Για το βιβλίο της Νάταλι Γκόλντμπεργκ «Το μονοπάτι της γραφής: Ανακαλύπτοντας την ικανότητά σου να γράφεις» (μτφρ. Λένα Καλλέργη, εκδ. Οκτώ).
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Είναι θεμελιώδες: ακούμε ιστορίες, λέμε ιστορίες, γράφουμε ιστορίες. Ποια χρεία έχουν στη ζωή μας όλες αυτές οι διηγήσεις αν όχι να μας επανασυνδέσουν με τον κόσμο και τον εαυτό μας μέσα στο πλατύ ποτάμι της ζωής; Εντέλει να νοηματοδοτούν συνεχώς αυτό που είμαστε και το οποίο δεν φαίνεται διά γυμνού οφθαλμού, αλλά συντίθεται σαν ιστός αράχνης μέσα μας. Αδιόρατα, αχόρταγα, εξακολουθητικά.
Αν, λοιπόν, υπάρχει μια απάντηση στο ερώτημα «γιατί γράφουμε;» είναι αυτή: διότι είμαστε άνθρωποι κι αυτό το βάρος δεν αντέχεται αν δεν διοχετευτεί σε κάτι δημιουργικό, σε κάτι που μπορεί να μας ξεπερνάει και να περιέχει κάτι ολότελα δικό μας που, όμως, αφορά και τους άλλους.
Το θέμα, ωστόσο, παραμένει: πώς γράφει κανείς; Ποιο δρόμο πρέπει να ακολουθήσει; Υπάρχει φόβος να εκτραπεί από το στόχο του; Είναι οι τεχνικές αυτές που θα τον επαναφέρουν στις ράγες της δημιουργίας;
Η συγγραφέας Νάταλι Γκόλντμπεργκ, κουβαλώντας μια πολύχρονη εμπειρία σε μαθήματα δημιουργικής γραφής ανά τον κόσμο, αποφάσισε να γράψει ένα βιβλίο που μοιάζει με modus operandi για επίδοξους συγγραφείς. Καρπός αυτής της προσπάθειας είναι το Μονοπάτι της γραφής: Ανακαλύπτοντας την ικανότητά σου να γράφεις που εκδόθηκε πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Οκτώ σε μετάφραση της Λένας Καλλέργη.
Ελάχιστοι γνωρίζουν εξαρχής τι θα γράψουν και πώς, οι περισσότεροι μπαίνουν με το φόβο του «παγωμένου νερού» που θα διαπεράσει τη σπονδυλική τους στήλη.
Το βιβλίο έχει διανύσει μακρύ δρόμο έως τις μέρες μας. Ήδη, γιορτάζει την 30ή (επετειακή) του έκδοση, μπήκε στα σχολεία της Αμερικής, έγινε best seller, προσέφερε στην Γκόλντμπεργκ απίστευτη δημοφιλία (σε σημείο να θεωρείται κάτι σαν γκουρού των μαθημάτων γραφής) και, σίγουρα, απέδειξε πως εκεί έξω υπάρχει πολύς κόσμος που διψάει πραγματικά να γράψει κάτι δικό του. Όχι απαραίτητα για τους ίδιους λόγους (δεν χρειάζεται), αλλά κατά βάθος με το ίδιο κινούν αίτιο: την αυτοέκφραση δίχως περιορισμούς.
Μπορεί στη χώρα μας τα μαθήματα δημιουργικής γραφής να έχουν δαιμονοποιηθεί ή ακόμη και λοιδορηθεί από τους «καθαρογράφους» της λογοτεχνίας, εντούτοις στις ΗΠΑ (και όχι μόνο), θεωρούνται ένα πρώτο –βασικό– στάδιο εισόδου στον μαγικό και δύσκολο κόσμο της γραφής. Ελάχιστοι γνωρίζουν εξαρχής τι θα γράψουν και πώς, οι περισσότεροι μπαίνουν με το φόβο του «παγωμένου νερού» που θα διαπεράσει τη σπονδυλική τους στήλη. Πηγαίνουν ψάχνοντας στο σκοτάδι με ένα ελάχιστο φως να φέγγει μόλις το επόμενο βήμα τους. Ούτε καν το μεθεπόμενο.
Διαβάζοντας το βιβλίο της Γκόλντμπεργκ, είτε είσαι δεξιοτέχνης της γραφής, είτε ένας ντεμπιτάντ, αντιλαμβάνεσαι πως η δύναμη της γραφής είναι ουσιώδης και καθοριστική στην πραγμάτωση του εαυτού σου. Δεν είναι η μόνη που μπορεί να το κάνει (αν μη τι άλλο, υπάρχουν δεκάδες άλλες μορφές έκφρασης), ωστόσο είναι η πιο λιτή: χρειάζεσαι μόλις μια λευκή κόλλα και ένα στυλό για να ξεκινήσεις να ξεδιπλώνεις τις λέξεις στο χαρτί.
Δεν είναι ένα «λυσάρι» που θα κάνει όλα τα προβλήματα της γραφής να μοιάζουν με εύκολες εξισώσεις.
Όχι, το εν λόγω βιβλίο δεν περιλαμβάνει τεχνικές οδηγίες (τι γράφουμε, τι δεν γράφουμε), γραμματικές υποσημειώσεις ή υφολογικές προτάσεις που θα βελτιώσουν το γράψιμό ενός εκάστου. Δεν είναι ένα «λυσάρι» που θα κάνει όλα τα προβλήματα της γραφής να μοιάζουν με εύκολες εξισώσεις. Είναι κάτι πιο σημαντικό απ’ αυτό, που, δεν είναι αμελητέο, απλώς ο σκοπός της Γκόλντμπεγκ είναι ευρύτερος, πιο ουσιαστικός και λιγότερο χρησιμοθηρικός.
Έχοντας κάνει για χρόνια μαθήματα ζεν και έχοντας διδαχθεί από σημαντικούς δασκάλους του Βουδισμού, συσχετίζει αυτό το ταξίδι αυτοελέγχου, διαλογισμού και κατανόησης της ουσίας των πραγμάτων, με την πράξη της γραφής. Αυτό το στοιχείο, ακόμη κι αν είναι ξένο για τον μέσο Έλληνα αναγνώστη (πόσοι από εμάς εξασκούμαστε στην ζεν φιλοσοφία;), δίνει στο βιβλίο ένα επιπλέον βάθος, καθώς το μετατρέπει από εγκόλπιο γραφής, σε οδηγό ζωής. Με τη μόνη διαφορά ότι το γραπτό κείμενο, αυτό που παράγουμε καθημερινά, είναι ο καλός αγωγός όσων κρατούμε κρυφά μέσα μας και δεν βρίσκουμε τον τρόπο να τα εκφράσουμε. Ιδού η ευκαιρία: διά της γραφής ξαναβρίσκεις τον εαυτό σου. Σαν να στερεώνεις τον εαυτό πάνω στον εαυτό, που λένε και οι δάσκαλοι του ζεν. Ήτοι, να βρίσκεις ξανά τον εσώτατο πυρήνα της ύπαρξής σου.
Η Natalie Goldberg είναι συγγραφέας, ποιήτρια και ζωγράφος. Έχει εκδώσει περισσότερα από δεκαπέντε βιβλία, μεταξύ των οποίων το Μονοπάτι της γραφής, που έχει μεταφραστεί σε δεκατέσσερις γλώσσες και επηρέασε σημαντικά τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τη διαδικασία της συγγραφής. Για περισσότερα από σαράντα χρόνια η Νάταλι διδάσκει σεμινάρια γραφής σε όλο τον κόσμο. Ζει στο Τάος του Νέου Μεξικού. |
Τι είναι, λοιπόν, αυτό το βιβλίο, αφ’ ης στιγμής δεν περιέχει τεχνικές γραφής; Στην ουσία είναι ένας χάρτης θαμμένου θησαυρού. Χωρισμένο σε μικρά κεφάλαια (πολλά από αυτά φέρουν εξόχως εύγλωττους τίτλους όπως «Μην παντρευτείτε τη μύγα» ή «οι συγγραφείς έχουν ωραία σώματα»), αυτό το βιβλίο σε τοποθετείται στο κέντρο της δημιουργικής κατάστασης δίχως διδακτισμό ή ακαδημαϊκή φορεσιά.
Με τρόπο ουσιώδη και πειστικό σε βάζει στη διαδικασία να πετάξεις από πάνω σου τις τοξίνες της καθημερινότητας, κρατώντας απ’ αυτή όλο το καλό υλικό που θα μετασχηματιστεί σε γραφή. Σου ζητάει να αφήσεις κατά μέρος τον εσωτερικό σου λογοκριτή, να κάμψεις τις αντιστάσεις σου που σε τραβούν μακριά από το γραπτό και σου παρέχει το απαραίτητο «άλλοθι» να συνεχίσεις το γράψιμό, πιστεύοντας ακράδαντα ότι αυτό που κάνεις έχει ουσία, έχει σκοπό, παλμό και ισχυρές νότες ζωής.
Η Γκόλντμπεργκ λέει με όλους τους τόνους σ’ αυτούς που προτίθενται να γράψουν ότι πρέπει να αφεθούν στις πρώτες σκέψεις τους, στην παρόρμηση του πρωτόβγαλτου, να γίνουν μαχητές της γραφής, να μην χάνουν το κουράγιό τους, να μην θεωρήσουν ποτέ ότι γράφουν κάτι εντελώς αδιάφορο. Τι προσφέρουν όλα αυτά; Σωστά, αυτοπεποίθηση και συν τω χρόνω αυταξία σε μια κατάσταση ζωής, όπως είναι η τέχνη, που από τη φύση της δεν προσφέρει καμία σιγουριά τον δημιουργό.
Το σημαντικό είναι να μπορεί να βγει προς τα έξω η αυθεντική φωνή μας, να αναρριπίσει η φωτιά που κουβαλούμε μέσα μας.
Δεν είναι ένα βιβλίο σπαρμένο από αυταπάτες ή πρόσχαρες ωραιοποιήσεις. Δεν είναι, επίσης, ένα βιβλίο αυτοβελτίωσης για τους χρόνια πάσχοντες από γραφομανία. Δεν σου λέει πώς θα γίνεις καλύτερος γραφιάς, αλλά πώς θα συνδεθείς με τον εαυτό σου, τη φύση και τα πράγματα και πώς μέσα απ’ αυτή την αλληλεπίδραση, ναι, θα έρθεις πιο κοντά στο δημιουργικό κομμάτι της γραφής. Φυσικά, κάνει ειδική μνεία στις κακοτοπιές της γραφής, τα λάθη που συχνά πέφτει κανείς γράφοντας, ωστόσο εκεί που στέκεται περισσότερο η Γκόλντμπεργκ δεν είναι η περιπτωσιολογία, αλλά η συνολική θέαση που πρέπει να έχεις απέναντι στον κόσμο που είναι το βασικό υλικό για έναν συγγραφέα. Πώς, επί παραδείγματι, μαθαίνεις να γράφεις για πράγματα μικρά και «ευτελή» που, όμως, θα τους δώσεις αξία ή πώς δεν υπάρχει ιδανικό μέρος για να γράψεις, καθώς κάθε σημείο της πόλης μπορεί να είναι καλό για γράψιμο.
Ξέρω, το έχω δει να αναπτύσσεται ως ιδέα που κουβαλάει καντάρια ισχυρογνωμοσύνης, αρκετοί θα σηκώσουν αδιάφορα τους ώμους τους θεωρώντας πως η Γκόλντμπεργκ άλλο δεν κάνει από το να δίνει θάρρος σε ανθρώπους που γράφοντας δεν θα καταφέρουν να γράψουν λογοτεχνία. Καταρχάς, δεν είναι υποχρεωτικό να γίνουν όλοι οι άνθρωποι συγγραφείς με τη στενή έννοια του όρου (γράφεις κάτι, εκδίδεται, διαβάζεται). Το σημαντικό είναι να μπορεί να βγει προς τα έξω η αυθεντική φωνή μας, να αναρριπίσει η φωτιά που κουβαλούμε μέσα μας. Το αν αυτό θα έχει μια κάποια λογοτεχνική αξία, μένει να αποδεχθεί σε δεύτερη φάση.
Η Γκόλντμπεργκ εστιάζει στα προφανή και στα μη προφανή της γραφής. Σε εκείνα που κάπου τα έχουμε ξανακούσει, αλλά δεν τους δώσαμε την πρέπουσα σημασία. Ταυτόχρονα, φωτίζει μικρές πτυχές της διαδικασίας του γραψίματος που όχι μόνο δεν είναι αμελητέες, αλλά συνιστούν την καρδιά της δημιουργικής φάσης.
Εντέλει, αυτό το βιβλίο μπορεί να παρακινήσει αρκετούς ανθρώπους να αρχίσουν να αποτυπώνουν στο χαρτί (ή όπου αλλού) τις σκέψεις τους, τις ιστορίες τους, τους ήρωές τους. Τίποτα δεν πάει χαμένο, πραγματικά τίποτα. Όποιος πιστεύει πως γεμίζοντας τετράδια με σημειώσεις και μύθους προσθέτει απλώς βάρος στον κόσμο, τότε έχει καταλάβει εντελώς λάθος τη σημασία της γραφής, καθώς είναι αυτή που αφαιρεί το περιττό από τη ζωή μας διατηρώντας αναλλοίωτο και ζωντανό το πιο ουσιαστικό. Όλη η ζωή μας είναι μια αφήγηση, κάθε μικρή στιγμή, κάθε πόρος πραγματικότητας. Ας τον καταγράψουμε. Είναι το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε για τον εαυτό μας και τους άλλους. Η μετάφραση της Λένας Καλλέργη βοηθάει στο να διατηρηθεί το σφριγηλό, πνευματώδες, αλλά και παιγνιώδες κείμενο της Γκόλντμπεργκ στον σωστό τόνο.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Γιατί γράφω; Γράφω επειδή κρατούσα το στόμα μου κλειστό σε όλη μου τη ζωή και η ενδόμυχη προσωπική αλήθεια είναι ότι θέλω να ζήσω αιώνια και θέλω και οι δικοί μου άνθρωποι να ζήσουν παντοτινά. Με πονάει που είμαστε περαστικοί και που ο χρόνος φεύγει. Στις παρυφές όλης μου της χαράς βρίσκεται η παγερή αγωνία ότι όλο αυτό θα περάσει – το Κρουασάν Εξπρές στη γωνία της λεωφόρου Χένεπιν στη Μινεάπολη, τη μεγάλη μεσοδυτική πόλη της μυθικής Αμερικής, θα σταματήσει κάποια μέρα να μου σερβίρει ζεστή σοκολάτα. Θα μετακομίσω στο Νέο Μεξικό, όπου κανείς δεν ξέρει τι σημαίνει να βρίσκομαι εδώ με το αιφνίδιο φως του απογεύματος, το ασημένιο χρώμα της οροφής, τη μυρωδιά του κρουασάν που ψήνονται στο φούρνο.
Γράφω γιατί είμαι μόνη και κινούμαι μέσα στον κόσμο μόνη. Κανείς δεν θα μάθει τι μου έχει συμβεί και, προς μεγάλη μου έκπληξη, δεν το ξέρω ούτε εγώ.»