Για το βιβλίο της Αλεξάνδρας Θεοδωροπούλου «Επιβίωση και Ιερότητα: Η πρώιμη ανθρωπότητα, το ελληνικό κοσμοσύστημα και τα μυστήρια της Ελευσίνας» (εκδ. Παπαζήση).
Γράφει ο Κωνσταντίνος Β. Πρώιμος
Ιαχές της φυσικής κατάστασης και σύγχρονη ανθρώπινη συνθήκη
Ο χαρακτηρισμός της επισταμένης δοκιμιακής μελέτης είναι μόνο εν μέρει ακριβής στην περίπτωση του βιβλίου της Αλεξάνδρας Θεοδωροπούλου Επιβίωση και Ιερότητα: Η πρώιμη ανθρωπότητα, το ελληνικό κοσμοσύστημα και τα μυστήρια της Ελευσίνας (εκδ. Παπαζήση). Το βιβλίο της Θεοδωροπούλου είναι μια επιστημονική μελέτη και μια διδακτορική διατριβή που φαίνεται να ανταποκρίνεται σε μια χρόνια πλησμονή η οποία παρήγαγε ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα, κάτι σα μια έκρηξη που λειτουργεί σε πολλά διαφορετικά επίπεδα και πεδία. Διότι μολονότι υποστηρίχθηκε στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Παντείου Πανεπιστημίου, η μελέτη αυτή είναι πραγματικά διεπιστημονική με ένα εύρος κι ένα βάθος που εκτείνεται από τη φιλοσοφία μέχρι την ανθρωπολογία και από την πολιτική επιστήμη, την ιστορία και την κοινωνιολογία μέχρι τη θρησκειολογία και την αρχαιολογία.
Η θητεία της Αλεξάνδρας στην ποίηση που σχεδόν πάντα περιλαμβάνει μια κοπιαστική εργασία πάνω στη γλώσσα και τις λέξεις, πιστεύω ότι βρίσκεται πίσω από το επίτευγμα αυτό, της αβίαστης ροής του βιβλίου [...]
Είναι μια από αυτές τις μελέτες που κοινωνούν μια προσέγγιση στην ολότητα της ανθρώπινης κατάστασης και μάλιστα ιδωμένης στη διαχρονία της. Συνδυάζει τη δομική κοινωνική ανθρωπολογία όπως την εγκαινίασε ο Claude Levi-Strauss και η μετέπειτα γνωστή σχολή του Παρισιού με εκπροσώπους όπως ο Jean Paul Vernant, o Pierre Vidal-Naquet και άλλους, με αναφορές στον Γαλλικό σουρεαλισμό αλλά και την κλασική φιλολογία των Cambridge Ritualists με την έμφαση στην τελετουργία και στη θυσία ως πηγές του αρχαίου δράματος.
Αυτά τα λίγα σε ό,τι αφορά στο θέμα της μεθόδου, για την οποία πολλά ακόμα θα μπορούσε να πει κανείς. Αυτό που επίσης κάνει εντύπωση στο βιβλίο της Θεοδωροπούλου είναι τα ωραία ελληνικά, η χρήση της γλώσσας που είναι πηγαία και αβίαστη, έχει ροή και παρασύρει τον αναγνώστη σε ακατάπαυστο, σχεδόν βουλιμικό, ρυθμό ανάγνωσης του κειμένου, ένα προτέρημα που είναι καθαρά λογοτεχνικό. Η θητεία της Αλεξάνδρας στην ποίηση που σχεδόν πάντα περιλαμβάνει μια κοπιαστική εργασία πάνω στη γλώσσα και τις λέξεις, πιστεύω ότι βρίσκεται πίσω από το επίτευγμα αυτό, της αβίαστης ροής του βιβλίου, μολονότι πραγματεύεται ζητήματα δύσκολα και ουσιαστικά στα οποία εύκολα θα μπορούσε κανείς να υποπέσει σε ατοπήματα και λάθη αν όχι σε στάσεις, διλήμματα και συγγραφικά μπλόκα.
Η φυσική κατάσταση
Στο δια ταύτα τώρα, στο περιεχόμενο του βιβλίου, η Αλεξάνδρα Θεοδωροπούλου προϊδεάζει τον αναγνώστη ήδη από τον τίτλο της για τον υπαρξιακό χαρακτήρα του πονήματός της. Η επιβίωση είναι μια σύνθετη λέξη που σημαίνει την ζωή και τη διατήρησή της σε αντίξοες συνθήκες, τη συνέχιση της ζωής και το να επιζήσει κανείς παρά τις αντιξοότητες. Οι εκφράσεις «αγώνας για επιβίωση» και «οδηγός επιβίωσης» που υπάρχουν στην καθημερινή γλώσσα, πιστοποιούν ακριβώς αυτό το πεπρωμένο που κατατρύχει όχι μόνο τον άνθρωπο αλλά όλη την πανίδα και χλωρίδα της γης. Η επιλογή του όρου αυτού, της επιβίωσης, είναι άκρως επιτυχημένη, διότι και σήμερα η επιβίωση είναι ένα διακύβευμα τόσο ατομικό όσο και συλλογικό, στο βαθμό που οι ανθρώπινες παρεμβάσεις στη φύση έχουν δημιουργήσει τετελεσμένα τα οποία απειλούν να συντρίψουν συνολικά την ανθρωπότητα και την ίδια τη φύση, όπως για παράδειγμα η κλιματική αλλαγή.
Ο όρος επιβίωση ωστόσο είναι σημαντικός και για έναν ακόμα λόγο. Διότι η ιερότητα, ο άλλος πόλος στον οποίο η Αλεξάνδρα αντιπαραβάλει την επιβίωση, δεν είναι απλά και μόνο ένα επιφαινόμενο του εποικοδομήματος, λίγο ως πολύ τυχαίο και αυθαίρετο που θα μπορούσε και να εκλείψει χωρίς να επηρεαστεί η βάση, για να αναστήσουμε εδώ την παλιά μαρξιστική ορολογία. Είναι ένας εξίσου αναγκαίος πόλος, διότι η ιερότητα είναι ο τρόπος με τον οποίο βλέπουν και καταλαβαίνουν τη φύση οι πρώτοι άνθρωποι. Είναι «ο χαμένος κρίκος» ανάμεσα στον άνθρωπο και στη φύση, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η συγγραφέας ήδη στα προλεγόμενά της.
Η Θεοδωροπούλου είναι προσεκτική να μην αντιμετωπίσει με κανένα ιδεαλισμό ή εξιδανίκευση την φυσική κατάσταση.
Η ιερότητα είναι όρος επιβίωσης, δηλαδή, όπως φαίνεται από τις πρακτικές των πρώτων ανθρώπων, από την εποχή της φυσικής τους κατάστασης. Η φυσική κατάσταση δεν αφορά στην κατάσταση πριν συγκροτηθούν οι ανθρώπινες κοινωνίες όπως αυτή συναντάται στους κλασικούς θεωρητικούς της νεωτερικότητας, τον Hobbes και τον Rousseau, αλλά αφορά στην κατάσταση που κυριαρχεί το εθιμικό και προγονικό δίκαιο των μύθων και τελετουργιών. Οι πρώτοι άνθρωποι, κυνηγοί και τροφοσυλλέκτες, νομάδες ουσιαστικά, οι περισσότεροι εκ των οποίων προέρχονται από την Αφρική, έχουν μια ιδιαίτερη σχέση με το περιβάλλον τους που είναι μια σχέση ιερότητας, μια σχέση κατ’ουσίαν συμβολική, και αυτή ακριβώς η σχέση, πριν καν ξεχωρίσουν ως είδος από τα υπόλοιπα ζώα, τους επιτρέπει να επιβιώσουν.
Η Θεοδωροπούλου είναι προσεκτική να μην αντιμετωπίσει με κανένα ιδεαλισμό ή εξιδανίκευση την φυσική κατάσταση. Ωστόσο σε έναν κόσμο που έχει εισέλθει σε μια νέα γεωλογική εποχή, αυτή της ανθρωπόκαινου περιόδου, μια εποχή στην οποία οι κανόνες του περιβάλλοντος εν πολλοίς υπαγορεύονται από τον άνθρωπο και τις ανάγκες του, ποια είναι η φύση; Τι απομένει από αυτή; Και ακόμα περισσότερο φυσικά τι απομένει από την ιερότητα με την οποία συγκροτείται ο δεσμός με τη φύση, σε μια εποχή στην οποία η εκκοσμίκευση έχει καταλύσει κάθε μεταφυσική ή θρησκευτική πνευματικότητα. Οι ερωτήσεις αυτές δεν είναι ρητορικές ούτε αποσκοπούν να αμφισβητήσουν τα φαντασιακά μάγματα που περιέχει το βιβλίο της Θεοδωροπούλου, για να δανειστώ έναν όρο από τον Κορνήλιο Καστοριάδη που είναι επίσης ιδιαίτερα προσφιλής στην συγγραφέα. Σκοπεύουν αντίθετα να δημιουργήσουν αφορμές για να σκεφτούμε μαζί με τη συγγραφέα, να συσκεφτούμε όλες τις εξαίρετες αφορμές που δίνει το βιβλίο της για σκέψη.
H Αλεξάνδρα Θεοδωροπούλου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, με καταγωγή από το Αγρίνιο και τα Χανιά. Ολοκλήρωσε τις σπουδές της στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Robert Schuman του Στρασβούργου ενώ ενδιάμεσα φοίτησε και στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Βαρκελώνης. Είναι διδάκτωρ του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου Αθηνών. Προτού ενταχθεί στη Διπλωματική Υπηρεσία, μεταξύ άλλων, δίδαξε Δίκαιο στο Γαλλόφωνο Κέντρο Ανωτέρων Σπουδών της Αθήνας, ήταν συντάκτρια στην εφημερίδα «το Βήμα» και επιστημονική συνεργάτιδα του τμήματος Φιλοσοφίας της έδρας της UNESCO στο Παρίσι. Τελευταία της δημοσίευση: Eleusis, the Seeds of Life στο συλλογικό έργο Greece: A Modern Odyssey (εκδ. Paperwall Media and Publishing, 2019). |
Το ελληνικό κοσμοσύστημα
Ένα δεύτερο σημείο το οποίο θα ήθελα να σχολιάσω και το οποίο είναι κομβικό σε όλη την αφήγηση του κειμένου της Αλεξάνδρας Θεοδωροπούλου είναι το λεγόμενο ελληνικό κοσμοσύστημα. Ήδη από την αρχή του κειμένου της η συγγραφέας αναφέρει πώς η ιερότητα «μετουσιώθηκε», αυτό ακριβώς είναι το ρήμα που χρησιμοποιεί, σε λόγο στην αρχαία Ελλάδα, σε φιλοσοφία και τραγωδία και έγινε μέρος μιας συγκεκριμένης θέασης του κόσμου που βρίσκεται «στη ρίζα του δυτικού πολιτισμού» και την οποία αποκαλεί ελληνικό κοσμοσύστημα. Τους σοφιστές της κλασικής Αθήνας απασχολεί ήδη η αντίθεση νόμου και φύσης αλλά η αντίθεση αυτή είναι επίσης ορατή στην τραγωδία και στη φιλοσοφία και ειδικά στον Πλάτωνα. Η έξοδος από τη φυσική κατάσταση λαμβάνει χώρα με τη φιλοσοφία του Αριστοτέλη στην οποία ο άνθρωπος ορίζεται ως ζώον πολιτικόν, λόγον έχον. Η συγγραφέας στο σημείο αυτό διαβάζει τον Αριστοτέλη μέσα από τον Καστοριάδη, δίνοντας έμφαση στη φαντασία, δηλαδή στην ανθρώπινη σκέψη με εικόνες που ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι είναι χαρακτηριστικό της ψυχής που νοεί.
Η ιερότητα που συνιστούσε την φυσική κατάσταση των πρώτων ανθρώπων μετουσιώνεται σε ποίηση, τελετουργία, μυστήριο και πόλη στο ελληνικό κοσμοσύστημα και όντας μετουσιωμένη είναι παρούσα.
Σύμφωνα με τη Θεοδωροπούλου, η πόλη στο βαθμό που κατάγεται από την κώμη, την κοινότητα και την οικογένεια και στο βαθμό που γεννιέται από τη φυσική ορμή των ανθρώπων είναι φυσική. Η πόλη περιλαμβάνει και το μυθικό στοιχείο το οποίο εξιστορεί την καταγωγή των κατοίκων της. Ο Αριστοτέλης επιχειρεί, σύμφωνα με τη συγγραφέα, να συμφιλιώσει τον μύθο και τον λόγο, τη φύση και το νόμο, δίνοντας κεντρικό ρόλο στην ποίηση που διαμεσολαβεί ανάμεσά τους. Αυτόν τον ρόλο της ποίησης ασπάζεται και η συγγραφέας αναγνωρίζοντάς της κεντρικό ρόλο στο ελληνικό κοσμοσύστημα. Η ιερότητα που συνιστούσε την φυσική κατάσταση των πρώτων ανθρώπων μετουσιώνεται σε ποίηση, τελετουργία, μυστήριο και πόλη στο ελληνικό κοσμοσύστημα και όντας μετουσιωμένη είναι παρούσα. Αντίθετα στη σημερινή εποχή της βιοπολιτικής, η ιερότητα εκλείπει· υφιστάμεθα ένα ποιητικό κενό στο οποίο το ρόλο του συμβολικού έχει αναλάβει η διαφήμιση και η προπαγάνδα και το ρόλο της ιεροτελεστίας, η κατανάλωση.
Η συγγραφέας αναφέρεται στον Γιώργο Κοντογιώργη που ερμηνεύει το ελληνικό κοσμοσύστημα ως ανθρωποκεντρικό με βασικό γνώμονα την έκφραση της ατομικής ελευθερίας. Στο ελληνικό κοσμοσύστημα μύθος και λόγος συνυπάρχουν και μάλιστα θεματοποιούνται ως αντίθετα δίπολα. Θα έλεγα ότι ο όρος σύστημα που χρησιμοποιείται κατά κόρο από τη συγγραφέα και τον Γιώργο Κοντογιώργη, χρειάζεται πολλή συζήτηση. Χαρακτηριστικό του συστήματος είναι η συνεκτική και ενοποιητική ολότητα τα στοιχεία της οποίας αλληλεπιδρούν και αλληλοσχετίζονται. Νομίζω ότι ο νεωτερικός αυτός όρος μπορεί σε ένα βαθμό να ταιριάζει στον Αριστοτέλη που έχει μια κυρίαρχη παρουσία στο κείμενο της συγγραφέως αλλά συνολικά ίσως να αδικεί την πολυπλοκότητα και τις αντιφάσεις που εμπεριέχει ο αρχαίος ελληνικός κόσμος. Μια χαρακτηριστική αντισυστημική ανάγνωση της αρχαίας ελληνικής δημοκρατίας που εμπλέκει τον όρκο και το ιερό είναι αυτή της Nicole Loraux, La cité divisée: L’oubli dans la mémoire d’Athènes, μιας συγγραφέως που έχει πολλά κοινά με την Αλεξάνδρα Θεοδωροπούλου.
Η Δήμητρα και ο Διόνυσος
Κεντρική σημασία στην μελέτη της Αλεξάνδρας Θεοδωροπούλου διαδραματίζει ο θεός Διόνυσος, ένας θεός «έφηβος, χθόνιος και σεληνιακός» ο οποίος αντιπαραβάλλεται στον Απόλλωνα, το θεό του λόγου και του ονείρου. Στη Γέννηση της Τραγωδίας, ένα από τα πρώτα και πιο σημαντικά έργα του Friedrich Nietzsche, λαμβάνει χώρα η αντιπαραβολή αυτή μεταξύ Διόνυσου και Απόλλωνα, μέθης και ονείρου, αταξίας και τάξης, πλάνης και αλήθειας. Τόσο ο Διόνυσος όσο και ο Απόλλωνας είναι οι θεοί πίσω από τους μύθους της αρχαίας Ελλάδας αλλά και πίσω από τις ιερές τελετουργίες της και τελικά πίσω από το θέατρο. Με αναφορά στους Cambridge Ritualists, η Αλεξάνδρα Θεοδωροπούλου αναλύει τα μυθολογικά αρχέτυπα και τις τελετές αλλά και την τέχνη στις οποίες οδηγούν που «φανερώνουν την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ψυχής στη συλλογική της έκφραση», συνειδητή και ασυνείδητη. Διότι αυτό που προσπαθεί από την αρχή να αναδείξει η συγγραφέας είναι ότι η ανάγκη για επιβίωση περιλαμβάνει την ελπίδα που προσφέρουν στον πολίτη τα μυστήρια και οι ιερές τελετουργίες. Η εμβάθυνση της Αθηναϊκής δημοκρατίας πάει χέρι με χέρι με την ενίσχυση της Ελευσίνας ως ιερού τόπου των μυστηρίων.
Παίρνοντας αφορμή από τον Ομηρικό ύμνο στη Δήμητρα, η συγγραφέας αξιοποιεί το μύθο σύμφωνα με τον οποίο νυμφεύτηκε την κόρη της ο Πλούτωνας και την έκανε βασίλισσα του κάτω κόσμου.
Η συγγραφέας αν και αναφέρεται στον Nietzsche, δεν επαναλαμβάνει τη διάκρισή του μεταξύ Απόλλωνα και Διόνυσου, αλλά την αντικαθιστά με τη διάκριση μεταξύ Διόνυσου και Δήμητρας. Παίρνοντας αφορμή από τον Ομηρικό ύμνο στη Δήμητρα, η συγγραφέας αξιοποιεί το μύθο σύμφωνα με τον οποίο νυμφεύτηκε την κόρη της ο Πλούτωνας και την έκανε βασίλισσα του κάτω κόσμου. Το άχθος της Δήμητρας για την συμφορά που τη βρήκε το κάνει επιμέλεια της γης και των αγρών, μέσω των οποίων επιστρέφει, έστω και εμμέσως, στον πάνω κόσμο. Η Δήμητρα είναι θεά της γεωργίας και του ήμερου βίου που, ψάχνοντας την κόρη της, περιπλανήθηκε στην Ελευσίνα και ξεκουράστηκε εκεί, συμβάλλοντας έτσι στη μυθική πλαισίωση των Ελευσίνιων μυστηρίων και τελετών. Είναι μια αρχετυπική φιγούρα της οποίας το ανάλογο υπάρχει και σε άλλους λαούς, το ζωτικό στοιχείο της γης και χαρακτηριστικό πρότυπο της γυναίκας τροφοσυλλέκτη την οποία κατατρύχει το όραμα «της αβύσσου του πυρήνα», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η συγγραφέας, προβάλλοντας την Δημήτρια όψη του κόσμου, αξιοποιώντας πηγές από τον Carl Jung ως τον Carl Kerenyi. Η Δημήτρια άποψη του κόσμου χαρακτηρίζεται από σιωπή και σεμνότητα.
Συζεύοντας το δημήτριο με το διονυσιακό, η συγγραφέας επιθυμεί να παρουσιάσει «τη σαμανιστική παράδοση της πλάνης, της θυσίας, της εμπειρίας θανάτου, της θεραπείας και της αναγέννησης». Η Δήμητρα ως άλλος Ιησούς κατεβαίνει στον κόσμο των θνητών αποφασισμένη να ζήσει με αυτούς ψάχνοντας την κόρη της και παίρνοντας τον ρόλο της τροφού, ταυτιζόμενη με τη γη. Η Δημήτρια άποψη του κόσμου συμπίπτει δηλαδή με τη γενεσιουργό δύναμη της φύσης όπως αυτή ενσαρκώνεται από το θηλυκό αρχέτυπο. Η αξία της είναι η φιλότης, «η δύναμη της θάλλουσας ζωής που κάνει τη γη να καρποφορεί σιτάρι και αμπέλι» η γονιμότητα της γης και η συναφής γονιμότητα των γυναικών.
Επίλογος
Από τη μία πλευρά έχουμε την βιοπολιτική εξουσία, όπως αυτή αναλύεται από τον Michel Foucault και αφορά στις περισσότερες σύγχρονες δυτικές κοινωνίες που είναι εκκοσμικευμένη και από την άλλη έχουμε τον ισλαμικό φονταμενταλισμό, την κορυφαία αντίδραση στην αποικιοκρατία, ενδεδυμένη με το πέπλο του ιερού. Πώς μπορούν οι κοινωνίες της Δύσης στις οποίες σύμφωνα με τη συγγραφέα κυρίαρχα τελετουργικά στοιχεία είναι το διονυσιακό και το δημήτριο τα οποία μορφοποιήθηκαν στο ελληνικό κοσμοσύστημα, να πορευτούν, ξαναβρίσκοντας τις πηγές τους και ανανεώνοντας την ταυτότητά τους, ανάμεσα στη Σκύλα της εκκοσμίκευσης και τη Χάρυβδη του φονταμενταλισμού; Ρωτά η συγγραφέας: «Άραγε ανατρέχοντας ο σύγχρονος άνθρωπος στη διαδικασία της μνήμης, μέσα από τα ορόσημα του ιερού, τα σύμβολα, τους τόπους και τους χρόνους του, θα μπορούσε, έστω και λίγο, να θεραπεύσει τη σχέση του με τη φύση;» Η σεμνότητα και η απόταξη της υπέρμετρης φιλοδοξίας για διάκριση, είναι αξίες που μπορούν να θεραπεύσουν τη σημερινή σχέση μας με τη φύση; Ίσως. Σε κάθε περίπτωση από κάπου οφείλει να ξεκινήσει κανείς.
Το θηλυκό αρχέτυπο του οποίου την εξουσία θέλει να αποκαταστήσει η συγγραφέας, μετά την έκλειψη της μητριαρχίας, προκειμένου να διορθώσει τα κακώς κείμενα στην ανθρώπινη κατάσταση είναι προφανώς ευπρόσδεκτο, με δεδομένη την ανάλυσή της. Η Δημήτρια οπτική του κόσμου ενσαρκώνει και συνοδεύει το θηλυκό αυτό αρχέτυπο. Ωστόσο σε μια εποχή που οι κατηγορίες θηλυκό και αρσενικό πλήττονται και στη θέση τους εμφιλοχωρούν συνθήκες και καταστάσεις που επικαλούνται το αδιαφοροποίητο μεταξύ των φύλων, είναι άραγε ακόμα εφικτή η επίκληση του θηλυκού αρχέτυπου; Υφίσταται αυτό ακόμα ως τέτοιο και υπό ποιους όρους; Η συσσωρευμένη αντιπάθεια που έχει συγκεντρωθεί στις διακρίσεις των φύλων στις πολυπολιτισμικές κοινωνίες της Δύσης, προσφέρει αμφιλεγόμενες υπηρεσίες στους ανθρώπους στο βαθμό που τους στερεί μέρος της ταυτότητάς τους. Η ατομική ταυτότητα μπορεί να απαρτίζεται από όποια στοιχεία θέλει η ιδιοσυγκρασία του καθενός αλλά τα αρχέτυπα, θηλυκό και αρσενικό, θα ήταν προς όφελός μας να συνεχίσουν να υπάρχουν, στο βαθμό που στοιχεία τους συμβάλουν καθοριστικά στην προσωπική ταυτότητα.
* Ο Δρ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Β. ΠΡΩΙΜΟΣ είναι επίκουρος καθηγητής στο τμήμα αρχιτεκτόνων μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών, κριτικός τέχνης και επιμελητής εκθέσεων.