Για τον συλλογικό τόμο, με εισαγωγή και επιμέλεια της Σοφίας Γαβριηλίδου, «Γεφυρώνοντας πολιτισμικές αποστάσεις στην παιδική λογοτεχνία – Προσεγγίσεις του διαπολιτισμικου ρόλου τους» (εκδ. University Studio Press).
Του Ανδρέα Καρακίτσιου
Το βιβλίο αποτελείται από μια σειρά εξαιρετικών άρθρων υπογεγραμμένα από μελετητές που κινούνται ερευνητικά στο ευρύ πεδίο της παιδικής λογοτεχνίας, με κοινό παρονομαστή τις αναπαραστάσεις ετερότητας αλλά και τις προσδοκίες για γέφυρες, που δημιουργούνται και κατασκευάζονται συνειδητά ή και όχι πηγαίνοντας την ετερότητα ένα βήμα μπρος, ένα βήμα πίσω. Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο κανείς, μαθαίνει πώς να χτίζει γέφυρες σε έναν κόσμο τωρινό με προσδιοριστικoύς όρους: παγκοσμιοποίηση, μετακίνηση πληθυσμών, κρίση αξιών και άκρατη επικράτηση ατομικισμού.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι ανάγνωσης του συλλογικού τόμου της Σοφίας Γαβριηλίδου. Η δική μου ανάγνωση-παρουσίαση θα επικεντρωθεί σε κάποια σημεία –ενδεχομένως ενδιαφέροντα– και με έναν τρόπο που θα διευκολύνει την πρόσληψη του ειδικού περιεχομένου του βιβλίου.
Τα κεντρικά ερωτήματα που δομούν τη σύντομη ανάγνωση είναι το τι και το γιατί αυτού του βιβλίου.
Στο πρώτο ερώτημα θα είμαι κάπως υποκειμενικός με την έννοια ότι θα μιμηθώ τον Μαρσέλ Προυστ, που στις αναγνώσεις του υποστήριζε ότι μιμείται τον κηπουρό του, ο οποίος έκλεινε τα μάτια του όταν μύριζε ένα τριαντάφυλλο ή ένα λουλούδι, για να νοιώσει επί τα βελτίω το άρωμα του τριαντάφυλλου και των λουλουδιών. Έτσι, λοιπόν, προσεγγίζοντας τον συλλογικό τόμο à la manière de Marcel Proust, νοιώθω να με διαπερνά το δυνατό άρωμα της διαπολιτισμικότητας και το άρωμα του συγκριτισμού που παραπέμπει στη Συγκριτική Φιλολογία και στο αντίστοιχο της συγκριτικής παιδικής λογοτεχνίας, βασικό πεδίο προβληματισμού σχεδόν όλου του έργου της Σοφίας Γαβριηλίδου και αφετηρία της δημιουργίας του συλλογικού αυτού τόμου.
Σε αυτήν τη ζοφερή ατμόσφαιρα επιστρατεύεται το διεθνιστικό πνεύμα της Συγκριτικής Γραμματολογίας, που θα επιχειρήσει να κατασβέσει τη φλόγα του εθνοναρκισσισμού, να διατηρήσει ανοιχτή την επικοινωνία μεταξύ των εθνών και να δημιουργήσει μια εικόνα αρμονίας, συναίνεσης και ανοχής προς το ξένο, το διαφορετικό.
Η σχέση της λογοτεχνίας με τις πολιτισμικές διαφοροποιήσεις αναγνωρίζεται και νοηματοδοτείται ποικιλότροπα στο κλείσιμο του 19ου αιώνα. Ο 19ος αιώνας είναι μια περίοδος εθνικής ενδοστρέφειας, στον ευρωπαϊκό τουλάχιστον χώρο, όπου διαλύονται αυτοκρατορίες και τα νέα κράτη ζητούν με πάθος ρίζες, ταυτότητα, συνείδηση και καταγωγικούς μύθους. Σε αυτήν τη ζοφερή ατμόσφαιρα επιστρατεύεται το διεθνιστικό πνεύμα της Συγκριτικής Γραμματολογίας, που θα επιχειρήσει να κατασβέσει τη φλόγα του εθνοναρκισσισμού, να διατηρήσει ανοιχτή την επικοινωνία μεταξύ των εθνών και να δημιουργήσει μια εικόνα αρμονίας, συναίνεσης και ανοχής προς το ξένο, το διαφορετικό. Οι ελπίδες αυτές ενταφιάστηκαν με τους νεκρούς του Α' και Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όμως η γαλλική σχολή προπολεμικά και η αμερικανική σχολή μεταπολεμικά, πρόλαβαν να θέσουν ζητήματα αποδοχής του άλλου –ανάμεσα σε ποικίλες όσες πρωτοβουλίες– και να μπορούν να συνδεθούν σήμερα με τις πολυπολιτισμικές σπουδές, όπου προωθούνται η διαπολιτισμική κατανόηση και η αναγνώριση και αποδοχή του άλλου, του διαφορετικού. (Τσιριμώκου Λ., 2000).
Το δεύτερο ερώτημα είναι το γιατί αυτού του συλλογικού τόμου, στη θεμελίωση και κατασκευή τρόπων επικοινωνίας, αποδοχής και ανοχής με τον άλλο, τον ξένο, τον διαφορετικό.
Αρχικά, η όποια λογοτεχνική γραφή –ιδίως σήμερα– τείνει και προς μια σχετική πειραματική έρευνα «προσομοίωσης» καταστάσεων ετερότητας και όχι απλά αντιγραφών, εντός των ορίων που προσδιορίζει το εκάστοτε κειμενικό είδος της μυθοπλασίας. Υπάρχουν αναπαραστάσεις που «δημιουργούν» και αναπαραστάσεις που αντιγράφουν και θυμίζουν, αναπαραστάσεις που προσδιορίζουν άμεσα και έμμεσα καταστάσεις, που παραπέμπουν σε ξεχωριστά πεδία ετερότητας. Και επειδή τα κείμενα έρευνας είναι στο ευρύ πεδίο της παιδικής λογοτεχνίας το γιατί επεκτείνεται και στον χώρο της.
1. Επειδή η παιδική λογοτεχνία αποτελεί ένα ξεχωριστό προνομιακό πεδίο αναπαράστασης ιδεών, συμβόλων και συμπεριφορών και γιατί απευθύνεται σε παιδιά, και τα παιδιά αποτελούν το μέλλον του κόσμου. Ίσως γιατί τα παιδιά, χρησιμοποιούνται ως «κοινωνικοί προφήτες» για να μεγεθύνουν τα προβλήματα ή τις ελπίδες που η συνείδηση της κοινωνίας «οσφραίνεται», μα που δεν μπορεί ακόμη να εκφράσει. (Jenks, Ch. 1996). Όμως, συνοδεύεται από αρκετές ιδιαιτερότητες, διότι συχνά υποκύπτει στις προδιαγραφές και στην αυτολογοκρισία που επιβάλλει άτυπα ο εννοούμενος ή προσδοκώμενος μικρός αναγνώστης και διότι συχνά δεν θεωρείται πρώτιστα μορφή τέχνης αλλά ηθικοπλαστικό κοινωνικοποιητικό εργαλείο.
2. Επειδή οι αναπαραστάσεις ενός μεγίστου και δημόσιου κοινωνικού συμβόλου, όπως είναι το «παιδί» ή «ο έφηβος άλλος» αποκτούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για ανάλυση και ερμηνεία. Ο τρόπος με τον οποίο βιώνουν τα παιδιά και οι έφηβοι τη διαφορετικότητα, εξαρτάται και από τον τρόπο που τον αφηγούμαστε και από τον τρόπο που εγγράφεται στα τρέχοντα παιδικά βιβλία, γιατί στην ουσία δάσκαλοι και γονείς εκεί θα καταφύγουμε για να μιλήσουμε για τόσο δύσκολα θέματα (Vandenbroeck M., 2010).
3. Επειδή ο ρόλος και η συμβολή της λογοτεχνικής αφήγησης στην κατασκευή της εικόνας του «άλλου» είναι σημαντικός, εφόσον μπορεί, σε αντίθεση με τα Μ.Μ.Ε., που λειτουργούν έντονα και βραχυπρόθεσμα, να μεταφέρει και να αποτυπώνει μακροπρόθεσμα την εικόνα και τη διάρκεια του λογοτεχνικού μύθου ή του λογοτεχνικού χαρακτήρα και έτσι να στεριώνεται ασφαλέστερα και λιγότερο επιφανειακά στο μυαλό του αναγνώστη, κάτι που συμβαίνει σχεδόν σε όλες τις στερεότυπες εικόνες της ετερότητας. Άλλωστε τα λογοτεχνικά κείμενα αποτελούν ένα είδος αναπαράστασης της πολιτισμικής πραγματικότητας, την οποία τα άτομα αλλά και τα σύνολα επεξεργάζονται, μοιράζονται, διαδίδουν και αποκαλύπτουν τον ιδεολογικό και πολιτιστικό χώρο στον οποίο τοποθετούνται.
4. Και τέλος επειδή η παιδική λογοτεχνία αποτελεί προνομιακό πεδίο, εφόσον ο τρόπος με τον οποίο αναπαρίσταται ένα μέγιστο και δημόσιο κοινωνικό σύμβολο, όπως είνβαι το «παιδί» ή «ο έφηβος μετανάστης», αποκαλύπτει ευκολότερα συγκεκριμένες αντιλήψεις, συμπεριφορές και ιδεολογίες στις οποίες, καθρεφτίζεται η συνειδητή και η μη κοινωνική πρακτική του καιρού μας και η περιρρέουσα ιδεολογία.
Αγχωτικά ευρήματα
1. Κοιτώντας και πάλι τον συλλογικό τόμο από κάποια απόσταση, αχνοφαίνεται ότι οι αναπαραστάσεις του «άλλου» στην ελληνική παιδική λογοτεχνία έμμεσα προβάλλουν την εθνική μας ανασφάλεια, το θέμα της πολιτιστικής υπεροχής, την ατελή κατασκευή της εθνικής ταυτότητας, τα αρνητικά εθνικά ανακλαστικά και την ευρωπαϊκότητα / ελληνικότητα. Η τριπλή διαστρωμάτωση της εθνικής ταυτότητας (αρχαιοελληνικός πολιτισμός, νεοελληνικός πολιτισμός και ορθοδοξία) φαίνεται να δημιουργεί κενά και αντιφάσεις (Δήμου Ν., 1975).
Θυμίζω επικουρικά: «Αυτά όλα τα τίναξαν στον αέρα οι Κοραήδες, οι Βαυαροί και οι διαφωτιστές, για να κατασκευάσουν το νόθο σχήμα ενός ελλαδικού κράτους εφάμιλλου των ευρωπαϊκών, μιας Ελλάδας που αρνήθηκε τον ελληνισμό και την πνευματική του παράδοση και την πολιτιστική του ταυτότητα». Χρ. Γιανναράς «Αντί», 1976, Νο 42.
2. Μεγαλύτερο όμως ενδιαφέρον έχει η διαπίστωση πως η Ελλάδα σταδιακά μετατρέπεται από χώρα εξαγωγής μεταναστών σε χώρα υποδοχής. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι στις ασύνειδες αναπαραστάσεις μοντέλων διαπολιτισμικότητας συνήθως κυριαρχεί σχεδόν απόλυτα το αφομοιωτικό μοντέλο από τα τέσσερα: «αφομοιωτικό ή προσαρμογής» –το υποδηλώνει ο τίτλος του–, «μεταβατικό», όπου υπάρχει μια διευκόλυνση για κατανόηση και βοήθεια για τη μετάβαση επαφής από την ξεχωριστή ατομική/οικογενειακή κουλτούρα στην κυρίαρχη, το μοντέλο «επαφής», με έμφαση περισσότερο στην επαφή και συνύπαρξή τους με αμοιβαίο σεβασμό και στο μοντέλο της «πολυπολιτισμικότητας ή μοντέλο πολιτισμικής αλλαγής», όπου προωθείται η δημιουργία ενός πολιτιστικού μείγματος, στο οποίο αναπτύσσονται στοιχεία από όλα τα πολιτιστικά περιβάλλοντα των ατόμων.
...αχνοφαίνεται ότι οι αναπαραστάσεις του «άλλου» στην ελληνική παιδική λογοτεχνία έμμεσα προβάλλουν την εθνική μας ανασφάλεια, το θέμα της πολιτιστικής υπεροχής, την ατελή κατασκευή της εθνικής ταυτότητας, τα αρνητικά εθνικά ανακλαστικά και την ευρωπαϊκότητα / ελληνικότητα.
Τέλος, η συνάντηση με τον «άλλο» καταγράφεται να προκαλεί αλυσιδωτές αντιδράσεις, απόρριψη, φόβο, κατανόηση, περισυλλογή, επικοινωνία, προβολές, οίκτο και λύπη αλλά και εξιδανίκευση και δυσφήμιση. Είναι όμως σχεδόν απαραίτητη στην κατασκευή και πρόσληψη του «άλλου» αλλά και του «εαυτού», του «εμείς» και οι «άλλοι».
* Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΚΙΤΣΙΟΣ είναι ομότιμος καθηγητής στο Τμήμα Επιστημών Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης [Τ.Ε.Π.Α.Ε.] στο Α.Π.Θ.