Για τη μελέτη της Ευσταθίας Δήμου «Η ποιητική της Άπω Ανατολής: Ψήγματα Χρυσού σε νεοελλήνων την εμφάνεια» (εκδ. Κουκκίδα). Kεντρική εικόνα: το έργο του Κατσουσίκα Χοκουσάι «Το μεγάλο κύμα έξω από την Καναγκάβα» (1831).
Γράφει ο Γιώργος Δελιόπουλος
Αν και αρκετά δημοφιλές μεταξύ των σύγχρονων Ελλήνων ποιητών και ποιητριών, το χαϊκού αποτελεί για τον γράφοντα ένα παρεξηγημένο ποιητικό είδος. Και εξηγούμαι. Η άκρα συντομία του (τρεις στίχοι όλοι κι όλοι, με δεκαεπτά συλλαβές) και η απλότητα της έκφρασής του, θέλγουν και ξεγελούν, καθώς δημιουργούν την αίσθηση μιας εύκολης ποιητικής φόρμας. Ίσως αυτό δικαιολογεί και την ευρεία χρήση του όχι μόνο από δόκιμους δημιουργούς, αλλά και στα πλαίσια διάφορων ασκήσεων δημιουργικής γραφής για μικρούς μαθητές. Από την άλλη, πολλοί το προσπερνούν, υποβιβάζοντάς το σε μια στιχουργική άσκηση και όχι σε αυτοτελές ποιητικό είδος. Η πρόσφατη μελέτη της Ευσταθίας Δήμου, Η ποιητική της Άπω Ανατολής. Ψήγματα Χρυσού σε νεοελλήνων την εμφάνεια (εκδ. Κουκκίδα, 2022), ευσύνοπτη και τεκμηριωμένη, με τις εύστοχες επισημάνσεις της Διώνης Δημητριάδου στο επιμύθιο, έρχεται να παρουσιάσει τις διάφορες εκφάνσεις του χαϊκού, αλλά και να επισημάνει τις τεχνικές αδυναμίες του είδους στην Ελλάδα.
Η καταγραφή δεν εξαντλείται απλώς στην παράθεση δημιουργών και συλλογών, αλλά επιχειρεί να αναδείξει και το διαφορετικό ύφος των χαϊκού ανά δημιουργό.
Μετά από μια σύντομη αναφορά στην εμφάνιση του χαϊκού ως αυτόνομου ποιητικού είδους στην Ιαπωνία και τον Δυτικό κόσμο, η μελέτη της Δήμου καταγράφει τη διαδρομή του ελληνικού χαϊκού, από τις πρώτες απόπειρες του Γεώργιου Σταυρόπουλου και του Νικόλαου Χάγιερ-Μπουφίδη το μακρινό 1925 μέχρι και τις πολύ πρόσφατες ελληνικές συλλογές χαϊκού του 2022. Η καταγραφή δεν εξαντλείται απλώς στην παράθεση δημιουργών και συλλογών, αλλά επιχειρεί να αναδείξει και το διαφορετικό ύφος των χαϊκού ανά δημιουργό. Για παράδειγμα, τα χαϊκού του Ζήσιμου Λορεντζάτου είναι πιο αφαιρετικά και συνειρμικά, ενώ του Ανέστη Ευαγγέλου και του Γιώργη Παυλόπουλου μοιάζουν με βιωματικές καταθέσεις. Η Ζωή Σαβίνα, ο Σπύρος Θεριανός και ο Ηλίας Κεφάλας μένουν πιο πιστοί στην ιαπωνική παράδοση και καταγράφουν στα χαϊκού τους στιγμές και εικόνες της φύσης. Σε ορισμένους ποιητές τα χαϊκού αποπνέουν έναν έκδηλο λυρισμό εμπνεόμενο από τη φύση, σε άλλους μια νοσταλγική χροιά (λ.χ. τα Κεριά θυέλλης του Χρήστου Τουμανίδη) ή μια πιο έντονη φιλοσοφική διάθεση για υπαρξιακούς προβληματισμούς, σε μερικούς, όπως στον Χάρη Μελιτά, την Ηλιάννα Λυκούδη και τον Γιώργη Γιατρομανωλάκη, κυριαρχούν το χιούμορ, η ειρωνεία και ο παιγνιώδης χαρακτήρας, ενώ τα χαϊκού δημιουργών όπως του Κώστα Λιννού διακρίνονται για τον υπερρεαλιστικό τους χαρακτήρα. Τέλος, σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στις συνεργατικές συλλογές των Π. Τσορού και Δ. Παπακωνσταντίνου, Αχαρτογράφητα (εκδ. 24 γράμματα, 2017) ή των Φ. Βασιλοπούλου και Γ. Γάββαρη, Λάμψη λεπιδοπτέρων. 68 χαϊκού (Εκδόσεις των Φίλων, 2018), τα χαϊκού γίνονται αφορμή για συνδημιουργία.
[...] στην ελληνική ποίηση το χαϊκού εμπνέεται περισσότερο από τον άνθρωπο και τη συναισθηματική του εμπλοκή με τον κόσμο, τη σύγχρονη καθημερινότητα και τη φύση, παρά από τη μεμονωμένη παρατήρηση της ίδιας της φύσης.
Η ποικιλομορφία των ελληνικών χαϊκού αποδεικνύει ότι οι περισnσότεροι δημιουργοί απέφυγαν να εγκλωβιστούν στα στενά υφολογικά και θεματικά πλαίσια της παραδοσιακής ιαπωνικής φόρμας, που θέλει τα τρίστιχα να περιστρέφονται γύρω από τη στιγμιαία απεικόνιση της φύσης, και ενέταξαν οργανικά το συγκεκριμένο είδος στην προσωπική τους ποιητική θεματολογία. Γενικότερα, θα λέγαμε ότι στην ελληνική ποίηση το χαϊκού εμπνέεται περισσότερο από τον άνθρωπο και τη συναισθηματική του εμπλοκή με τον κόσμο, τη σύγχρονη καθημερινότητα και τη φύση, παρά από τη μεμονωμένη παρατήρηση της ίδιας της φύσης. Αυτό σημαίνει ότι τα χαϊκού αποτελούν ένα δημιουργικό δάνειο στην ελληνική ποιητική παράδοση, στην οποία ωστόσο η σύντομη, αποφθεγματική ποιητική φόρμα δεν είναι εντελώς ξένη (βλ. αρχαίο ελληνικό επίγραμμα).
Στο τελευταίο κομμάτι της μελέτης της Δήμου, όπως και στο επιλογικό κείμενο της Διώνης Δημητριάδου, «Από την παρατήρηση στη φιλοσοφία της καθημερινότητας. Επισημάνσεις στην ποιητική των χαϊκού», σημειώνονται εύστοχα ορισμένες αδυναμίες που έχουν παρατηρηθεί στα ελληνικά χαϊκού. Σε αρκετές περιπτώσεις οι δημιουργοί προσηλώνονται στην πιστή τήρηση των μορφολογικών κανόνων (αριθμός στίχων και συλλαβών) και παραμελούν την ανάδειξη των βασικών ποιητικών αρετών του είδους: τη συμπύκνωση μιας σκηνής ή εικόνας σε λίγες μόνο λέξεις, την απλότητα της έκφρασης, την έκπληξη και την πρωτοτυπία της σύλληψης, τη δυναμική και το παιγνιώδες των συνειρμών.
Σε αρκετά χαϊκού ο λεπτός φιλοσοφικός υπαινιγμός αντικαθίσταται από έναν πρόδηλο διδακτισμό, ενώ χρησιμοποιείται μια πιο αναφορική λειτουργία της γλώσσας, που περισσότερο δηλώνει ιδέες ή συναισθήματα, παρά τα υπαινίσσεται. Άλλοτε τα τρίστιχα έχουν αρκετά επιτηδευμένη έκφραση και άλλοτε είναι τόσο απλοϊκά και ξεκάθαρα, που και στις δύο περιπτώσεις δεν κατορθώνουν τη μέθεξη και το ξάφνιασμα του αναγνώστη ή την αναγωγή της εικόνας σε βαθύτερα επίπεδα νοήματος. Επίσης, στα περισσότερα χαϊκού απουσιάζουν η ρυθμική φροντίδα, τα μετρικά μοτίβα και το μουσικό κελάρυσμα των στίχων, κάτι που επιτείνει την πεζολογική εντύπωση που δημιουργούν. Κι αν κάποιος θεωρεί ότι οι τρεις στίχοι είναι λίγοι, για να διαφανεί κάποιο ρυθμικό μοτίβο, να θυμίσω το μετρικό σύστημα του Κάλβου στις πεντάστιχες στροφές των ωδών του, με τον συνδυασμό ιαμβικού και αναπαιστικού μέτρου και τους προσεγμένους τονισμούς σε κάθε στίχο.
Ασφαλώς, οι παραπάνω τεχνικές αδυναμίες δεν αφορούν μόνο τα χαϊκού, αλλά εντοπίζονται και σε πιο μακροσκελή ποιήματα. Ωστόσο, σε ένα μεγάλο ποίημα οι αδυναμίες μπορούν πιο εύκολα να κρυφτούν ή να εξισορροπηθούν. Στο τρίστιχο και στις δεκαεπτά συλλαβές η φορτωμένη έκφραση, η απουσία της ευρηματικής ποιητικής σύλληψης ή τα πεζολογικά στοιχεία είναι πιο ευδιάκριτα και ενοχλούν περισσότερο. Ακολουθώντας την προτροπή του Jack Kerouac σε υποσημείωση του κειμένου της Διώνης Δημητριάδου, οι δημιουργοί δεν πρέπει να εγκλωβίζονται στο αυστηρό μέτρημα των συλλαβών, αλλά στα πλαίσια ενός τρίστιχου να επιδιώκουν τη λιτότητα και την περιεκτικότητα του ποιήματος. Αυτό είναι και το πνεύμα των χαϊκού, το οποίο μπορεί να μπολιάσει γόνιμα και την υπόλοιπη ποιητική παραγωγή.
Γι’ αυτό, και για να επιστρέψω στην αρχική μου απόφανση, παρά τη φαινομενική του απλότητα, το χαϊκού είναι ένα αρκετά απαιτητικό είδος, το οποίο, όμως, μπορεί να μας προσφέρει υψηλής αισθητικής ποιήματα –ακόμη και κατά παράβαση του αυστηρού μετρήματος των δεκαεπτά συλλαβών– όπως το παρακάτω χαϊκού του Γ. Σεφέρη:
«Γράφεις·
το μελάνι λιγόστεψε
η θάλασσα πληθαίνει».
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΕΛΙΟΠΟΥΛΟΣ είναι ποιητής. Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Αλιρρόη - Το μηδέν στον καθρέφτη» (εκδ. ΑΩ).