Για το βιβλίο της Έμιλι Γουέλς [Emily Wells] «Αθέατος πόνος» (μτφρ. Βαγγέλης Προβιάς, εκδ. Ίκαρος). Στην κεντρική εικόνα, ο πίνακας του André Brouillet (1857–1914) «Ένα μάθημα κλινικής ιατρικής στην Σαλπετιέρ» (1887), απ' όπου εμπνεύστηκε η συγγραφέας μέρος του βιβλίου της. Ο πίνακας απεικονίζει την ασθενή του Γάλλου νευρολόγου Jean-Martin Charcot, την περίφημη Marie Wittman, καθώς εκτίθεται υπνωτισμένη στα μάτια μεταπτυχιακών φοιτητών του. Τέτοιες σκηνές ενέπνευσαν τον Σίγκμουντ Φρόιντ και οδήγησαν στη γέννηση της Ψυχανάλυσης.
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Ο πόνος είναι ο σκληρά σπαταλημένος χρόνος της ζωής. Ο ξενιστής μέσα στο σώμα της χαράς. Εντέλει, ο άγνωστος Χ σε μια εξίσωση που δεν έχει λύση. Ειδικά για εκείνους που πάσχουν από χρόνιους πόνους, οι οποίοι δεν έχουν κάποια αιτιολογική βάση, το άλγος μετατρέπει τα πάντα σε αντι-ζωή. Η Έμιλι Γουέλς υπήρξε από πολύ μικρή μπαλαρίνα που ήθελε να κάνει καριέρα στον κλασικό χορό. Το πνεύμα της ήταν προγραμματισμένο στις κακουχίες, τις στερήσεις, τους βασανισμούς που οφείλει να υποστεί μια χορεύτρια φορώντας όχι μόνο πουέντ, αλλά μια θεατρική μάσκα της τελειότητας, ενώ το σώμα της αντιδρούσε φορτικά.
«Υστερικό κορίτσι»
Οι πόνοι που δεχόταν ήταν σαν ηλεκτρικά φορτία που της παρέλυαν κάθε ίντσα του σώματός της. Όσες εξετάσεις κι αν έκανε, οι γιατροί δεν μπορούσαν να βρουν κάτι παθολογικό που να τους προϊδέαζε για τη φύση αυτών των πόνων. Κατέληξαν όλοι, συμπεριλαμβανομένων και των οικείων της, να θεωρούν πως ήταν κάτι σαν κατά φαντασίαν ασθενής ή, ακόμα χειρότερα, ένα υστερικό κορίτσι που ήθελε να τραβήξει την προσοχή.
Κι όμως, τα συμπτώματα έκαναν την εμφάνισή τους καθημερινά. Δεν μπορούσε να φάει, καθώς κάθε γεύση την πονούσε. Τα μαλλιά της αραίωναν, ζαλιζόταν συνεχώς, δεχόταν ημικρανικές επιθέσεις και κάθε οστό της διαμαρτυρόταν. Τα παυσίπονα που της χορηγούσαν οι γιατροί, απλώς επισκίαζαν τον πόνο και στη συνέχεια έκαναν χειρότερα τα πράγματα. Χρειάστηκε να καταφύγει σε αντικαταθλιπτικά, με την έννοια ότι όλο αυτό ήταν γέννημα του μυαλού της, αλλά τα αποτελέσματα ήταν ομοίως άσχημα.
Δεν μπορούσε να φάει, καθώς κάθε γεύση την πονούσε. Τα μαλλιά της αραίωναν, ζαλιζόταν συνεχώς, δεχόταν ημικρανικές επιθέσεις και κάθε οστό της διαμαρτυρόταν. Τα παυσίπονα που της χορηγούσαν οι γιατροί, απλώς επισκίαζαν τον πόνο και στη συνέχεια έκαναν χειρότερα τα πράγματα. Χρειάστηκε να καταφύγει σε αντικαταθλιπτικά, με την έννοια ότι όλο αυτό ήταν γέννημα του μυαλού της, αλλά τα αποτελέσματα ήταν ομοίως άσχημα.
Όσο περισσότερο η Γουέλς υποστήριζε ότι ο πόνος της δεν ήταν «όλος στο κεφάλι της», τόσο περισσότερο φοβόταν ότι θα φαινόταν ότι ήταν. Για να αποδείξει ότι η ασθένειά της ήταν σωματική και επομένως «πραγματική», αποφάσισε ότι έπρεπε να παίξει τον ρόλο μιας «λογικής» και καλής ασθενούς – έπρεπε να προσαρμοστεί στον τύπο.
Η απάθεια
Με απάθεια που θα ταίριαζε σε μπρεχτική ηθοποιό παρουσίαζε τα συμπτώματα στους γιατρούς λες και συνέβαιναν σε κάποια άλλη. Ο πόνος στα νεύρα, οι φλεγμονές στις αρθρώσεις, η ναυτία, η κόπωση, τα στοματικά έλκη, η γενική ευαισθησία σε λοιμώξεις και κάμποσα άλλα συμπτώματα συνέχιζαν να την επιβαρύνουν για χρόνια. Δημόσια προσπαθούσε να δείχνει άτρωτη, ενώ μέσα της θέριευε το βασίλειο του πόνου. Αυτη η διχοστασία την οδήγησε στο να βλέπει το σώμα της όπως το έκαναν οι γιατροί: ως ένα πλέγμα συμπτωμάτων.
Το όνομα του πόνου
Έπειτα από άοκνες προσπάθειες έμαθε πως έπασχε από τη νόσο Μπεχτσέτ. Ένα αυτοάνοσο νόσημα, για το οποίο δεν υπάρχει επαρκής θεραπεία. Το να βρίσκεις το όνομα της πάθησής σου δεν σε κάνει πιο ανάλαφρο, δεν σε απαλύνει καθόλου. Τα πράγματα συνέχισαν να είναι δύσκολα για εκείνη, έστω κι αν γνώριζε από τι έπασχε. Τουλάχιστον μπορούσε να αποδείξει σε όλους πως οι πόνοι της δεν ήταν ονειροφαντασίες του μυαλού της.
Γράφει, λοιπόν, για το χρονικό των πόνων της; Αυτό το βιβλίο είναι εν μέρει αυτοβιογραφικό και εν μέρει ένα πολιτικό, κοινωνικό και ιατρικό μανιφέστο. Η Γουέλς λέει μετά λόγου γνώσεως πως το βιβλίο γεννήθηκε μέσα από το ημερολόγιο που κρατούσε, αλλά πολύ νωρίς κατάλαβε πως δεν μπορούσε να μιλήσει για τον πόνο της. Δεν έβρισκε λέξεις να εξηγήσει δημόσια κάτι τόσο ιδιωτικό. Προφανώς, αυτός είναι και ο λόγος που αυτό το memoir δεν είναι μια ολότελα αυτοαναφορική σβούρα γύρω από τη μαύρη τρύπα του πόνου, αλλά μια πραγματεία για την έννοια του πόνου, την περίθαλψη που τυγχάνουν οι ασθενείς σε εποχές καπιταλισμού, η διαφορετική αντιμετώπιση που έχουν οι γυναίκες σε σχέση με τους άντρες από το σύστημα υγείας, αλλά και η ιστορία της υστερίας ανά τους αιώνες.
Δεν έβρισκε λέξεις να εξηγήσει δημόσια κάτι τόσο ιδιωτικό. Προφανώς, αυτός είναι και ο λόγος που αυτό το memoir δεν είναι μια ολότελα αυτοαναφορική σβούρα γύρω από τη μαύρη τρύπα του πόνου, αλλά μια πραγματεία για την έννοια του πόνου, την περίθαλψη που τυγχάνουν οι ασθενείς σε εποχές καπιταλισμού, η διαφορετική αντιμετώπιση που έχουν οι γυναίκες σε σχέση με τους άντρες από το σύστημα υγείας, αλλά και η ιστορία της υστερίας ανά τους αιώνες.
Σύμφωνα με την εμπειρία της Γουέλς, η σχέση ανάμεσα σε έναν ασθενή και σε έναν γιατρό δεν είναι μονοσήμαντη, καθώς παρεμβαίνουν διάφορες κοινωνικά διαμορφωμένες διαπραγματεύσεις έως τη στιγμή που ο ασθενής θα αποδειχθεί επιλέξιμος για να του χορηγηθεί η κατάλληλη θεραπεία.
Ας μην ξεχνάμε ότι αναφέρεται στο αμερικανικό σύστημα υγείας, στο οποίο δεν έχουν πάντα όλοι ελεύθερη και διαρκή πρόσβαση. Πάντως, για να είμαστε ειλικρινείς, ούτε και στη χώρα μας υπάρχει τέτοια «ελευθερία» στους χρόνια πάσχοντες.
Η Emily Wells (Έμιλι Γουέλς) ζει στο Λος Άντζελες. Το Αθέατος πόνος είναι το πρώτο της βιβλίο. Είναι κάτοχος Master of Fine Arts στη Δημιουργική Γραφή από το Πανεπιστήμιο Riverside της Καλιφόρνια και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Irvine. Στο παρελθόν, υπήρξε συντάκτρια σε πολλά περιοδικά μόδας και τέχνης και δημοσιογράφος εφημερίδων. |
Η άποψη για τις γυναίκες
Οι περισσότεροι γιατροί, σημειώνει η Γουέλς, την έβλεπαν σαν μια καταθληπτική γυναίκα που διψούσε για προσοχή. Κι αυτή είναι μια εμπεδωμένη άποψη του συστήματος για τις γυναίκες που τις βλέπει ως δυνάμει υστερικές. Βαθμηδόν, η Γουέλς άρχισε να ενδιαφέρεται έντονα για την ιστορία της υστερίας ως ψυχική ασθένεια. Στρέφεται σε φωτογραφίες και ιατρικά αρχεία γυναικών ασθενών του 19ου αιώνα που έλαβαν την ξεπερασμένη πλέον διάγνωση της υστερίας (γνωστή σήμερα ως διαταραχή μετατροπής). Ξεκινάει την έρευνα της από το 1870, σε ένα άσυλο στο Παρίσι που ονομάζεται Νοσοκομείο Salpêtrière, όπου ο Γάλλος νευρολόγος Ζαν-Μαρτίν Σαρκό ήταν κάτι σαν σταρ της εποχής. Πίστευε ότι η υστερία ήταν μια κληρονομική νευρολογική κατάσταση – μια κατάσταση παρόμοια με μια υπνωτική έκσταση που προκαλούσε επιληπτικά επεισόδια και παραλήρημα.
Ανακαλύπτοντας ότι μπορούσε να προκαλέσει αυτά τα συμπτώματα μέσω της ύπνωσης, άρχισε να απαθανατίζει τους ασθενείς του σε φωτογραφίες καθώς εμφάνιζαν αυτό που ονόμασε «παθιασμένες στάσεις».
Η περίπτωση της Ογκουστίν και της Μαρί
Η πιο διάσημη ασθενής του ήταν μια νεαρή γυναίκα, η Ογκουστίν, η οποία μπήκε στο άσυλο από 14 ετών έχοντας υποστεί σεξουαλική επίθεση τουλάχιστον δύο φορές. Ήταν το τέλειο δείγμα διαταραχής για τον Σαρκό.
Η Γουέλς γοητεύεται από τις φωτογραφίες της υπνωτισμένης Ογκουστίν. Ο Σαρκό παρουσίαζε αυτές τις φωτογραφίες ως αντικειμενικά πειστήρια ασθένειας που αποδείκνυαν την ικανότητά του να προκαλεί υστερικά συμπτώματα σε ασθενείς. Έτσι, φάνηκε να επιβεβαιώνεται η θεωρία του ότι η υστερία είχε βιολογική βάση.
Ήταν, άραγε, μια προβαρισμένη παράσταση όλο αυτό; Έπαιζε ο καθένας τον ρόλο του σε μια σιωπηρώς συμφωνημένη παράσταση; Αν ναι, τότε πώς η Ογκουστίν κάποια στιγμή δραπέτευσε από το άσυλο;
Επίσης διάσημη έγινε η ασθενής του Marie Wittman, η οποία απαθανατίστηκε στον διάσημο πίνακα του Brouillet.
Ο Φρόιντ
Αναζητώντας μια διαφορετική κατανόηση της υστερίας, η Γουέλς στρέφεται στον Φρόιντ, ο οποίος έφυγε από το Salpêtrière έχοντας ριζικά αντίθετη άποψη για όσα είχε δει εκεί. Αντί για βιολογική πάθηση, ο Φρόιντ πίστευε ότι τα σωματικά συμπτώματα των ασθενών ήταν ένας τρόπος επικοινωνίας της ασυνείδητης αντίστασης.
Αν οι γυναίκες ήταν πιο πιθανό να υποφέρουν από υστερία από τους άνδρες, ήταν επειδή διαμαρτύρονταν για τα κοινωνικά τους όρια, σημειώνει ο Φρόιντ.
Αν οι γυναίκες ήταν πιο πιθανό να υποφέρουν από υστερία από τους άνδρες ήταν επειδή διαμαρτύρονταν για τα κοινωνικά τους όρια, σημειώνει ο Φρόιντ. Κατά την άποψή του –καθώς η υστερία προήλθε από το μυαλό κι όχι το σώμα– αυτή η κατάσταση θα μπορούσε να θεραπευθεί από τους ίδιους τους ασθενείς, αρκεί να βρίσκονταν στην παρουσία κάποιου για να τους ακούσει και να τους βοηθήσει να ανακτήσουν τα μηνύματα που προσπαθούσε να δώσει το σώμα τους.
Ο πόνος της τέχνης
Η άλλη διάσταση του πόνου που προβάλλει η Γουέλς είναι αυτή που αποκόμισε μέσω του χορού. Ο χορός, παρατηρεί, έχει συνδεθεί με την τρέλα και την υπερβολή. Από τις μάστιγες του χορού που ξέσπασαν σε όλη τη μεσαιωνική Ευρώπη μέχρι την ανορεξία και τον μαζοχισμό που συνδέονται με τον χορογράφο Ζορζ Μπαλασίν και το σύγχρονο μπαλέτο.
Οι χορεύτριες που παίζουν στη Ζιζέλ πρέπει να εγκαταλείψουν τον εαυτό τους μπρος στην τέχνη του μπαλέτου. Τα συμπτώματα και οι συνέπειες της προσπάθειας ενός χορευτή που μπορεί να μοιάζει με τρέλα και ασθένεια είναι το κόστος της τέχνης. Η Γουέλς έμαθε να συνεχίζει να χορεύει, να αγνοεί τις σκέψεις της, ακόμα κι όταν πονούσε. Μέσω του χορού, το σώμα της έγινε όργανο για την ιστορία του πόνου της, καθώς και η μέθοδος για να τον καλύψει, να τον μεταμορφώσει σε ομορφιά.
Όταν αναγκάστηκε να σταματήσει να χορεύει, έγινε μοντέλο και στη συνέχεια επιμελήτρια σε περιοδικά. Η μόνη ασχολία, όμως, που γέμισε το κενό μέσα της και μετρίασε τον πόνο ήταν το γράψιμο. Μπορούσε να το κάνει ακόμη και στο κρεβάτι, σε μέρες που δεν ήταν ικανή ούτε να κουνηθεί.
Αυτό το βιβλίο είναι μια βιωμένη κατάσταση, αλλά και μια ενδοσκόπηση στην ιστορία του πόνου. Είναι μια άσκηση υποταγής στην ανάγκη της να βγάλει τα σπλάχνα της στη φόρα, όπως σημειώνει. Η αλήθεια είναι ότι το κάνει, αλλά με έναν τρόπο που σε γραπώνει και σε βυθίζει στο λήθαργο ενός πόνου που τον αντέχεις μόνο διαβάζοντας γι’ αυτόν. Η μετάφραση του Βαγγέλη Προβιά είναι κάτι παραπάνω από εξαιρετική.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.