Για το βιβλίο του Γιώργου Π. Πεφάνη «Οι Μυκήνες δεν ήταν το παν – Καμπανελλικά ανάλεκτα» (εκδ. Κάπα Εκδοτική). Στην κεντρική εικόνα, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης.
Γράφει η Ελευθερία Ράπτου
Οι Μυκήνες δεν ήταν το παν (εκδ. Κάπα Εκδοτική) είναι μια συλλογή από μελετήματα τα οποία έγραψε ο Γιώργος Π. Πεφάνης κατά την πολυετή, επίμονη και εξόχως εμβριθή έρευνα γύρω από την πολυσχιδή προσωπικότητα του σπουδαίου νεοέλληνα δραματουργού Ιάκωβου Καμπανέλλη. Ο πολυγραφότατος Γιώργος Πεφάνης, είναι άοκνος ερευνητής, φιλόσοφος και θεωρητικός του θεάτρου, Καθηγητής στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ, στο οποίο διατελεί και πρόεδρός του. Εδώ, η συλλογή δεν αποτελεί απλώς ένα επιμύθιο για το σύνθετο και επιδραστικό δραματικό έργο του Καμπανέλλη. Δεν είναι μονομερώς ένα ακαδημαϊκό πόνημα, που αφορά αποκλειστικά τους επαΐοντες, Δεν είναι αμιγώς ένα πολυδιάστατο σύγγραμμα με άξονα τη θεατρολογική ανάλυση. Επί της ουσίας αποτελεί ένα σύμπλοκο έργο που δομείται βάσει ποικίλων και διασταυρούμενων αξόνων. Μέσα από δέκα κείμενα που συστήνουν την έκδοση, και τα οποία γράφτηκαν σε διαφορετικές περιστάσεις και χρονικές στιγμές, ο βασικός στόχος του συγγραφέα και κριτικού θεάτρου είναι η συστηματική προσέγγιση, ανάλυση και σημασιοδότηση κυρίως των αθέατων πλευρών της καμπανελλικής δραματουργίας. Αυτές ακριβώς οι αθέατες δραματουργικές, αναπαραστατικές, ολιστικές δυνάμεις εξετάζονται, καθίστανται δε ορατές και ευεπίφορες στη χρήση ως σημαντικά μέσα σημασιοδότησης, εμπειρίας, ανάλυσης και εξέλιξης του καμπανελλικού κόσμου σε σύγχρονο ερευνητικό και επιτελεστικό περικείμενο.
Η οπτική που προτείνει ο Πεφάνης εξάλλου, πέρα από την επιστημονική, ολιστική διερεύνηση και διερώτηση, τείνει να επαναφέρει εμφατικά το αίτημα για μια ολοκληρωμένη και εξωστρεφή πολιτιστική πολιτική για τις τέχνες γενικά και για το θέατρο ειδικότερα.
Η πολιτική, οικονομική, κοινωνιολογική, γλωσσολογική, πολιτισμική διάσταση των δραμάτων του Καμπανέλλη αναδεικνύεται μέσα από το βιβλίο, που έρχεται όχι μόνο να «ανοίξει» ερμηνευτικά το λόγο του Καμπανέλλη, αλλά να προτείνει τρόπους φιλοσοφικής, πολιτισμικής, παραστασιακής προσέγγισης τόσο των έργων του νεοέλληνα δραματουργού όσο και της συνολικής προσέγγισης της νεοελληνικής δραματουργίας. Τούτο συμβαίνει γιατί οι Μυκήνες ως σύγγραμμα είναι ένα βασικό εγχειρίδιο ανάλυσης και γνώσης της θεωρίας του θεάτρου, της ιστορίας του, με αφορμή τον Καμπανέλλη. Εξάλλου και ο ίδιος ο δραματουργός ήταν γνώστης της ανεπίσημης ιστορίας του νεοελληνικού θεάτρου, και όπως συμβαίνει με κάθε ιστορική πτυχή, όλα ομονοούν, μέσα από ρήγματα και συνενώσεις, στην ευρύτερη πολιτισμική ιστορία της χώρας μας. Η οπτική που προτείνει ο Πεφάνης εξάλλου, πέρα από την επιστημονική, ολιστική διερεύνηση και διερώτηση, τείνει να επαναφέρει εμφατικά το αίτημα για μια ολοκληρωμένη και εξωστρεφή πολιτιστική πολιτική για τις τέχνες γενικά και για το θέατρο ειδικότερα.
Ο Πεφάνης δουλεύει εντατικά σε τρία βασικά επίπεδα: α) κριτικό-αναλυτικό, β) ερευνητικό, γ) φιλοσοφικό-διεπιστημονικό. Στη συλλογή παραθέτει, με γενναιοδωρία και πάντα με συνάφεια, κομμάτια από τα έργα του Καμπανέλλη, μια πρακτική χρήσιμη για τον αναγνώστη, καθώς λειτουργεί αφενός θεωρητικά, αφετέρου εφαρμοστικά διά του παραδείγματος. Με αυτό τον τρόπο ο αναγνώστης, ακόμα και ο λιγότερο εξοικειωμένος με το έργο του Καμπανέλλη, αποκτά σαφή γνώση και κατανοεί την εκάστοτε ηγεμονεύουσα διερώτηση του συγγραφέα. Το βιβλίο συγκροτείται από δέκα κεφάλαια και συνοδεύεται στο τέλος από ευρύτατη βιβλιογραφία και ευρετήρια θεατρικών έργων και ονομάτων. Η διάρθρωση των κεφαλαίων είναι περισσότερο εννοιολογική και όχι χρονολογική, αναδεικνύοντας τα μεταμοντέρνα ωφελήματα που μας απελευθερώνουν από αναγκαστικές χρονολογικές οργανώσεις και δίνουν την ευκαιρία για την ουσία, για τη ροή της πληροφορίας και την εστίαση σε κρίσιμους κόμβους.
Ο Καμπανέλλης, σύμφωνα με τον ερευνητή, δεν αρκείται στην απλή παράσταση προσώπων, αντικειμένων, καταστάσεων, αλλά στην προσεκτική ανάδειξη μιας ολοένα αναπτυσσόμενης σχεσιακότητας.
Στο πρώτο κεφάλαιο αναδεικνύεται η μοντέρνα-νεωτερική και διαρκώς σύγχρονη ματιά του Καμπανέλλη, καθώς στο έργο του ο Πεφάνης αναγνωρίζει την πολυτροπική προσέγγιση του συγγραφέα σε κάθε του δραματουργικό στόχο. Από το πλέον προφανές που είναι η συμπερίληψη των ανθρώπων του μόχθου, αλλά και των αστών, του συνδυασμού της δημώδους ποίησης και των δημοτικών ρυθμών με την κλασική παιδεία και την ευρωπαϊκότητα, μέχρι τις άρρητες διαπλοκές εμπειριών, χώρων, χρονικών επιπέδων. Ο Καμπανέλλης, σύμφωνα με τον ερευνητή, δεν αρκείται στην απλή παράσταση προσώπων, αντικειμένων, καταστάσεων, αλλά στην προσεκτική ανάδειξη μιας ολοένα αναπτυσσόμενης σχεσιακότητας.
Στο δεύτερο κεφάλαιο ο Πεφάνης εστιάζει στο ζήτημα της μνήμης, στην παραστασιακή της δυναμική καθώς και στις συναφείς επικράτειες της ευθύνης, της πολιτικής και πολιτισμικής αυτογνωσίας. Με άξονα μια ομάδα έργων, από το Μαουτχάουζεν, μέχρι το Οι δύσκολες νύχτες του κυρίου Θωμά, και φυσικά τον Κρυφό Ήλιο (που ανακαλύφθηκε σχετικά πρόσφατα) τα ζητήματα της μνήμης αναλύονται συστηματικά. Στο τρίτο κεφάλαιο ο Πεφάνης εισάγει τον αναγνώστη και μελετητή σε εξεζητημένες έννοιες της σημειολογίας του θεάτρου, της γλωσσολογίας, της φιλοσοφίας, καταδεικνύοντας το πόσο σύνθετη είναι η θεατρολογική έρευνα και ανάλυση. Με κεντρικά επίδικα τις έννοιες του περιεκτικού στοχασμού και των σύντομων διαλόγων μέσα στο δραματικό κείμενο, ο ερευνητής εμπλουτίζει την αναλυτική εργαλειοθήκη, «ξεκλειδώνει» τα καμπανελλικά δράματα και εντοπίζει το συνεχή διάλογο μεταξύ του υποκειμενικού και του αντικειμενικού, του κανόνα με την εξαίρεση, του εαυτού με τον άλλο.
Ο Γιώργος Πεφάνης, «άοκνος ερευνητής, φιλόσοφος και θεωρητικός του θεάτρου, Καθηγητής στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ και πρόεδρός του». |
Μαθήματα σύνταξης ερευνητικών πρωτόκολλων
Η χωροχρονική «αγωνία», ο χώρος και ο χρόνος που καταλαμβάνουν οι στοχασμοί των δραματικών προσώπων, η χωροχρονική διαστολή και συστολή που αποτελούν μείζον παραστασιακό επίδικο, η ρητορική των αποφάνσεων, ο διαπιστωτικός και επιτελεστικός χαρακτήρας του καμπανελλικού λόγου, προτείνονται από τον συγγραφέα και διερευνώνται σε βάθος και προσεκτικά. Ο αναγνώστης με αφετηρία την ανάλυση του έργου του Καμπανέλλη, έχει τη δυνατότητα να ωφεληθεί από την πυκνή ανάλυση του Πεφάνη, καθώς ο τελευταίος προσφέρει την ευκαιρία της περαιτέρω χρήσης των αναλυτικών εργαλείων και σε άλλα πεδία της θεατρολογικής και φιλοσοφικής έρευνας. Ο Πεφάνης με αυτό τον τρόπο δίνει μαθήματα σύνταξης ερευνητικών πρωτόκολλων και ερευνητικής διερώτησης.
Οι εκλεκτικές συγγένειες μεταξύ του Luigi Pirandello και του Καμπανέλλη (τέταρτο κεφάλαιο) αποτελούν ακόμα ένα αντικείμενο μελέτης με το οποίο έχει ασχοληθεί ο συγγραφέας. Μέσα από την ανάλυση αυτής της «συγγένειας», η έννοια και η εφαρμογή της διακειμενικότητας παρουσιάζονται υποδειγματικά. Ακολούθως στην πολιτική τριλογία που αποτελείται από Το μεγάλο μας τσίρκο, Το κουκί και το ρεβύθι, Ο εχθρός λαός, ο Πεφάνης εστιάζει στο πολιτικό και επαγωγικά πολιτισμικό πλαίσιο που ο Καμπανέλλης ενδοβάλλει στα έργα αυτά, ενώ στη συνέχεια η ιστορικότητα, το προοδευτικό πολιτικό πρόσημο, η έννοια της δημοκρατίας σε δύσκολους καιρούς, αλλά και η ιστορικότητα της γλώσσας και του θεατρικού κειμένου, είναι η βασικές ορίζουσες του εν λόγω δοκιμίου.
Ο Πεφάνης δουλεύοντας με επιμονή στο αρχείο του Καμπανέλλη, διασταυρώνοντας πηγές και ποικίλο αρχειακό υλικό, έχει καταφέρει να εμπλουτίσει την εργογραφία του Καμπανέλλη με έργα του, που πριν κάποια χρόνια είτε ήταν δυσπρόσιτα, είτε δεν είχαν εντοπιστεί.
Στο επόμενο κεφάλαιο (έκτο) αναλύονται προσεκτικά οι στιχουργικές συνθέσεις του Καμπανέλλη, που εντάσσονται τόσο μέσα σε θεατρικά του έργα όσο και εκείνες που προορίζονται αυτοτελώς για μελοποίηση. Στην ενότητα που ακολουθεί (έβδομο κεφάλαιο) αναπτύσσεται η οικονομική και ηθική διάσταση των έργων του Καμπανέλλη, με έμφαση μάλιστα στο αειθαλές θεατρικό του Τα τέσσερα πόδια του τραπεζιού, όπου η νέα οικονομική και πολιτική συνθήκη, ο κρατικιστικός νεοφιλελευθερισμός ως συμπεριφορά, το χρήμα, η εξουσία, η πολιτισμική εξέλιξη του νεοελληνικού μεταπρατικού μοντέλου αποτελούν διαρκώς σύγχρονα πεδία προβληματισμού. Στο όγδοο κεφάλαιο ο Πεφάνης εστιάζει σε σκηνοθετικά ζητήματα και στη μοντέρνα αλλά και μεταμοντέρνα σκηνική διαχείριση του χρόνου, της διάβασης-περάσματος και του εαυτού, υπαρκτικές ορίζουσες που είναι απολύτως ευδιάκριτες στη γραφή του Καμπανέλλη και εξόχως προκλητικές ως προς τη σκηνική ανάδειξη και διαχείριση.
Ακολουθεί, στο ένατο κεφάλαιο, η παρουσίαση του μέχρι πριν λίγα χρόνια λανθάνοντος θεατρικού έργου του Καμπανέλλη Ο κρυφός ήλιος. Αξίζει να αναφερθεί η σπουδαιότητα της θεατρολογικής έρευνας, καθώς με επιμονή οι ερευνητές μελετούν και ανακαλύπτουν πλήθος χαμένων έως τώρα θεατρικών «ψηφίδων» που συγκροτούν με τον καιρό, μια όλο και πιο ολοκληρωμένη εικόνα της ιστορίας του ελληνικού θεάτρου. Ο Πεφάνης δουλεύοντας με επιμονή στο αρχείο του Καμπανέλλη, διασταυρώνοντας πηγές και ποικίλο αρχειακό υλικό, έχει καταφέρει να εμπλουτίσει την εργογραφία του Καμπανέλλη με έργα του, που πριν κάποια χρόνια είτε ήταν δυσπρόσιτα, είτε δεν είχαν εντοπιστεί.
Ένα έργο για τα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης
Ο Kρυφός ήλιος είναι ένα έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη που είχε υποβληθεί προς κρίση στην Επιτροπή του Εθνικού Θεάτρου το Μάρτιο του 1951, η οποία το απορρίπτει το Μάιο του ίδιου έτους. Σύμφωνα με τον ερευνητή πρόκειται για ένα από τα τέσσερα πρώτα έργα που συνέγραψε ο δραματουργός μετά τη διάσωση και επιστροφή του από το στρατόπεδο εργασίας και εξόντωσης Μαουτχάουζεν. Και στον Κρυφό ήλιο, η εμπειρία του εγκλεισμού στα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης είναι η ηγεμονεύουσα οπτική. Σύμφωνα με την έρευνα του Πεφάνη, στο εν λόγω θεατρικό, το επίκεντρο της δράσης αφορά στο στρατόπεδο Inzersdorf, που λειτουργούσε ως διαμετακομιστικός κόμβος και στρατόπεδο διαλογής. Το έργο παρουσιάζεται στη μελέτη αναλυτικά, με έμφαση στη λειτουργία και το είδος των σκηνικών οδηγιών, στις στρατηγικές πληροφόρησης και εστίασης της προσοχής, στα δραματικά πρόσωπα και την ηθική τους σκευή, στις διακειμενικές σχέσεις.
Στο καταληκτικό κεφάλαιο του βιβλίου ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με ακόμα μια ανακάλυψη: Το τρίπρακτο έργο Άνθρωποι και ημέρες, που χρονολογείται γύρω στο 1946-1947 και μπορεί να θεωρηθεί, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, ως το πρώτο, ολοκληρωμένο έργο του Καμπανέλλη. Η νοσταλγία αναδεικνύεται ως σημαντικός σημασιολογικός και δραματουργικός κόμβος στο Άνθρωποι και ημέρες, και όπως αναφέρει ο Πεφάνης, πρόκειται για τον «απογοητευτικό νόστο». Για εκείνο το είδος νόστου που το παρόν δεν δύναται να επιβεβαιώσει ή να δικαιώσει ή να ικανοποιήσει τη μνήμη μιας εμπειρίας. Αυτό το μοτίβο επανέρχεται στα έργα του Καμπανέλλη και σύμφωνα με τον ερευνητή, βρίσκεται εμφατικά στο Οδυσσέα γύρισε σπίτι και στην Τελευταία Πράξη.
Οι Μυκήνες δεν ήταν το παν είναι ένα σπονδυλωτό μελέτημα του Γιώργου Π. Πεφάνη, που δεν αποτελεί έναν μονοσήμαντο, εμπεριστατωμένο οδηγό στο σύμπαν της καμπανελλικής δραματουργίας. Τουναντίον ο κάθε ερευνητής, θεατρολόγος, θεωρητικός του θεάτρου και της λογοτεχνίας, αλλά και ο διανοούμενος, ο ερευνητής από πεδία όπως οι πολιτισμικές σπουδές, η ιστορία, η ανθρωπολογία, η οικονομία, η πολιτική μπορεί να ανατρέξει και να χρησιμοποιήσει ως περαιτέρω ερευνητικό εργαλείο, την ατελώνιστη και πυκνή γνώση που προσφέρει ο συγγραφέας του μελετήματος. Η θεατρολογική έρευνα εξάλλου είναι σύνθετη διαδικασία, στην οποία ποικίλα γνωστικά πεδία αλληλοδρούν και από την οποία αρδεύουν, καταδεικνύοντας τον κομβικό και συνάμα ρηγματικό ρόλο του θεάτρου και της έρευνας γύρω από αυτό.
* Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΡΑΠΤΟΥ είναι θεατρολόγος-εκπαιδευτικός και κριτικός θεάτρου.