Για το αυτοβιογραφικό βιβλίο της Linn Ullmann «Ανησυχία» (μτφρ. Χίλντα Παπαδημητρίου, εκδ. Μεταίχμιο). Φωτογραφία: Η Λιν Ούλμαν με τον πατέρα της, τον Ίνγκμαρ Μπέργκμαν.
Της Διώνης Δημητριάδου
Τι είναι αυτό που μένει μετά την απώλεια του πατέρα; Πώς το διαχειρίζεσαι; Είναι η αποτύπωση της εικόνας του μέσω της γραφής ένας μάλλον πλάγιος τρόπος να αποδεχθείς δύο αλήθειες που έρχονται με τη σειρά και καταλαμβάνουν αυτές (και όχι εσύ) τη θέση του αφηγητή; Η πρώτη αλήθεια είναι πως ό,τι γράφεται απέχει ίση απόσταση από την πραγματικότητα όσο και από τη μυθοπλασία. Η δεύτερη, ως επακόλουθο της πρώτης, είναι πως πλέον λέξη τη λέξη πλάθεται μια νέα εικόνα υποστηρικτική ή αποδομητική της αρχικής. Σε κάθε περίπτωση το όλο εγχείρημα για όσους το αποτολμούν αποβαίνει υποστηρικτικό για τους ίδιους.
Στο προκείμενο τώρα. Η Λιν Ούλμαν, κόρη του Σουηδού σκηνοθέτη Ίνγκμαρ Μπέργκμαν και της ηθοποιού Λιβ Ούλμαν, παρουσιάζει στο εκτενές αφήγημά της τον πατέρα της όπως τον θυμάται από τις πρώιμες παιδικές της μνήμες ως το τέλος του αλλά και απομαγνητοφωνώντας τις έξι ηχογραφήσεις που αποτύπωσαν συνομιλίες μαζί του κατά την τελευταία άνοιξη της ζωής του, το 2007. Για οκτώ χρόνια ό,τι είχε απομείνει από τη φωνή και από τη συσκοτισμένη σκέψη του πατέρα περίμενε να ωριμάσει μέσα στη συνείδηση της κόρης η ανάγκη να τα φέρει στο φως – ανάγκη στενά συνυφασμένη με την αποδοχή της πατρικής απώλειας. Φράσεις αποσπασματικές, κάποιες αδύνατον να αποκρυπτογραφηθούν, έτσι όπως μπερδεύονται στη φθίνουσα συνείδηση του πατέρα τα πρόσωπα, τα γεγονότα, η πραγματικότητα με την ονειρική της διάσταση – ο Μπέργκμαν κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων άλλοτε επικοινωνούσε και άλλοτε αφηνόταν στη δική του πρόσληψη του πραγματικού. Το απομαγνητοφωνημένο υλικό δεν διασώζει, επομένως, το ξεχωριστό πνεύμα του Σουηδού μάγου των λέξεων και των εικόνων, ωστόσο αποδίδει με δραματικό και συγκλονιστικό τρόπο την πορεία της ζωής προς το τέλος της συνιστώντας μια σπουδαία καταγραφή της θνητότητας με τις εξάρσεις της και τις καταβυθίσεις της.
Η Λιν Ούλμαν, κόρη του Σουηδού σκηνοθέτη Ίνγκμαρ Μπέργκμαν και της ηθοποιού Λιβ Ούλμαν, παρουσιάζει στο εκτενές αφήγημά της τον πατέρα της όπως τον θυμάται από τις πρώιμες παιδικές της μνήμες ως το τέλος του αλλά και απομαγνητοφωνώντας τις έξι ηχογραφήσεις που αποτύπωσαν συνομιλίες μαζί του κατά την τελευταία άνοιξη της ζωής του, το 2007.
Επειδή καθόλου εύκολη δεν είναι μια τέτοια γραφή, απαιτούνται τα κατάλληλα υποστηρικτικά υλικά, προκειμένου να βρουν τα αυθεντικά λόγια του πατέρα τη θέση τους, να δέσουν με τα γεγονότα και την πορεία της ζωής του. Έτσι, το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου αποτελείται από τις μνήμες της κόρης – πολλές δικές της αλλά και κάποιες που αποτέλεσαν κτήμα της μέσα από τις αφηγήσεις των άλλων, χωρίς να γίνεται πάντοτε δυνατή η διάκριση μεταξύ τους. Όλα πολύτιμα αποσπάσματα που συναρμολογούνται για να αποδώσουν την πλήρη εικόνα. Άλλοτε με τη χρήση του πρώτου προσώπου και άλλοτε μιλώντας για τον εαυτό της σε τρίτο πρόσωπο, σαν από τη θέση του παρατηρητή να καταγράφει εικόνες, η Λιν τοποθετεί τον πατέρα της στο «κάδρο» της αφήγησης δίπλα στη μητέρα της και στην ίδια, συχνά με σκηνές που θυμίζουν κινηματογραφικά πλάνα σε μια σεκάνς, μονταρισμένα σε μια σειρά που δεν ενδιαφέρεται για τη γραμμική ακολουθία των χρονικών στιγμών αλλά περισσότερο για την απόδοση της ατμόσφαιρας, της αύρας που πέρναγε μέσα από την κοινή τους ζωή. Τα πρόσωπα, οι ηλικίες, οι τόποι (σημαντική η παρουσία των τόπων) σε ένα συμφυρμό χρονικών εποχών και συναισθημάτων που διαφοροποιούνται υποταγμένα στην αλλαγή των καταστάσεων, προσωπικών κυρίως αλλά και κοινωνικών.
Έχεις συχνά την αίσθηση ότι αυτοβιογραφείται η κόρη παράλληλα με την ιδιάζουσα βιογραφία του πατέρα, αν θεωρήσουμε βιογραφία το είδος στο οποίο ανήκει το συγκεκριμένο έργο. Όμως, πώς αλλιώς να μιλήσεις για το ένα πρόσωπο, αν δεν το εντάξεις στον χώρο του (τόπους και πρόσωπα), αν δεν «κυκλοφορήσεις» κι εσύ με τις δικές σου μνήμες ανάμεσα στα δικά του λόγια; Η πολυπλοκότητα της σχέσης των τριών (πατέρας-μητέρα-κόρη) δεν θα μπορούσε να αποδοθεί διαφορετικά. Ο πατέρας με μοιρασμένες την παρουσία και την απουσία του, όπως άλλωστε και η μητέρα, διαμόρφωσαν τον τρόπο με τον οποίο η κόρη αντιμετωπίζει τη σχέση τους αλλά και τη ζωή γενικότερα. Δεν μπορεί να σκιαγραφήσει την εικόνα του ενός χωρίς να εμπλέξει τον άλλον, χωρίς να βρεθεί η ίδια ανάμεσά τους βιώνοντας ομοίως την παρουσία όσο και την απουσία τους. Παράλληλα, στο φόντο προβάλλει η κοινωνία της εποχής, περισσότερο συντηρητική από όσο ίσως θα πιστεύαμε – δείγμα η αντιμετώπιση της ανύπαντρης μητέρας από τον περίγυρο αλλά και ο στιγματισμός της κόρης ως νόθου παιδιού (οι γονείς της Λιν ουδέποτε παντρεύτηκαν), καθώς και η αδυναμία του δικαστή να κατανοήσει πώς το παιδί θα μπορούσε να πάρει το επίθετο του πατέρα, συναινώντας τελικά να πάρει το επίθετο της μητέρας.
Η Λιν τοποθετεί τον πατέρα της στο «κάδρο» της αφήγησης δίπλα στη μητέρα της και στην ίδια, συχνά με σκηνές που θυμίζουν κινηματογραφικά πλάνα σε μια σεκάνς, μονταρισμένα σε μια σειρά που δεν ενδιαφέρεται για τη γραμμική ακολουθία των χρονικών στιγμών αλλά περισσότερο για την απόδοση της ατμόσφαιρας, της αύρας που πέρναγε μέσα από την κοινή τους ζωή.
Μια σπαρακτική απεικόνιση του περάσματος από τη ζωή στη «μη ζωή», από την ύπαρξη στην ανυπαρξία. Μια γραφή που παρά τη λιτότητα των μέσων της αποβαίνει συγκλονιστική. Η μετάφραση της Χίλντας Παπαδημητρίου παρακολουθεί τον ρυθμό της αφήγησης και αποδίδει την ατμόσφαιρα, προσφέροντας ταυτόχρονα χρήσιμες υποσημειώσεις.
* Η ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ είναι συγγραφέας. Το νέο της βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΑΩ.
Ανησυχία
LINN ULLMANN
Μτφρ. ΧΙΛΝΤΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 2021
Σελ. 464, τιμή εκδότη €17,70
Αποσπάσματα από το βιβλίο
«Για να γράψεις για αληθινούς ανθρώπους –γονείς, παιδιά, εραστές, φίλους, εχθρούς, αδέλφια, θείους ή έναν τυχαίο περαστικό– είναι απαραίτητο να τους κάνεις μυθιστορηματικούς. Πιστεύω ότι αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος για να τους εμφυσήσεις ζωή. Το να θυμάσαι σημαίνει να κοιτάζεις τριγύρω, ξανά και ξανά, το ίδιο έκπληκτος κάθε φορά». (σ. 321)
«ΑΥΤΟΣ Έχω εμπλακεί τόσο σ’ ένα σύστημα ονείρων από το οποίο δεν μπορώ να δραπετεύσω, δεν είναι διασκεδαστικό πια, δεν απολαμβάνω τα όνειρά μου, ούτε ένα γαμημένο απολαυστικό όνειρο. Αυτό… αυτά τα όνειρα δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα.
ΑΥΤΗ Τότε, λοιπόν, τι είναι πραγματικό για σένα αυτές τις μέρες;
ΑΥΤΟΣ Εσύ είσαι». (σ. 383)
«ΑΥΤΟΣ Και ανοίγω την πόρτα, βλέπω εκατό πενήντα μουσικούς και ξέρω ότι μια σπουδαία και ανα-ναλύσιμη… μη αναλύσιμη… μια απερίγραπτη εμπειρία με περιμένει τώρα. Μια συμφωνία του Μπετόβεν. Ή τα Κατά Ματθαίον Πάθη με μεγάλη χορωδία και ορχήστρα. Είναι συναρπαστικό. Αδύνατον να το περιγράψω. Είναι ό,τι καλύτερο έχει να προσφέρει η ζωή». (σ. 408)