Για τον τόμο με τα ταξιδιωτικά αφηγήματα της Πόλυς Χατζημανωλάκη «Τρεις χάριτες στον τοίχο» & «199 σκαλοπάτια» (πρόλογος για την κάθε ενότητα: Νίκος Βατόπουλος, εκδ. Εύμαρος).
Της Κούλας Αδαλόγλου
Ίσως να ΄ναι το δικό μου μέτρημα βημάτων, ένας στόχος. Ίσως τα διαστήματα εγκλεισμού, που όμως γίνονταν αφορμές για εσωτερικές διαδρομές. Ίσως κάποιοι τόποι οικείοι, που με βρήκαν να τους κοιτώ από κοινή οπτική. Με άρπαξε το «δίδυμο» βιβλίο της Πόλυς Χατζημανωλάκη από την πρώτη στιγμή. Τρυφερά, αλλά σταθερά. Επίμονα. Να το ακολουθώ και να με ταξιδεύει.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η Πόλυ Χατζημανωλάκη επιχειρεί ένα οδοιπορικό: Το Βωβόν ξύλον (εκδ. Εύμαρος) κλείνει με το «Οδοιπορικό στη Σκιάθο του Παπαδιαμάντη», μια οπτικοποίηση, ας πούμε, κάποιων τόπων του παπαδιαμαντικού έργου, ή αλλιώς «επί τον τύπον των ήλων». Η Χατζημανωλάκη περιδιαβαίνει μέρη της Σκιάθου και αγγίζει την ατμόσφαιρα που αποπνέουν, συνδέοντάς τα με τα κείμενα του Παπαδιαμάντη και συνδυάζοντάς τα με τη δική της οπτική αλλά και με φωτογραφίες.
Εδώ πρόκειται για ευρύτερα είδη οδοιπορικού, σε τόπους, αναγνώσεις, εσωτερικές διαδρομές. Ένα διπλό ή δίδυμο βιβλίο, δύο βιβλία δηλαδή σε μία έκδοση. Από τη μια πλευρά ξεκινά το βιβλίο Τρεις χάριτες στον τοίχο, με το εξώφυλλό του και τα στοιχεία της έκδοσης. Από την άλλη, το βιβλίο 199 σκαλοπάτια, με το δικό του εξώφυλλο και λοιπά στοιχεία. Και μάλιστα η επάνω πλευρά του ενός βιβλίου είναι η κάτω του άλλου, μια στροφή 180° για να διαβάσεις την κάθε όψη. Με πρόλογο του Νίκου Βατόπουλου, διαφορετικό σε κάθε βιβλίο, πυκνό, διεισδυτικό, ουσιαστικό, που αποδίδει με εύστοχες παρατηρήσεις την ομορφιά και το εύρος του εγχειρήματος της Πόλυς Χατζημανωλάκη. Θα επιχειρήσω τις δικές μου διαδρομές ακολουθώντας τους «δρόμους» της.
199 ΣΚΑΛΟΠΑΤΙΑ – Διαδρομές και στοχασμοί, κι ένα παλίμψηστο από συνειρμούς
Μικροαφηγήσεις ή και ποιήματα. Με τρομερό ενδιαφέρον στη λιτότητα και την πυκνότητά τους και με καταπληκτικές περιγραφές. Στιγμιότυπα που ζωντανεύουν ανθρώπους, γλώσσες, πολιτισμούς. Μέσα σε ξένο τόπο, η Πόλυ Χατζημανωλάκη καταφέρνει να γίνει το κέντρο. Η αφηγήτρια που δένεται με τον περίγυρο, τον κάνει δικό της, τον συναισθάνεται, τον βιώνει. Και τον αφηγείται, όσο πιο όμορφα μπορεί. Όλα γίνονται μαγικά, γιατί η αφηγήτρια θέλει να τα μοιραστεί μαζί με άλλους και, ακόμη περισσότερο, να τους καταστήσει κοινωνούς σε όλα όσα αισθάνεται.
Η διαδρομή αρχίζει από τη Σκωτία και συγκεκριμένα από το Εδιμβούργο. Συνεχίζεται στην Αγγλία – Νιουκάσλ και Σέφιλντ. Παράλληλα, οι διαδρομές σε βιβλία, συγγραφείς και λογοτεχνικούς ήρωες. Ένα άλλο ταξίδι, το ίδιο γοητευτικό, συχνά απροσδόκητο, το ίδιο ενδιαφέρον, πιθανόν περισσότερο, από το ταξίδι στον τόπο.
Είναι βέβαια και το πώς της αφήγησης. Με σταθερό τον χρόνο (δύο εβδομάδες του Οκτωβρίου, 2019), πραγματοποιεί μια γνωριμία με τον τόπο. Και από εκεί και πέρα, μια καταβύθιση στον εσωτερικό τόπο, της ψυχής της. Η διαδρομή αρχίζει από τη Σκωτία και συγκεκριμένα από το Εδιμβούργο. Συνεχίζεται στην Αγγλία – Νιουκάσλ και Σέφιλντ. Παράλληλα, οι διαδρομές σε βιβλία, συγγραφείς και λογοτεχνικούς ήρωες. Ένα άλλο ταξίδι, το ίδιο γοητευτικό, συχνά απροσδόκητο, το ίδιο ενδιαφέρον, πιθανόν περισσότερο, από το ταξίδι στον τόπο.
Η Πόλυ Χατζημανωλάκη δίνει ακόμα και στον γνώστη αυτής της συγκεκριμένης περιοχής, τη δυνατότητα να τη δει από άλλη οπτική, τη δική της. Και αυτό είναι συγκλονιστικό, καθώς γίνεται με τη δύναμη της γραφής της. Περπάτησα μαζί με την αφηγήτρια στην προμενάντ του Πορτομπέλο. Κατέβηκα προσεχτικά, για τα φύλλα που γλιστρούσαν, τα σκαλοπάτια της Εθνικής Πινακοθήκης Μοντέρνας Τέχνης. Ξανακάθισα στα παγκάκια της Πρίνσες Στριτ και έκανα τις ίδιες περίπου σκέψεις με αυτήν. Αλλά είδα και κομμάτια της πόλης με άλλο μάτι, και περιοχές-γειτονιές που ούτε μπορούσα να φανταστώ την ύπαρξή τους. Πηγαίνω στο Clarinda’s tea room κρατώντας στο χέρι την ερωτική ιστορία της Λαίδης Κραιγκ, που μαθαίνω τώρα πως ήταν η αγαπημένη του Ρόμπερτ Μπερνς, εθνικού ποιητή της Σκωτίας, που την αποκαλούσε τρυφερά Κλαρίντα – το καφέ αποκτά άλλη διάσταση στα μάτια μου.
Αλλά πηγαίνω και στο Ληθ, στο ψαροχώρι Νιου Χέιβεν, με τον φάρο του. Στις εκκλησιές της Παναγίας, στην Κονστιτιούσιον Στρητ, και στέκομαι στη Στέλλα Μάρις, στη Σαιντ Μαίρυ οφ δε Ση εντ δε Σταρς και στην ιστορία της, καθώς και στις παραστάσεις της Παναγιάς βρεφοκρατούσας πάνω σε πλοίο.
«Το λιμάνι είναι κοντά, και οι ναυτικοί έχουν τους καημούς τους, και θέλουν τη δική τους Παναγία. Έτσι, λοιπόν, προλαβαίνω να ξαναπάω, κι ας βρέχει, για να δω τις σκηνές της σωτηρίας των ναυτικών, που χάρη σε αυτή την περι πλάνηση –επειδή δηλαδή συμμορφώθηκα στη συμβουλή του οδηγού– είχα την ευκαιρία να συναντήσω». (σ. 38-39)
Τα πουλιά Θαμνοψάλτης και Χαλικοκυλιστής μού κλέβουν την καρδιά, και για το όνομα και για την περιγραφή, της εικόνας συνεπικουρούσης. Όλα μοιάζουν να έρχονται από το παρελθόν, να συναντήσουν το παρόν, σαν σε παραμύθι. Σαν αφήγηση για μια πόλη πίσω και πέρα από την πόλη που μπορεί κάποιος να γνωρίζει. Και αίφνης η πληροφορία που με γοητεύει και με παραξενεύει ταυτόχρονα. Ο Παπαδιαμάντης, που συνοδεύει τη συγγραφέα σε όλες τις περιπλανήσεις της όπως φαίνεται, γνώριζε τον Μπερνς, τον αναφέρει μάλιστα:
«Ο Ρόμπερτ Μπερνς θεωρείται εθνικός ποιητής της Σκωτίας. Είναι ο “Σκώτος αοιδός” που μνημόνευε ο Παπαδιαμάντης στο «Αμαρτίας φάντασμα». Η καρδιά μου είναι στα ψηλώματα, η καρδιά μου δεν είναι εδώ (My heart is in the Highlands, my heart is not here) – οι στίχοι της νοσταλγίας για την ιδιαίτερη πατρίδα. Διάβασα απόψε το ποίημα του Μπερνς γι’ αυτόν τον αέρα, αυτήν τη χώρα, τα ελάφια και το κυνήγι και την αγάπη που σε τραβάει σαν μαγνήτης στην όμορφη πατρίδα που σου λείπει. Αφότου έγραψε ο Παπαδιαμάντης Η καρδιά μου είναι στα ψηλώματα, η φράση εκφράζει την απόλυτη οικείωση με τη νοσταλγία του άλλου. Μια αδελφοσύνη ποιητών». (σ. 45)
Ο επόμενος σταθμός είναι το Σέφηλντ, διαδρομή με τρένο και πέρασμα από το Νιουκάσλ που ξυπνά στην αφηγήτρια μνήμες από τη δεκαετία του ’90. Το κέντρο των περιγραφών δεν είναι όμως το ίδιο το Σέφηλντ αλλά το Γουίτμπι, που απέχει 140 χιλ. περίπου. Η ακτή του πρώτα πρώτα, όπου ο Μπραμ Στόκερ τοποθετεί το ναυάγιο του πλοίου «Δήμητρα» το οποίο έφερε τον Κόμη Δράκουλα από τη Βάρνα στην Αγγλία – τόποι όπου η πραγματικότητα μπερδεύεται με τη μυθοπλασία, όπως λέει η Πόλυ Χατζημανωλάκη. Ύστερα είναι η ανάβαση, τα 199 σκαλοπάτια που οδηγούν στο Αββαείο και η καρφίτσα-σημάδι ότι η ανάβαση επιτεύχθηκε. Πίσω στο Γουίτμπι, η αφηγήτρια «ανακαλύπτει» ότι εκεί έζησε έξι χρόνια ο Λιούις Κάρολ, όταν σπούδαζε μαθηματικά στην Οξφόρδη. Κανένα ίχνος της παρουσίας του στο σπίτι όπου έμενε, αλλά λένε ότι τον θυμούνται να αφηγείται ιστορίες σε μικρά παιδιά στην προκυμαία.
«Τι σημαίνει όμως ίχνος; Πού μένει το ίχνος της παρουσίας κάποιου που πέρασε από τη γη; Το απειροελάχιστο ίχνος της γεωγραφίας σημαίνει, άραγε, κάτι; Υπάρχει δηλαδή και κάτι πέρα από το πνευματικό του έργο ή από αυτά που άφησε στους ανθρώπους; Και, όμως, αισθάνομαι ότι υπάρχει. Το να τον μνημονεύω εκεί όπου έζησε, εκεί απ' όπου πέρασε, και να νιώθω ότι μας συνδέει η ίδια θάλασσα, ο ίδιος αέρας, οι ίδιες όμορφες εικόνες της νιότης του, που είδε τότε εκείνος και βλέπω κι εγώ σήμερα, είναι κάτι που μένει, σαν ένας μικρός κόκκος άμμου». (σ. 56)
Εκείνο που διαφοροποιεί αυτό το μέρος του οδοιπορικού, από το προηγούμενο στο Εδιμβούργο, είναι οι έντονοι συνειρμοί. Που φυσικά δεν απουσιάζουν στο πρώτο τμήμα, αλλά εδώ αποτελούν τον συνεκτικό ιστό της αφήγησης και των περιγραφών. Δύο φορές χρησιμοποιεί η αφηγήτρια τη λέξη «παλίμψηστο» σε τίτλους: «Γουίτμπι – Το παλίμψηστο ημερολόγιο» και «Το παλίμψηστο πορτρέτο του Ζέμπαλντ». Πρόκειται για το εσωτερικό ταξίδι της Χατζημανωλάκη, όπου τα βιβλία, οι συγγραφείς τους, ήρωές τους αλλά και η ζωγραφική, η μουσική, οι στοχασμοί έρχονται και επανέρχονται με διαφορετικές συνδέσεις, μπλέκονται σε ένα πραγματικό παλίμψηστο από συνειρμούς, σε ένα οδοιπορικό του μέσα κόσμου. Έτσι ξεδιπλώνεται ο θαυμασμός του Στόκερ για τον Γουώλτ Γουίτμαν και η επιβίωση στοιχείων της ποίησης του δεύτερου στο έργο του Ιρλανδού. Μια διακειμενική σχέση σαν φόρος τιμής.
«Δεν υπάρχει ομορφότερη και πιο συγκινητική χειρονομία από το να ζωντανέψεις ένα ποίημα. Έτσι, λοιπόν, περπατώντας ανάμεσα στα μνήματα, τους σκέπτομαι και τους δύο, σκέπτομαι την ανθρώπινη δύναμη της αγάπης και του σεβασμού, αυτή την υπέροχη πνευματική ανταλλαγή που θεωρώ πως έγινε μεταξύ τους». (σ. 61)
Οι συνειρμοί οδηγούν στο έργο της ίδιας της συγγραφέως, Οι μέλισσες του Κάλβου, και ο Παπαδιαμάντης δεν μπορεί να απουσιάζει ούτε η βελανιδιά, η Δρυς, που οδηγεί από τον Γουίτμαν στον Ζέμπαλντ και στους Ξεριζωμένους του. Κι από εκεί στον Μαξ Φέρμπερ, έναν από τους τέσσερις ήρωες των Ξεριζωμένων, που περνά κάποιον χρόνο στη λουτρόπολη Μπάξον του Ντέρμπυσαϊρ για ανάρρωση. Αναζητώντας το ίχνος, λοιπόν, η αφηγήτρια οδηγείται στην ειδυλλιακή λουτρόπολη.
«Πλημμυρισμένος από οργή, αναγκάστηκε να μείνει έξι μήνες σ’ αυτή την ειδυλλιακή λουτρόπολη του Ντέρμπυσαϊρ. Θεέ μου, τι κάθομαι και λέω! εδώ, αυτή την ακρούλα (όπου ο ήρωας δεν ήθελε να μείνει) πήγα και τη βρήκα και πήρα μια γεύση από το νερό της λουτρόπολης, χλιαρό, από μια πηγή το ήπια, νομίζω ότι ήπια το περισσότερο απ’ όλους, που απλώς έβρεχαν το πρόσωπό τους». (σ. 66)
Κι ύστερα η μουσική με ένα κομμάτι του Χάντλεϋ, εμπνευσμένο από το Μπάξτον, για να κλείσει ο κύκλος των συνειρμών, να ολοκληρωθεί το παλίμψηστο, να κλείσει το ημερολόγιο ενός ταξιδιού. Ενός βαθιά γοητευτικού ταξιδιού. Και για τους τόπους, αλλά και για το νήμα που καλείται ο αναγνώστης να πιάσει, για να αγγίξει κάτι από την ψυχή της αφηγήτριας-συγγραφέως.
Θέλω να ανοίξω μια παρένθεση, για τη μεταγραφή την λέξεων που κάνει η Χαζημανωλάκη (ονόματα τόπων, συγγραφέων κ.ο.κ.) από τα αγγλικά στα ελληνικά. Έχω αντιμετωπίσει παρόμοιο πρόβλημα, καθώς χρησιμοποιώ κάποιες αγγλικές λέξεις ή ονόματα στα ποιήματά μου. Προτιμώ να βάζω την αγγλική λέξη, φοβούμενη τη λάθος απόδοση. Η Χατζημανωλάκη τις αποδίδει στα ελληνικά με ακρίβεια και με τρόπο που να διαβάζονται ομαλά. Και ομολογουμένως είναι μια σωστή απόφαση, γιατί τόσες συσσωρευμένες ξένες λέξεις, εφόσον το οδοιπορικό σε ξένους τόπους και ξένα ονόματα αναφέρεται, θα βάραιναν πιθανότατα το κείμενο. Η σημείωσή της στη σελίδα 63 για τον προβληματισμό της σχετικά με την απόδοση του Derbyshire- Ντέρμπυσαϋρ στα ελληνικά μαρτυρά τη φροντίδα της.
Φωτογραφία © Πόλυ Χατζημανωλάκη |
ΤΡΕΙΣ ΧΑΡΙΤΕΣ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ – Σχεδιάζοντας χάρτες τρυφερότητας
Ακολουθώ τις διαδρομές της Πόλυς Χατζημανωλάκη, και η μαντλέν με οδηγεί παράλληλα και στους δικούς μου συνειρμούς. Γιατί ένιωσα –το λέει άλλωστε η αφηγήτρια–, πως οι διαδρομές της αυτές, είναι η δική της αναζήτηση στον χρόνο. Οι αναφορές στον Προυστ αποτελούν μόνιμη υπόκρουση στο βιβλίο. Μαζί με την άλλη σταθερή συνιστώσα, τον Παπαδιαμάντη.
Αυλές πνιγμένες στο πράσινο, ακατοίκητα σπίτια, εγκαταλελειμμένα. Ένας σκύλος με κατάθλιψη. Ανοιχτά παράθυρα και πόρτες σε πολυκατοικίες που αφήνουν το μάτι του περαστικού να παίρνει εικόνες της ζωής των άλλων. Μιας ζωής λίγο μίζερης, λίγο στερημένης. Φωτογραφίες από μια γειτονιά η οποία γίνεται τόπος που σεργιανά η αφηγήτρια, Αποτυπώνει μνήμες από το παρελθόν και εικόνες από ένα σήμερα που μοιάζει χθες. Όταν δεν αιχμαλωτίζει τις εικόνες στο κλικ της μηχανής, σεργιανά τις αναγνωστικές μνήμες, οι οποίες έρχονται με ορμή καταρράκτη να συνδέσουν τόπους και συγγραφείς άλλοτε με συγγενείς γραφές κι άλλοτε με εντελώς διαφορετικέ, που ωστόσο δίνουν αφορμές για σταθμούς σε μια πορεία χρόνου.
«Το φετινό καλοκαίρι πέρασε στο φανταστικό Μπαλμπέκ, μερικές φορές στο Παρίσι, άλλοτε στο Πορτομπέλο ή την Κορνουάλη, καθώς είτε οδοιπορούσα στη γειτονιά είτε διάβαζα επίμονα στο μπαλκόνι, στο σπίτι στο Πολύδροσο. Μια αμφίθυμη εσωστρέφεια με ωθούσε να προσηλωθώ στις διαδρομές σταθερής τροχιάς, στην περιοχή· να περπατήσω και να σκέφτομαι· να σχετισθώ με αυτό που φαινόταν, μ’ αυτό που έβλεπα στις άκρες των δρόμων, σε μια Αθήνα περίπου έρημη, σε μια περιοχή περίπου «ξένη». («Κι ο τόπος φανερώθηκε», σ. 9)
Έτσι αρχίζει την αφήγηση η περιηγήτρια –που είναι φυσικά μαζί και περιγραφή–, του τόπου και των εσωτερικών διαδρομών. Πολύδροσο, η γειτονιά της αφηγήτριας. Που δεν τη γνωρίζει, δεν την έχει ανακαλύψει στις λεπτομέρειές της. Δεν την έχει οικειωθεί, ίσως δεν της έχει πει κάτι σημαντικό ως τη στιγμή της απόφασης να «δει» όσα προσπερνούσε. Με κέντρο το ρέμα, την πλούσια βλάστηση και τα πουλιά, που αποτελούν την άκρη του μίτου. Έτσι αρχίζει ένα ημερολόγιο αυτογνωσίας, από το περπάτημα, με μια φωτογραφική μηχανή κι ένα κινητό τηλέφωνο, το καλοκαίρι του 2019. Και με τις σκέψεις να παίρνουν τους δικούς τους δρόμους. Σε κάποια διαδρομή της η σκέψη γυρίζει στην παιδική ηλικία, στη Ρόδο, σε περιστατικά με τον πατέρα. Ενώ παράλληλα της φανερώνεται ο τόπος, όπως η Ιθάκη στον Οδυσσέα, φαίνονται τα σημάδια που τον κάνουν οικείο. Και καθώς η μηχανή και το κινητό καταγράφουν, η σκέψη φέρνει στην επιφάνεια τον Οσίπ Μαντελστάμ που συνέθετε τα ποιήματά του από μνήμης, ο δρόμος το δικό του χαρτί και μολύβι – έτσι κάπως διαμορφώνεται και το δικό της οδοιπορικό.
Σε κάποια διαδρομή της η σκέψη γυρίζει στην παιδική ηλικία, στη Ρόδο, σε περιστατικά με τον πατέρα. Ενώ παράλληλα της φανερώνεται ο τόπος, όπως η Ιθάκη στον Οδυσσέα, φαίνονται τα σημάδια που τον κάνουν οικείο.
Σ’ ένα ερειπωμένο σπίτι της οδού Ροδοδάφνης ένα σημάδι πολύ σημαντικό, ένα γκράφιτι με τις Τρεις Χάριτες, τρεις «καλόγνωμες νεράιδες», όπως τις ονομάζει η αφηγήτρια, και τρέμει μην γκρεμιστεί ο τοίχος και τις χάσει. Σ’ ένα ισόγειο σπιτάκι ξαπλωμένος ο ηλικιωμένος άντρας, ανήμπορος, κολλητά στο παράθυρο, και οι σκέψεις για το τι είναι εγκλεισμός, πώς ορίζεται, πώς τον διαχειρίζονται όσοι τον βιώνουν.
«Ήταν μια γυναίκα στη Ρώμη που ζούσε έγκλειστη χωρίς να βγαίνει ποτέ από το σπίτι της. Αυτό είχε προκαλέσει θαυμασμό στους γύρω της, ώστε κάποτε που πέρασε από εκεί ένας ερημίτης της Αιγύπτου, ο Άγιος Σεραπίων ο Σιδώνιος, ζήτησε να τη δει και τη ρώτησε να μάθει γιατί κάθεται κλεισμένη μέσα. Αυτή του απάντησε: “Δεν κάθομαι, οδοιπορώ”». («Οι τρεις χάριτες», σ. 15)
Όταν η ζέστη γίνεται αφόρητη, εναλλακτικές βόλτες με το αυτοκίνητο. Η ησυχία της γειτονιάς, μια μυστική ζωή ανάμεσα στην πρόοδο και στην ερήμωση. Υπέροχες περιγραφές του σχεδόν ερημικού χώρου, και οι συνοδευτικές φωτογραφίες να ζωντανεύουν με τη δική τους συμβολή τον λόγο.
«Το λιβάδι με τις παπαρούνες –ο δρόμος προς Εμμαούς, το είχα ονομάσει– έχει ξεραθεί τελείως. Σπάρτα και αγκάθια. Θα περιμένουμε τον επόμενο Μάιο. Το ανοιχτό παράθυρο προς το εγκαταλειμμένο έγκλειστο περβόλι με την πορτοκαλιά κλείνει τώρα από τη βλάστηση». (σ. 38-39)
Δύο χιλιόμετρα από το σπίτι της αφηγήτριας, ο τόπος γίνεται μυστηριώδης: κήποι και μποστάνια και ζώα. Και η αφηγήτρια επισημαίνει ότι εκεί μπορεί κάποιος να ακούει το λάλημα του κόκορα. Που δεν το ακούει η ίδια, δεν φτάνει ως το σπίτι της, αλλά αισθάνεται όμορφα να νιώθει πως υπάρχει εκεί κοντά – αίσθηση άλλης εποχής. Το γιασεμί που ευωδιάζει τη γυρίζει πίσω στα παιδικά της χρόνια στα Χανιά. Οι αναδρομές στο παρελθόν, οι μνήμες και τα σπίτια ή αντικείμενα που έχει κατά καιρούς αναζητήσει, οδηγούν την αφηγήτρια σε αυτή την πολύ σημαντική διαπίστωση:
«Δεν μπορώ να αναγνωρίσω πια κάποιον τόπο για πατρίδα μου. […] Νομίζω πως καταλαβαίνω πολύ καλά τι θα πει ότι η αναζήτηση της πατρίδας είναι χρόνος, και δεν είναι τόπος· είναι η παιδική ηλικία, είναι το σύνολο των στιγμών και των εικόνων που συγκράτησες και θυμάσαι, που έχεις όλο και λιγότερους για να τις μοιραστείς, που κουβαλάς μέσα σου, και αμφιβάλλεις». («Κι ο τόπος φανερώθηκε», σ. 9)
Το πέτρινο παγκάκι που ψάχνει, χαμένο πλέον ή τουλάχιστον έτσι νομίζει –«αυτή είναι μια σημαντική αλλαγή, ένα πένθος», σημειώνει, σ. 49– αλλά ζωντανό στις μνήμες της, οδηγεί σε αναφορές σε κείμενα της ίδιας της αφηγήτριας, αδημοσίευτα, πέντε περίπου χρόνια πριν, που εντοπίζουν αυτά τα σημάδια του τόπου.
«Αν δεν το είχα γράψει τότε, ποιος θα θυμόταν ότι κάποτε υπήρχε ένα πέτρινο παγκάκι στην οδό Ναρκίσσων;» (σ. 50)
Η Πόλυ Χατζημανωλάκη γεννήθηκε στην Κάλυμνο το 1958. Σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μετά έκανε το διδακτορικό της στη Στατιστική Φυσική στις Βρυξέλλες, κοντά στον νομπελίστα Ilya Prigogine. Κατόπιν εργάστηκε ερευνητικά στο Κέντρο Στατιστικής Μηχανικής και Θερμοδυναμικής του Πανεπιστημίου του Austin στο Τέξας, δίδαξε Φυσική σε μεταλυκειακό επίπεδο καθώς και στο Διεθνές Απολυτήριο (ΙΒ΄). Για δέκα χρόνια διηύθυνε το IB΄ στα Εκπαιδευτήρια Κωστέα - Γείτονα.
|
Ώσπου το παγκάκι φανερώνεται απροσδόκητα, όπως ξετυλίγεται το κουβάρι της Αριάδνης, όπως οι διαδρομές μεταβάλλονται ελαφρά και τα σημάδια γίνονται ορατά, σταθμοί της πορείας μέσα στον χρόνο. Μια ασπρομάλλα κυρία στο μπαλκόνι ενός Γηροκομείου, τραβά την προσοχή της αφηγήτριας, καθώς χτενίζεται. Σαν πρωταγωνίστρια σε μια φανταστική θεατρική σκηνή, να παίζει τον ίδιο ρόλο, μέρα τη μέρα, μέσα στον χρόνο. Αυτή η κυρία γίνεται το κέντρο ορισμένων διαδρομών της και να, με συνειρμούς, το «Ολόγυρα στη λίμνη», και να πάλι ο Παπαδιαμάντης.
Με αφορμή μια διατριβή για τους στοιχειωμένους τόπους στον Παπαδιαμάντη, ξανά οι συνειρμοί οδηγούν στον Προυστ, και στην πολιτιστική γεωγραφία ενός τόπου. Όπου το Ρέμα στη γειτονιά της αφηγήτριας γίνεται ο δικός της Σηκουάνας, το Παρίσι μέσα στον μικρό τόπο της γειτονιάς της, καθώς χωρίζει στα δύο την περιοχή και κατεβαίνει από την Πεντέλη προς τα δυτικά:
«Όταν έχει βρέξει και το Ρέμα δικαιολογεί το όνομά του, το νερό κατεβαίνει από την Πεντέλη και ρέει προς τα δυτικά – κοίτα να δεις όπως ο Σηκουάνας!»
Να υπογραμμίσω τον χωρισμό σε μικρά κεφάλαια με τη χρήση όμορφων, ποιητικών συχνά, τίτλων. Η διαίρεση-οργάνωση αυτή διευκολύνει την ανάγνωση και καθοδηγεί τον αναγνώστη. Και να τονίσω για μια ακόμη φορά την αξία των φωτογραφιών, από τον τόπο της αφηγήτριας αλλά και από άλλους τόπους, από το τώρα αλλά και από το παρελθόν, που συνθέτουν όλο αυτό το οδοιπορικό στην πολιτισμική γεωγραφία του τόπου και των τόπων, όπως συνδέονται μέσα από μνήμες και γραφές.
Καθώς πλησιάζω στο τέλος της ανάγνωσης, σκέφτομαι τις δικές μου μαντλέν, που με κρατούσαν ενεργή κάθε φορά στον εκάστοτε εγκλεισμό, καθώς ακίνητη διακτινιζόμουν όπου αγαπούσα. Κι είναι πολλοί αυτοί οι εγκλεισμοί, διαφορετικοί για τον καθένα, ακούσιοι ή εκούσιοι. Και είναι επίσης πολύτιμος ο μίτος της Αριάδνης που ξετυλίγει ο «έγκλειστος», λίγο ή περισσότερο, στις διαδρομές του – μπορεί μάλιστα να γίνει πέταγμα, ειδικά όταν πρόκειται για διαδρομές της σκέψης και της ψυχής. Για να φτάνει εκεί που ποθεί.
«Σκεφτόμουν το κουβάρι της Αριάδνης να τυλίγει και να ξετυλίγει, στα ίδια και στα ίδια (και λίγο διαφορετικά), να καλύπτει με φωτεινό αχνάρι την επικίνδυνη διαδρομή· να δένει, με πολλά πολλά γυρίσματα, τα πόδια αυτού που περπατά, να κάνει να φανεί, στο τέλος, ο δρόμος που σε κρατάει σταθερά στο κέντρο, για να μπορείς να αφήνεις λίγο το νήμα και να διακτινίζεσαι όπου ποθεί η ψυχή σου». (σ. 104)
* Η ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ είναι συγγραφέας. Τελευταίο της βιβλίο, ο τόμος «Νήματα της γραφής – Πτυχές κειμένων» (εκδ. Ρώμη).
→ Στην κεντρική εικόνα: Πίνακας της © Jia Sung.
Τρεις χάριτες στον τοίχο & 199 σκαλοπάτια
Πόλυ Χατζημανωλάκη
Εύμαρος 2020
Σελ. 194, τιμή εκδότη €12,00