Για το βιβλίο της Hannah Arendt «Άνθρωποι σε χρόνους ζοφερούς» (μτφρ. Δημήτρης Ψυχογιός, εκδ. Επίκεντρο).
Του Φώτη Καραμπεσίνη
Ο χρόνος διαλύει τους ανθρώπους. Τους παίρνει, πλανευτής, από την κούνια και τους πετάει άγαρμπα στον τάφο, προτού προλάβουν να συνειδητοποιήσουν το πέρασμά του. Ο χρόνος είναι αμείλικτος, αδιάφορος, ακύμαντος. Δεν συντρέχει κανέναν και υπηρετεί αποκλειστικά τον εαυτό του. Και όμως, ως τέτοιος, δεν βιώνεται όμοια ούτε από όλους τους ανθρώπους ούτε από όλες τις γενιές. Κάποιες πέρασαν το μεγαλύτερο μέρος της ύπαρξής τους σε νηνεμία, σε περιόδους άμπωτης. Άλλες όμως τις πρόφτασε η παλίρροια, τις παρέσυρε ή τις πέταξε στα βράχια, αφήνοντας πίσω της κουφάρια και συντρίμμια. Και εν μέσω αυτών, κάποιοι άνθρωποι σε καιρούς ζοφερούς, φωτοβόλησαν και άνθισαν και έδωσαν νόημα στον χρόνο που πέρασαν στον πλανήτη αυτόν.
Τα χρόνια
Ο εικοστός αιώνας, ιδίως στο πρώτο μισό του, στάθηκε σκληρός με τους κατοίκους του πλανήτη. Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι από μόνοι τους αρκούν για να τον χαρακτηρίσουν βίαιο και αιματηρό, αν και πολλοί υποστηρίζουν ότι οι αντιξοότητές του έδωσαν το έναυσμα για την παρουσία και το έργο κάποιων σημαντικών ανθρώπων που το αστέρι τους πρόλαβε να λάμψει, αφήνοντας πίσω τους σημαντικό έργο με διάρκεια. Η Χάνα Άρεντ, μια από τις μεγαλύτερες φιλοσόφους του εικοστού αιώνα, υπήρξε ένας αυτόφωτος πνευματικός άνθρωπος, και παρόλο το ότι «ανδρώθηκε» πνευματικά στη σκιά τιτάνων της σύγχρονης φιλοσοφίας όπως ο Χάιντεγκερ και ο Γιάσπερς, ανεξαρτητοποιήθηκε αποκτώντας τη δική της φωνή και κατακτώντας την αθανασία χάρη στην πρωτότυπη σκέψη και το έργο της.
Στο βιβλίο με τίτλο Άνθρωποι σε χρόνους ζοφερούς, το οποίο επανεκδόθηκε πρόσφατα σε εξαιρετική μετάφραση του Δημήτρη Ψυχογιού, επέλεξε να βιογραφήσει κάποιες προσωπικότητες του πνεύματος που έδρασαν στις αρχές του αιώνα (πλην μιας). Φυσικά το έκανε με τον δικό της τρόπο και μέσα από την ιδιαίτερη οπτική της, προτάσσοντας κάποια σημεία της ζωής τους και του έργου τους που τους προσδίδουν παγκοσμιότητα, αναδεικνύοντας το φως στη σκέψη και στις πράξεις τους.
Δεν πρόκειται βέβαια για βιογραφίες per se αλλά ενός είδους homage στο έργο και τις πράξεις ανθρώπων που το αποτύπωμά τους στον αιώνα της φρίκης υπήρξε αναμφίβολα θετικό.
Ας έρθουμε όμως στο περιεχόμενο του βιβλίου. Δεν πρόκειται βέβαια για βιογραφίες per se (παραλείπονται πολλά, και λόγω έκτασης προφανώς, καθώς τα περισσότερα κείμενα είναι ολιγοσέλιδα), αλλά ενός είδους homage στο έργο και τις πράξεις ανθρώπων που το αποτύπωμά τους στον αιώνα της φρίκης υπήρξε αναμφίβολα θετικό. Στη λογική αυτή δεν είναι τυχαίο που λείπει ο μέντορας και για κάποιο διάστημα εραστής της, ο κορυφαίος κατά πολλούς φιλόσοφος του 20ού αιώνα, ο Μάρτιν Χάιντεγκερ. Μπορεί το έργο του να στέκεται περίλαμπρο και αειθαλές στο πέρασμα των ετών, πλην όμως η ζωή και οι απόψεις του (εν προκειμένω η ταύτισή του με το Ναζιστικό Κόμμα) απέτρεψαν την Άρεντ από το να τον συμπεριλάβει στο βιβλίο αυτό.
Οι άνθρωποι
Το βιβλίο ξεκινάει με τον Γκότχολντ Εφραίμ Λέσσινγκ, τον μόνο που δεν έζησε στον 20ό αιώνα, αλλά την εποχή του Διαφωτισμού. Ετούτος ο Εβραίος λόγιος υπήρξε ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, φιλόσοφος, του οποίο το θεατρικό έργο «Νάθαν ο σοφός» αποτελεί το έναυσμα για το μακροσκελές («προγραμματικό» το ονομάζει η ίδια) κείμενό της. Της προσφέρει την ευκαιρία να μιλήσει για το θέμα της εβραϊκότητας, αλλά και το πώς βιώνει ο διανοούμενος τη βίαιη απόσπασή του από τη δημόσια σφαίρα στην ιδιωτική, με την ατροφία που αυτή συνεπάγεται. Ένας ακόμα πυλώνας είναι η έννοια του ανθρωπισμού σε καιρούς ζοφερούς και το πώς αυτή ενσαρκώνεται. Ξέρουμε από τα μεταγενέστερα κείμενα της Άρεντ ότι αρνείτο τη συμπόνια ως μη δυνάμενη να χρησιμοποιηθεί πολιτικά (ως παθητικό συναίσθημα αποτρέπει τη δράση), αν και ήταν κάτι που τη στιγμή της φρίκης προσέδιδε στους πάσχοντες καταφύγιο. Ο Λέσσινγκ αντιθέτως προέτασσε τη φιλία με την έκκληση «γίνε φίλος μου» να επαναλαμβάνεται τακτικά ως μάντρα σε όλη την έκταση του «Νάθαν».
Η φιλόσοφος, εν συνεχεία, εξερευνά με απαράμιλλο βάθος την αλληλοπεριχώρηση του ατομικού με το συλλογικό/ιστορικό. Κοινός τόπος είναι η αφήγηση: για την Άρεντ η αφήγηση είναι ένας συνδυασμός, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, «ποίησης και ιστορίας». Ο όρος «ποίηση» περιλαμβάνει τη λογοτεχνία και την τέχνη εν γένει (σε αντιδιαστολή προς τη «γνώση», την επιστήμη). Ταυτόχρονα η ιστορία είναι η αυστηρή καταγραφή των γεγονότων από τον ιστορικό. Χρέος επομένως του καλλιτέχνη και του ιστορικού, είναι να θέσουν σε κίνηση τη διαδικασία της αφήγησης, προκειμένου να εντάξουν όλους εμάς σε αυτήν. Όσον αφορά τον ιστορικό τα πράγματα είναι συγκεκριμένα. Η καταγραφή των γεγονότων, η τοποθέτηση του ανθρώπου στο ιστορικό εννοιολογικό πλαίσιο προσφέρει την απαραίτητη απόσταση από το συμβάν, καθώς τον εξοικειώνει με τις αφορμές, τις αιτίες. Η ένταξή του στην ιστορική συνέχεια, εν τέλει, δρα παρηγορητικά σε βάθος χρόνου, καθώς η συμμετοχή έστω σε μια κοινότητα πόνου παραμένει συμμετοχή και κοινότητα. Για τον Λέσσινγκ, ολοκληρώνει η Άρεντ, δεν υπήρξε μία αλήθεια ούτε μία απάντηση, παρά ο «ατέρμων διάλογος μεταξύ των ανθρώπων» και η υποχρέωση του ανθρώπου να λέει αυτό που θεωρεί αλήθεια, εξανθρωπισμένη μέσω του διαλόγου.
Σπάνια περίπτωση ταύτισης προσωπικού και επαναστατικού ήθους, αρμονικού συνδυασμού έργου και δράσης, η «κόκκινη Ρόζα» δεν δίστασε να συγκρουστεί με το ίδιο της το κόμμα αλλά και με την αυθεντία, που τότε κατείχε το κόμμα των Μπολσεβίκων και ο ίδιος ο Λένιν.
Το άστρο της Ρόζα Λούξεμπουργκ και της οργάνωσης του Σπάρτακου υπήρξε φωτεινό, ίσως εξαιτίας του ότι έλαμψε τόσο έντονα για λίγο, ενώ η δολοφονία της από τα παρακρατικά Freicorps με την ανοχή του υπουργού Νόσκε αποτελεί μία από τις μαύρες σελίδες της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Η Άρεντ στέκεται με θαυμασμό απέναντι στην Πολωνή επαναστάτρια, αν και η ίδια όπως γράφει, δεν ανήκε σε κάποια αριστερή οργάνωση, εστιάζοντας στο επαναστατικό της πάθος, στις συντροφικές και στις προσωπικές της σχέσεις. Σπάνια περίπτωση ταύτισης προσωπικού και επαναστατικού ήθους, αρμονικού συνδυασμού έργου και δράσης, η «κόκκινη Ρόζα» δεν δίστασε να συγκρουστεί με το ίδιο της το κόμμα (η γνωστή στους ασχολούμενους με τα του SPD περίπτωση Μπερνστάιν), αλλά και με την αυθεντία, που τότε κατείχε το κόμμα των Μπολσεβίκων και ο ίδιος ο Λένιν (η κριτική της στη Ρωσική επανάσταση παραμένει όσο ποτέ επίκαιρη καταδίκη του ολοκληρωτισμού). Είναι λογικό ο βίαιος θάνατός της, όπως κι εκείνοι των συντρόφων της της ομάδας Σπάρτακος, να αποτελεί αναπόφευκτα την κορυφαία στιγμή της πορείας της, προσδίδοντάς της το κύρος του μάρτυρα για την Υπόθεση. Συγκλονιστική παραμένει η δήλωση του –νεκρού εν αδεία– συντρόφου της Leo Jogiches, ο οποίος όταν ρωτήθηκε, λίγο ύστερα από τον θάνατο της Ρόζας, γιατί δεν διέφυγε για να γλιτώσει τη ζωή του, απάντησε: «Κάποιος πρέπει να μείνει πίσω για να χαράξει τις επιγραφές στους τάφους μας». Ετούτη υπήρξε η παρακαταθήκη και το μεγαλείο των ανθρώπων αυτών, η οποία φαντάζει ακόμα πιο θαυμαστή έχοντας γνώση τού τι ακολούθησε στη Γερμανία όταν πλέον δεν είχε μείνει κανείς ζωντανός από τους επαναστάτες.
Η περίπτωση του Άντζελο Τζουζέπε Ρονκάλι, γνωστότερου ως «ευλογημένου Πάπα Ιωάννη ΚΓ'», υπήρξε μοναδική στα χρονικά της Αγίας Έδρας. Κι ετούτο, γιατί ο άνθρωπος αυτός ξεχώρισε για δύο λόγους, σύμφωνα με την Άρεντ: Πρώτον, γιατί ανήλθε στο ύπατο αξίωμα όχι ακριβώς ως επιλογή, αλλά ουσιαστικά ως η μόνη ανώδυνη, κατευναστική παρουσία, εξισορροπητικός παράγοντας ανταγωνιστικών δυνάμεων του Βατικανού. Ο δεύτερος και σημαντικότερος λόγος είναι ότι ο εν λόγω είχε τη… στρεβλή πεποίθηση ότι όφειλε να ταυτίσει το αξίωμα με τον ένθερμο χριστιανό που έκρυβε εντός του. Και επιπλέον, να δράσει και να ζήσει ανάλογα. Αυτή η επαναστατική οπτική τον ακολούθησε σε όλη την πορεία της ζωής του ως το επώδυνο τέλος του από καρκίνο του στομάχου, τον οποίο αντιμετώπισε με τη στωϊκότητα του πιστού κι όχι εκείνη του προκαθήμενου.
Γνωστότερη ως Κάρεν Μπλίξεν, η Ισάκ Ντίνεσεν στις σελίδες που της αφιερώνει η Άρεντ ξεχωρίζει ίσως λίγο περισσότερο ως μια larger than life προσωπικότητα από λογοτέχνης. Όχι πως η φιλόσοφος δεν εκτιμά το συγγραφικό της έργο, αλλά δείχνει συχνότερα συνεπαρμένη από την παρουσία της («σαν να εμφανίστηκε από μια άλλη εποχή») και τις απόψεις της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της γραφής της: «Όλες οι λύπες υποφέρονται, αν τις βάλεις σε μια ιστορία ή αν αφηγηθείς μια ιστορία γι’ αυτές». Καθόλου τυχαία η Χάνα Άρεντ ξεχωρίζει αυτή τη φράση της εν μέσω άλλων. Είμαστε οι αφηγήσεις μας και ετούτη είναι η βασικότερη φιλοδοξία αντάξια του γεγονότος ότι είμαστε ζωντανοί. Η γυναίκα αυτή αναζήτησε, και ήρθε κάποια στιγμή αργότερα στη ζωή της, το grande passion, όπως περίπου καταγράφεται στο αυτοβιογραφικό Πέρα από την Αφρική. Όμως εκείνο που θαύμασε στην Μπλίξεν η Άρεντ είναι ο αφηγηματικός της οίστρος, καθώς και η ίδια η φιλόσοφος διαπνεόταν από την ανάγκη να πει την «αλήθεια των πραγμάτων» ως δεινός αφηγητής, αποτασσόμενη τους περιορισμούς της θεωρητικής αποκλειστικά έκφρασης χάριν της αφηγηματικής.
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ο Καρλ Γιάσπερς και η Κάρεν Μπλίξεν [Ισάκ Ντίνεσεν]. |
Η επιλογή του laudatio χάριν του «φωτεινού» Καρλ Γιάσπερς αντί του «σκοτεινού» Μάρτιν Χάιντεγκερ δεν είναι τυχαία. Σίγουρα η Άρεντ χρωστάει εξίσου πολλά ή και περισσότερα στον δεύτερο, αλλά για τους λόγους που ανέφερα προτίμησε την αναφορά στον έτερο των δασκάλων της. Μην ξεχνάμε πως αυτό το βιβλίο αναφέρεται σε ανθρώπους που όχι απλώς έζησαν, έδρασαν, έγραψαν σε ζοφερούς καιρούς, αλλά με την παρουσία τους έδειξαν ότι ο ζόφος δεν κατανικάται με περισσότερο ζόφο. Κι ως προς αυτό, και μόνο, ο φιλόσοφος Γιάσπερς υπερείχε του συμπατριώτη του. Δεν χρειάζεται εδώ να τονίσω, στους έστω και ελάχιστα γνωρίζοντες το έργο της Άρεντ, ότι δεν ηθικολογεί αλλά επιζητεί το αρχαιοελληνικό φως που καταυγάζει το σκότος της ανθρώπινης ψυχής. Και ο Γιάσπερς είναι το κατάλληλο παράδειγμα, η φωτεινή παρουσία που συνδύασε το γερμανικό πνεύμα με τον ευρωπαϊκό ορίζοντα. Διόλου τυχαία ο μεταπολεμικός Γιάσπερς συνέβαλε –με προσωπικό κόστος απομόνωσης από τους συναδέλφους του– στο να επουλωθεί το τραύμα και η ενοχή με το δοκίμιό του Το ζήτημα της γερμανικής ενοχής. Όταν οι περισσότεροι επέλεξαν να ξεχάσουν ώστε να προχωρήσουν άτυπτα σ’ ένα μέλλον υλικής ευμάρειας, ο φιλόσοφος –εκείνη η ενοχλητική μύγα– έθετε ξανά και ξανά τα ερωτήματα που πλήγωναν, αναδεικνύοντας τον ρόλο του φιλοσόφου ως ενεργού πολίτη που αρνείται να κρυφτεί πίσω από την ασφάλεια της έδρας, λαμβάνοντας επάξια τον τίτλο «Πολίτης του κόσμου».
Ελάχιστοι θνητοί δικαιούνται να λάβουν τον τιμητικό τίτλο «Αναγεννησιακός άνθρωπος» κι ο Χέρμαν Μπροχ υπήρξε ένας από τους ελάχιστους. Το πέρασμά του από τη λογοτεχνία (Οι Υπνοβάτες, Βιργιλίου θάνατος), στις επιστήμες (μαθηματικά, φυσική, ψυχολογία) και τέλος στην πολιτική («Ψυχολογία των μαζών») εν είδει ακραίου φυσικού φαινομένου, αφήνει άφωνο τον σύγχρονο αναγνώστη. Ιδιαίτερα διότι καθετί με το οποίο καταπιανόταν έφτανε στο απώγειό του, ώστε να εγκαταλειφθεί στη συνέχεια για να προχωρήσει σε κάποια άλλη κορυφή. Και όμως, όπως εξηγεί η Άρεντ, η στόχευσή του υπήρξε συγκεκριμένη: ο απώτερος σκοπός του υπήρξε πάντοτε η πρακτική προσφορά στη χειμάζουσα ανθρωπότητα, όπως ο ίδιος εννοούσε τη δράση υπέρ των εχόντων χρεία. Όταν επομένως η λογοτεχνία έπαψε να ικανοποιεί τη βαθιά του ανάγκη, μεταπήδησε στην επιστήμη κι από εκεί το έσχατο άλμα στην πολιτική. Πάνω σ’ αυτό τον πρόλαβε ο θάνατος, ανακόπτοντας μια πορεία που δεν φαινόταν να είχε τέλος. Η Άρεντ μπορεί να μην παραλείπει καμία πτυχή της πολυσχιδούς προσωπικότητάς του, αλλά ξεκάθαρα τάσσεται με το μέρος του ποιητή («Ποιητής παρά τη θέλησή του»), όπως εξάλλου σε όλα της τα κείμενα όπου η αφήγηση προέχει της διανοίας. Εντούτοις, αποδίδει τα του Καίσαρος με θαυμαστή αντικειμενικότητα, καθώς μοναδικός σκοπός της είναι να αναδείξει τον άνδρα και το έργο του, όχι τα πάθη και τις αδυναμίες του.
Η Άρεντ αναφέρεται στην αγάπη του Μπένγιαμιν για τα παραθέματα, την αγάπη του για τη συλλογή βιβλίων και τη λατρεία των μικρών αντικειμένων.
Υπάρχει κάτι αβάσταχτο στη ζωή και τη μοίρα του Μπένγιαμιν. Ίσως έφταιγε εκείνο το παιδικό τραγουδάκι για τον Μικρό Καμπούρη, που του τραγουδούσε η μητέρα του, ως τον μοναδικό υπαίτιο για όλες τις ζημιές που έκανε ως παιδί. Σωρεία ατυχιών, κακών επιλογών και διαψεύσεων ακολούθησαν την ενήλικη ζωή ενός ανθρώπου που έμελλε να αφήσει το στίγμα του στη λογοτεχνική κριτική του παρελθόντος αιώνα. Η Άρεντ αναφέρεται στην αγάπη του Μπένγιαμιν για τα παραθέματα (κατέγραφε ατελείωτα τέτοια και σκόπευε να γράψει ένα βιβλίο εξ ολοκλήρου από αυτά), την αγάπη του για τη συλλογή βιβλίων (την αποκαλούσε «βιβλιομανία») και τη λατρεία των μικρών αντικειμένων. Επίσης, τη διάσπασή του μεταξύ των αντικρουόμενων ιδεολογιών Σιωνισμού και Μαρξισμού, στις οποίες τελικά ποτέ δεν προσχώρησε απόλυτα, όντας ελεύθερο πνεύμα. Η Άρεντ επιμένει στο γεγονός ότι αν και ο ίδιος δεν το εξέφρασε ποτέ, «είχε το χάρισμα να σκέφτεται ποιητικά» και αυτό κραύγαζε σε όλα τα κείμενά του που γι’ αυτό έβριθαν μεταφορών. Ετούτο τον ποιητή-φιλόσοφο-κριτικό, τον δεινό αλιέα παραθεμάτων, τον μη δογματικό μαρξιστή/σιωνιστή, ο Μικρός Καμπούρης τον ακολούθησε και τον πρόλαβε κάπου στα σύνορα Γαλλίας – Ισπανίας προτού κατορθώσει να διαφύγει στην Αμερική. Εκεί του έβαλε την τελευταία τρικλοποδιά, αφού αναγκάστηκε να αφαιρέσει την ίδια του τη ζωή για να μην πέσει στα βδελυρά χέρια των Ναζί συμπατριωτών του.
Πώς μπορεί ο ποιητής να κριθεί με βάσει τα κοινά, ανθρώπινα μέτρα; Τόσο για το υψηλότερο, μα ταυτόχρονα και για το ταπεινό; αναρωτιέται η Άρεντ. Η περίπτωση του Μπρεχτ είναι άκρως ενδεικτική. Κι αν το υψηλό είναι προφανώς το ποιητικό, θεατρικό και θεωρητικό του έργο, το ταπεινό είναι ο, κατά τη φιλόσοφο, δογματισμός του και η παιδαριώδης προσκόλλησή του στην κομμουνιστική ιδεολογία, χαρακτηριστικό παράδειγμα της οποίας υπήρξαν και οι φιλο-σταλινικές του δηλώσεις. Μα κι από την άλλη πλευρά, η μαμά-Ρωσία ποτέ δεν τον είχε σε μεγάλη υπόληψη, ο ίδιος ποτέ δεν θέλησε να μείνει εκεί, κι αν κατέληξε στην Αν. Γερμανία ήταν γιατί του παραχώρησε χώρο για τα θεατρικά του σχέδια. Βεβαίως, τα 7 χρόνια που έζησε εκεί ήταν και τα πλέον αδιάφορα δημιουργικά, καθώς το αποπνικτικό περιβάλλον της χώρας τελικά τον δηλητηρίασε. Αυτή όμως ήταν η δημόσια πλευρά του διανοούμενου που ατύχησε να ζήσει σε ζοφερούς καιρούς. Η άλλη, η ιδιωτική, η ποιητική, δόθηκε από τον ίδιο τον Γκαίτε, ο οποίος υποστήριζε ότι οι ποιητές σε αντίθεση με τους υπόλοιπους, «δεν επωμίζονται το ίδιο βάρος όταν παρεκτρέπονται». Κι αν κάτι προβάλλει ανυπέρβλητο και αιώνιο, είναι η καλλιτεχνική ευφυία του Μπρεχτ εν μέσω των όποιων μαρξιστικών κοινοτοπιών, αλλά και η αίσθηση της συμπόνιας απέναντι στους καταπιεσμένους, τους κολασμένους, συνέπεια πράξης και σκέψης.
Το βιβλίο θα κλείσει με την αναφορά της Άρεντ στον Βαλντεμάρ Γκουριάν και τον Ράνταλ Τζάρελ, με τους οποίους τη συνέδεαν στενότερες σχέσεις και των οποίων την προσωπικότητα και το έργο θαύμαζε. Ο μεν ως «πνευματικός Γαργαντούας» που κατάπινε… γνώση, και διέθετε απύλωτη περιέργεια και ο δε (ο μόνος Αμερικανός που περιέχεται στο βιβλίο) ως ο ευαίσθητος διανοούμενος, μόνιμα έκπληκτος που ο κόσμος δεν ήταν κατοικημένος από ποιητές και αναγνώστες ποίησης, ένας άνθρωπος γελαστός με αυτοκτονικές τάσεις και τραγικό τέλος.
Ο επίλογος
Δεν υπάρχει κάτι που κάποιος θνητός μπορεί να κάνει για να αποτρέψει τους ζοφερούς καιρούς. Τέτοιες δυνάμεις δεν διαθέτει, όσο ευφυής και μοναδικός κι αν είναι. Το νεκροταφεία, εξάλλου, όπως έχει σωστά ειπωθεί, είναι γεμάτα με αναντικατάστατους ανθρώπους. Από την άλλη, η Χάνα Άρεντ δεν μίλησε, δεν έγραψε εκ του ασφαλούς για τους ανθρώπους της εποχής αυτής. Υπήρξε μέρος της και με κίνδυνο ζωής διέφυγε τη μοίρα του ευρωπαϊκού εβραϊσμού. Από τη νέα της πατρίδα αποφάσισε μ’ αυτό το βιβλίο ότι θα είναι εκείνη που της έλαχε η μοίρα, αν όχι να χαράξει στους τάφους τα ονόματα των πεσόντων, τουλάχιστον να εκφωνήσει τους επικήδειους, να θυμίσει σε όλους όσοι θέλουν να ακούσουν ότι τον καιρό του ζόφου υπήρξαν κάποιοι λίγοι που στάθηκαν όρθιοι στα πόδια τους, όταν πολλοί επέλεξαν να γονατίσουν.
* Ο ΦΩΤΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗΣ είναι πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας. Διαχειρίζεται το βιβλιοφιλικό blog Αναγνώσεις.
Απόσπασμα από το βιβλίο:
«Ακόμα και στους πιο ζοφερούς καιρούς δικαιούμαστε να ελπίζουμε ότι θα φωτίσει και ότι ο φωτισμός δεν θα έρθει από θεωρίες και έννοιες, αλλά μάλλον από το αβέβαιο, τρεμάμενο και συχνά αδύναμο φως που κάποιοι άνδρες και γυναίκες με τη ζωή τους και το έργο τους θα ανάψουν κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις και θα φωτίσουν το διάστημα του χρόνου που τους δόθηκε πάνω στη Γη».