
Για την «αναθεωρημένη» μελέτη του Δημήτρη Καράμπελα «Διονύσης Σαββόπουλος», που κυκλοφόρησε ξανά, με νέα επιμέλεια του συγγραφέα, από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Με όρους ημερολογιακούς και ουχί καλλιτεχνικούς, καίτοι η δημιουργικότητά του δεν έχει κατασιγάσει ούτε λεπτό, το 2025 θα μπορούσε να ονομαστεί και «έτος Σαββόπουλου». Με οκτώ δεκαετίες, πια, στην πλάτη και τη διάθεση του ιδίου να ανατρέξει στα του βίου του (καλλιτεχνικού και μη) εν μέση οδώ, κοινώς δημόσια, μέσω της αυτοβιογραφίας του Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα (εκδ. Πατάκη), γίνεται φανερό πως ο Νιόνιος θα είναι πάντα παρών.
Μπορεί να έχουν περάσει είκοσι έξι χρόνια από τον «Χρονοποιό», που συνιστά, και κατά τον ίδιο τον Σαββόπουλο, την τελευταία πράξη του μουσικού του corpus, εντούτοις μοιάζει σαν οι δίσκοι και τα τραγούδια του να έχουν μια παροντική δύναμη κι ας γράφτηκαν σε άλλες εποχές και με εντελώς διαφορετικές αιτίες. Ή, μήπως, δεν είναι έτσι ακριβώς;
Το εμβριθές δοκίμιο του Δημήτρη Καράμπελα για τον «Νιόνιο» του ελληνικού τραγουδιού, ξεκινάει από μια ουσιαστική πρόθεση και έναν καίριο… ελιγμό. Αφήνει κατά μέρος το μουσικολογικό μέρος της καλλιτεχνικής βιογραφίας (έργο που ο συγγραφέας παραδέχεται ότι δεν διαθέτει τη σκευή για να το υποστηρίξει), αλλά και την ιστορική-κοινωνιολογική πρόσδεση των τραγουδιών (θα έχαναν τη διαχρονικότητά τους).
Πρόκειται για αναθεωρημένη έκδοση, καθώς η πρώτη «κατάθεση» του συγγραφέα για τον Διονύση Σαββόπουλο έγινε το 2003. Τώρα, η νέα έκδοση, πατώντας στο βασικό «σώμα» της αρχικής, ανασυνθέτει κάποια θέματα και δίνει μια ευρύτερη διάσταση του φαινομένου «Σαββόπουλος». Τούτο το βιβλίο βαδίζει ανάμεσα στον άνθρωπο Διονύση και τον δημιουργό Σαββόπουλο. Αναλύει εις βάθος τη στάση του απέναντι στα κυρίαρχα ζητήματα της δημιουργίας (παρελθόν-παρόν, ανατολή-δύση), τη σχέση του με τους πατέρες του στη μουσική, την ποιητική των στίχων του, τους «συνομιλητές» του στην τέχνη της τραγουδοποιίας, αλλά και τη βαθιά και ουσιαστική σχέση του με την ποίηση.
Το επίσης σημαντικό με τη δουλειά του Καράμπελα είναι ότι δεν αποτελεί μια άνευ όρων ελεγεία για τον Νιόνιο. Δεν τον παρουσιάζει σε ένα βάθρο, από το οποίο οφείλουμε εμείς να τον «διαβάσουμε». Αντιθέτως, μας τον εμφανίζει συχνάκις απομυθοποιημένο, ενώ σε στιγμές που ο δημιουργός άφησε τον οίστρο κατά μέρος και τον κέρδισε ο διδακτισμός, όπως στην περίπτωση του «Κουρέματος», ο Καράμπελας στέκει κριτικά απέναντί του.
Ο ουσιαστικός κρίκος
Είναι, όμως, μοίρα του Σαββόπουλου να μας περιέχει όλους και στα πολλά καλά του και στα λίγα άσχημά του. Ενδέχεται, για λόγους μικροπολιτικούς, κάποιοι να τον έχουν αφορίσει. Μπορεί οι παλαιοί του σύντροφοι της Αριστεράς να αναφέρονται σ’ αυτόν με ήκιστα κολακευτικά σχόλια, ωστόσο η παρουσία του Σαββόπουλου στην ελληνική μουσική υπήρξε καθοριστική, καθότι γεφύρωσε ένα μεγάλο χάσμα ανάμεσα στον μέγιστο Τσιτσάνη και τους σπουδαίους συνθέτες (Χατζιδάκι και Θεοδωράκη). Υπήρξε ο ουσιαστικός κρίκος στην αλυσίδα της σύγχρονης ελληνικής μουσικής.
Ίσως αυτό να εξηγεί γιατί ταλαντεύτηκε μεταξύ παράδοσης και νεωτερικότητας. Γιατί συνδιαλέχθηκε με τον πλούτο της ελληνικής και της βαλκανικής μουσικής (βλ. Μπάλλος), αλλά είχε ως εικόνισμα τον Ντύλαν και τον Μπρασένς.
Ίσως αυτό να εξηγεί γιατί ταλαντεύτηκε μεταξύ παράδοσης και νεωτερικότητας. Γιατί συνδιαλέχθηκε με τον πλούτο της ελληνικής και της βαλκανικής μουσικής (βλ. Μπάλλος), αλλά είχε ως εικόνισμα τον Ντύλαν και τον Μπρασένς. Γιατί, αν και Χατζιδακικός, έπαιξε με τους δικούς του όρους τόσο στην ποιητική των στίχων, όσο και στη μουσική του ταυτότητα. Από το «Φορτηγό», όπου είναι το βάπτισμα του πυρός για τον Σαββόπουλο, ένας δίσκος που τον απογαλάκτισε από το οικογενειακό περιβάλλον και τη Θεσσαλονίκη, ένας δίσκος «φωναχτός» και δημιουργικά πρωτόλειος, έως τους «Αχαρνής», ο Καράμπελας ορίζει το πρώτο μέρος της πορείας του Σαββόπουλου, για να ανοίξει στη συνέχεια ένας δεύτερος με τη «Ρεζέρβα».
Είναι το σημείο που ο Διονύσης Σαββόπουλος, δίχως απαραίτητα να αφήνει εκτός την προσωπική του μυθολογία, αρχίζει να ανοίγεται κοινωνικά, να μας περιέχει όλους στα τραγούδια του, να στήνει χορούς, να επιλέγει αντί της μοναξιάς του τροβαδούρου, τον πληθυντικό της ομάδας.
Ο ποιητής Νιόνιος
Μέσα από ενδελεχή ανάλυση των στίχων του Σαββόπουλου, ο Καράμπελας δεν αναδεικνύει μόνο την ουσιαστική ποιητική του δημιουργού, αλλά καταλήγει και σε ένα συμπέρασμα που κάθε Σαββοπουλικός (sic) έχει ως θέσφατο: δίχως την ποίηση, τα τραγούδια του Σαββόπουλου θα έδειχναν ολότελα απογυμνωμένα.
Η σχέση με τον Ντύλαν, σε τούτο το σημείο, δείχνει να είναι οργανικά δεμένη. Όπως ο Μπομπ, έτσι και ο Νιόνιος φτιάχνει κάτι παραπάνω από έναν σκελετό μιας ιστορίας που μέλλει να τραγουδηθεί.
Είναι αυτή ακριβώς η ποιητική προδιάθεσή του που τον κάνει ξεχωριστό και ουσιαστικά έδειξε και το δρόμο στους μετέπειτα τραγουδοποιούς. Η σχέση με τον Ντύλαν, σε τούτο το σημείο, δείχνει να είναι οργανικά δεμένη. Όπως ο Μπομπ, έτσι και ο Νιόνιος φτιάχνει κάτι παραπάνω από έναν σκελετό μιας ιστορίας που μέλλει να τραγουδηθεί. Δημιουργούν έναν μύθο (πολλούς μύθους, εν προκειμένω), πάνω στους οποίους δεν πατούν μόνο οι νότες του πενταγράμμου, αλλά και η δική μας ιστορία. Καθενός προσωπικά, αλλά της Ελλάδας από το ’60 και μετά.
Όχι εμφανώς, αλλά καταστατικά, το βιβλίο του Καράμπελα δεν αναφέρεται μόνο στον Σαββόπουλο (αν και αυτό είναι το ζητούμενό του), αλλά μέσω του συγκεκριμένου δημιουργού, που αποτέλεσε σημαίνουσα μορφή του μεταπολιτευτικού τραγουδιού μας, αφήνει ανοιχτή την πόρτα να στοχαστούμε για τη σημασία του άσματος στη ύστερη νεωτερικότητα.
Η σημασία του τραγουδιού σήμερα
Συνεχίζει, άραγε, να μας δονεί, να μας ενώνει, να μας διαχωρίζει; Ποια είναι η σημασία του στη διαμόρφωση μιας ταυτότητας; Εξακολουθεί να είναι μια δύναμη πυρός για το κοινό συναίσθημα; Αν κρίνει κανείς για τις παντοειδείς προσλήψεις του έργου του Σαββόπουλου, το οποίο έπεσε πολλές φορές θύμα μιας διαμάχης, φαίνεται πως το τραγούδι διατηρεί μέσα μας την άσβεστη φλόγα της ταυτοτικής εμπειρίας που βιώνουμε ως άτομα, αλλά και ως σύνολο.
Ο Σαββόπουλος του σήμερα, προφανώς, δεν μπορεί να είναι ο παλαιός καθοδηγητής κοινών οραμάτων, όμως το γεγονός ότι μίλησε με μια άκρως ποιητική και κατανοητή γλώσσα και συγχρόνως έφτιαξε τη γέφυρα για να βρεθούν σε έναν κοινό τόπο ο σύγχρονος εσωτερικός διάλογος με τα κοινωνικά ζητήματα, δείχνει τη σημασία του στην ελληνική μουσική. Ως εκ τούτου, το βιβλίο του Δημήτρη Καράμπελα δεν είναι μόνο μια διείσδυση στον Σαββοπουλικό κόσμο, αλλά και στον δικό μας. Με την έννοια ότι ο δημιουργός και ο ακροατής, στην ουσία συνδιαμορφώνουν το πλαίσιο της σχέσης τους, ακόμη κι αν αυτή περάσει από χίλια μύρια κύματα.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Δημήτρης Καράμπελας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1972. Είναι διδάκτωρ Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών (Ιστορία του Δικαίου), εργάζεται ως δικηγόρος και ασχολείται ερευνητικά με την ύστερη ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα.