, μένω…», «πάντα φίλος σας», «δικός σας πάντοτε…» δεν μπορεί να εκληφθεί παρά ως διπλωματικός ελιγμός, στα πλαίσια πάντοτε μιας εγκάρδιας σχέσης. Συχνά ο Καβάφης δικαιολογεί την αμέλειά του, επιστρατεύοντας κάποια αισθητικά γνωρίσματα της ποιητικής του γλώσσας. Και πράγματι, πέρα από κάθε τι άλλο, οι επιστολές του Καβάφη (ενός μαιτρ, εξάλλου, της εμπορικής αλληλογραφίας) θυμίζουν σε μεγάλο βαθμό τα ποιήματά του, τόσο ως προς την κρυπτικότητα, όσο κι ως προς τη διστακτικότητα: σβυσίματα, παλινδρομήσεις, φροντισμένο ύφος, όσο το δυνατόν μεγαλύτερος λακωνισμός, μπορεί κανείς να πει και υπεκφυγή. Αντιθέτως, ο Φόρστερ διατηρεί το ανυπόκριτο χιούμορ του, τον αυτοσαρκασμό του, και κλείνει σταθερά την εκάστοτε επιστολή του μ’ ένα ευφυολόγημα:
«Η σάλπιγγα για το δείπνο ήχησε και, μολονότι δεν προτίθεμαι ν’αλλάξω ρούχα,
οφείλω σε όλες τις εκδηλώσεις να πλένω το πρόσωπό μου, έτσι αντίο προς το παρόν
Με πολλή αγάπη κι ευχαριστίες από τον Ε.Μ. Φόρστερ.»
* Ο Νίκος Ξένιος είναι συγγραφέας και εκπαιδευτικός.
Φίλοι σε ελαφρήν απόκλιση
Ε. Μ. Φόρστερ, Κ. Π. Καβάφης
Μτφρ: Κατερίνα Γκίκα
Επιμ.: Peter Jeffreys
Ίκαρος 2013
Σελ. 180, τιμή € 16,00