Για το μυθιστόρημα του Κώστα Καβανόζη «Τυχερό» (εκδ. Πατάκη).
Του Διονύση Μαρίνου
Ο Όρσον Γουέλς συνήθιζε να λέει πως οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν ποτέ τη δικαιοσύνη όσο ζουν και το μόνο που συναντούν είναι καλή ή κακή τύχη. Προφανώς, για τα γυρίσματα των συμπτώσεων ή την τυχαιότητα των στιγμών ουδείς μπορεί να είναι βέβαιος. Συχνάκις, η μεταφορά από τη μια κατάσταση στην άλλη μοιάζει με αντιβούισμα αόρατου μηχανισμού, του οποίου οι ιμάντες κινούνται από κάποιο αόρατο χέρι για άδηλους σκοπούς. Αυτό, όμως, που η πραγματικότητα δεν επιδιώκει να αποδώσει με τρόπο καταφανή και πειστικό ή αρκετές φορές αρνείται πεισματικά να προσφέρει (ας μην ξεχνάμε τους αποτυχημενάκηδες που έλεγε και ο Κωστής Παπαγιώργης), έρχεται η λογοτεχνία να αποκαταστήσει δίχως, μάλιστα, τη διάθεση να μεταστρέψει τα γεγονότα – απλώς να τα κατανοήσει. Το μυθιστόρημα του Κώστα Καβανόζη Τυχερό (εκδ. Πατάκη) θέτει εξαρχής δύο ζητήματα προς διερεύνηση. Με τέτοιο τρόπο –μάλιστα– που η απάντησή τους καθίσταται αναγκαία για να μπορέσει κανείς να παρασυρθεί από το ευέλικτο μίγμα του βιβλίου.
Τι είναι, άραγε, η τύχη; Κομμάτι της ειμαρμένης; Κάποιο θεόσταλτο σημάδι προς ολίγους; Μια αποδρομή του κακού σπόρου που παραχώθηκε μέσα μας; Ή, μήπως, είναι μια από τις πολλές πιθανότητες που βρίσκονται μπροστά μας και δίχως καμία προηγούμενη σκοπιμότητα, απλώς, λειτουργούν προσθετικά ή αφαιρετικά στο άγνωστο πλέγμα της ζωής ενός εκάστου; Επιπροσθέτως, μπορεί η λογοτεχνία να αποχαιρετήσει, εξαρχής, τον απαραίτητο μανδύα της μυθοπλασίας (άρα της εμπρόθετης κατασκευής) και να αφεθεί στην τραχιά επιφάνεια του πραγματικού; Μπορούν τα «αληθινά» πρόσωπα και οι «αληθινές» καταστάσεις του βίου τους να αποτελέσουν την ουσιαστική μαγιά για τη δημιουργία ενός μυθοπλαστικού καμβά;
Ο Καβανόζης δεν χρειάστηκε να επινοήσει τίποτα – του δόθηκε μια έξοχη πρώτη ύλη, την οποία χειρίστηκε με τον τρόπο που μόνο ένας έμπειρος συγγραφέας οφείλει να κάνει: να την επανεπινοήσει (sic). Παράδοξο; Ακούγεται ως τέτοιο, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι. Η προφανής ασυμβατότητα (αληθινό/κατασκευασμένο), στα χέρια ενός συγγραφέα που ξέρει τι θέλει να κάνει, μπορεί να εξελιχθεί σε αρμονική σχέση.
Αυτό το βιβλίο είναι η ιστορία του Βαγγέλη Βολοβότση, ενός στενού συγγενή του συγγραφέα. Μιλάμε, λοιπόν, για άνθρωπο υπαρκτό, του οποίου η ζωή ήταν δεδομένη, κρουστή και περιπετειώδης. Αυτό το βιβλίο είναι η ιστορία των ανθρώπων που ζουν στο Τυχερό, μια κωμόπολη του Νομού Έβρου. Άλλοτε ονομαζόταν Τύχιο, αλλά τα «δώρα» του Ελευθέριου Βενιζέλου προοιωνίζονταν καλές ημέρες στους κατοίκους και κάπως έτσι, το 1953, το Τύχιο εκδημοτικίζεται σε Τυχερό. Αυτό το βιβλίο, όμως, είναι και η ιστορία του πρώτου δυστυχήματος της Ολυμπιακής Αεροπορίας επί εποχής Ωνάση. Στις 29 Οκτωβρίου, το αεροσκάφος Douglas DC-3 της Ο. Α. που εκτελούσε την πτήση Αθήνα-Θεσσαλονίκη, συντρίβεται λίγο μετά την απογείωσή του κοντά στην Αυλώνα. Και οι 18 επιβαίνοντες είναι νεκροί. Ήταν, όντως, 18 οι επιβαίνοντες ή μήπως υπήρξε και κάποιος άτυχος λαθρεπιβάτης και πόσοι ήταν εκείνοι που από αγαθή τύχη δεν πέταξαν τελευταία στιγμή με τη μοιραία πτήση; Τρία κομβικά σημεία του μυθιστορήματος που ενώνονται άμεσα και αξεδιάλυτα μεταξύ τους. Από τύχη στην πραγματικότητα, από συγγραφική επιδεξιότητα στο βιβλίο.
Στις 29 Οκτωβρίου, το αεροσκάφος Douglas DC-3 της Ο. Α. που εκτελούσε την πτήση Αθήνα-Θεσσαλονίκη, συντρίβεται λίγο μετά την απογείωσή του κοντά στην Αυλώνα. Και οι 18 επιβαίνοντες είναι νεκροί.
Ο Βαγγέλης Βολοβότσης διαθέτει όλα τα στοιχεία για να γίνει ένας διαυγής μυθιστορηματικός ήρωας. Ο βίος του ήταν ταραγμένος (είχε την… τύχη να ζήσει σε ενδιαφέροντες καιρούς), είχε δραματικές μεταπτώσεις και πολλές αντιθέσεις που είχαν άμεση επίδραση πάνω του. Ξεκίνησε από την Ανατολική Θράκη και μικρό παιδί περνάει μαζί με τους γονείς του στον Έβρο στις αρχές της δεκαετίας του ’20. Γίνεται δάσκαλος, παντρεύεται, κάνει ένα παιδί, μπαίνει στις τάξεις του ΚΚΕ, ζει μέσα στις φλόγες του Εμφύλιου και αναγκάζεται να αποχωριστεί για αρκετά χρόνια την οικογένειά του μεταβαίνοντας στην Ουγγαρία. Χρειάστηκαν, επίσης, πολλά χρόνια να συγκολληθούν τα κομμάτια της οικογένειας, για να έρθει η μοίρα να τα χωρίσει ξανά. Μεγάλοι πλέον και αποσταμένοι, ο Βολοβότσης και η γυναίκα του επέστρεψαν πίσω στην πατρίδα το 1981, δίχως όμως το παιδί τους που είχε χαθεί στο αεροπορικό δυστύχημα.
Το ένα δραματικό γεγονός έρχεται να ακουμπήσει στο άλλο, έτσι που στο τέλος, η ζωή μοιάζει να είναι ένα παιχνίδι τυχαίων περιστατικών, ολότελα ασύνδετων μεταξύ τους, κι όμως οργανικά δεμένων. Ή, για να το πούμε αλλιώς, η ζωή παίζει τα πιο ευφάνταστα παιχνίδια. Πόσοι από εκείνη τη μοιραία πτήση της Ολυμπιακής Αεροπορίας ήταν εξαρχής προγραμμένοι και πόσοι άλλοι, την ύστατη στιγμή, κατάφεραν να γλιτώσουν από το συναπάντημα με τον θάνατο; Ο Σάββας Σφαιρόπουλος, πατέρας του σημερινού προπονητή της ομάδας μπάσκετ του Ολυμπιακού, Γιάννη Σφαιρόπουλου, τότε πρωτοκλασάτος παίκτης του Απόλλωνα Καλαμαριάς και στη συνέχεια του Ολυμπιακού, από τύχη και μόνο δεν μπήκε στο αεροπλάνο, ενώ ήταν να πετάξει. Δεν συνέβη το ίδιο με τον γιο του Βολοβότση και με τους υπόλοιπους επιβάτες. Και, τελικά, τι συνέβη με τον μυστηριώδη λαθρεπιβάτη που είδε την αρχική του τύχη να ντύνεται με τα σκούρα ρούχα της μέγιστης ατυχίας;
Ο Καβανόζης πήρε το ρίσκο να αφηγηθεί την πραγματική ζωή ανθρώπων, τους οποίους δεν επινόησε, δεν ήταν γεννήματα της φαντασίας του, δεν χρειάστηκε να συνθέσει τις ψηφίδες της ζωής τους από την αρχή. Το πρόπλασμα υπήρχε κι εκείνος λειτούργησε συνθετικά.
Ο Καβανόζης πήρε το ρίσκο να αφηγηθεί την πραγματική ζωή ανθρώπων, τους οποίους δεν επινόησε, δεν ήταν γεννήματα της φαντασίας του, δεν χρειάστηκε να συνθέσει τις ψηφίδες της ζωής τους από την αρχή. Το πρόπλασμα υπήρχε κι εκείνος λειτούργησε συνθετικά. Ναι, αυτό έκανε και το ρίσκο του είχε ευκταία κατάληξη. Μέσα από διαφορετικές οπτικές γωνίες, το μυθιστόρημα (ναι, περί μυθιστορήματος πρόκειται) κυκλώνει τους ήρωες. Με προσωπικές αφηγήσεις, ντοκουμέντα από εφημερίδες της εποχής, διηγήσεις από τους γονείς του και άλλους συγγενείς, ακόμη και συνεντεύξεις με πρόσωπα που έζησαν τα γεγονότα και τις καταστάσεις, ο Καβανόζης ενεργοποιεί αδιαλείπτως το υλικό του και του προσδίδει έναν ενοποιητικό χαρακτήρα. Ενδιαφέρουσα είναι η «δουλειά» του στο κομμάτι της έντονης προφορικότητας που υπάρχει διασπαρμένη στο βιβλίο. Στοιχείο που όχι μόνο δεν ακυρώνει την πρόθεσή του να ακούσει τους πρωταγωνιστές, αλλά την ενισχύει με τρόπο παραστατικό.
Η αίσθηση που αποκομίζεις, καίτοι γνωρίζεις εξαρχής ότι η μυθοπλασία έχει «λεηλατηθεί» από την πραγματικότητα, είναι ότι πρόκειται για μια έξοχα σκηνοθετημένη αλληλουχία γεγονότων που φέρουν μιαν ιδιαίτερη θερμοκρασία. Κάτι που έχει ως αποτέλεσμα να τέμνονται με τα ακρότατα σύνορα της επινόησης – ακόμη κι αυτό το «συναπάντημα» μπορεί να είναι αποτέλεσμα συγγραφικής τύχης, αν όχι ικανότητας.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι συγγραφέας.
Τυχερό
Κώστας Καβανόζης
Πατάκης 2017
Σελ. 328, τιμή εκδότη €15,50