Για το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Σωτήρη Σπαθάρη «Τα απομνημονεύματά μου» (επιμ. Γιάννης Κόκκωνας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Κεντρική εικόνα: Ο Σωτήρης Σπαθάρης © Σπαθάρειο Μουσείο.
Του Μιχάλη Μακρόπουλου
«Η λαϊκή φωτιά της τέχνης του καραγκιόζη»: Με τούτη τη φράση ξεκινάει ο Σωτήρης Σπαθάρης, μέγας καραγκιοζοπαίχτης και πατέρας του Ευγενίου Σπαθάρη, την τελευταία παράγραφο στα «απομνιμονέματά» του, τη δεύτερη γραφή τους (1950-1955). Τώρα, μας δωρίζονται σε μια υποδειγματική έκδοση των Π.Ε.Κ., (γιατί είναι πραγματικό δώρο), όχι όπως τα ξέραμε ως τώρα, από την τρίτη γραφή τους με επιμέλεια της Κατερίνας Φιλδισάκου και υπό την επίβλεψη της Έλλης Παπαδημητρίου, αλλά η πρώτη γραφή και η δεύτερη, από τ’ αυτόγραφα του Σπαθάρη, όπως ξετύλιξε δηλαδή το βίο του ο ίδιος ο καραγκιοζοπαίχτης. Η ιστορία, για το πώς γράφτηκαν και ξαναγράφτηκαν (και ξανα-ξαναγράφτηκαν) αυτά τα απομνημονεύματα είναι μια φιλολογική περιπέτεια, που την αφηγείται ο φιλόλογος και ιστορικός Γιάννης Κόκκωνας στην εκτενή εισαγωγή του. Για τη δουλειά του στη διάσωση και την επιμέλεια αυτών των απομνημονευμάτων, ως και οι πλέον θερμοί έπαινοι είναι λίγοι.
Οι διαφορές ανάμεσα στην πρώτη γραφή και τη δεύτερη είναι πολλές. Η πρώτη είναι καταρχάς πολύ πιο σύντομη και καλύπτει ένα μέρος, μόνο, της περιόδου που καλύπτει η δεύτερη· μα οι δύο γραφές διαφέρουν και στη γλώσσα. Όταν ο Σπαθάρης παρακινήθηκε από τον ζωγράφο Νίκο Καρτσωνάκη (Νάκη) να γράψει τα απομνημονεύματά του, ο λαϊκός καλλιτέχνης που έμαθε γράμματα από τους σταυρούς στο Β΄ Νεκροταφείο, «γιατί μ’ άρεσε να κάνω προπόνηση στους σταυρούς με τα ονόματα των πεθαμένων, γιατί εκεί πια τα ’βλεπα [τα γράμματα] σταθερά και μεγάλα», θεωρώντας πως θα απευθυνθεί σε μορφωμένους ανθρώπους, ένιωσε την υποχρέωση να φορέσει τα γλωσσικά κυριακάτικά του, δηλαδή να ποικίλει τη γλώσσα του με ό,τι καθαρευουσιάνικα μπορούσε, ώστε να έχει μιαν επισημότητα. Ωστόσο, ο ζωγράφος του τα άλλαξε, ώστε να είναι η διήγηση από έναν άνθρωπο του λαού, όπως θα ’πρεπε να ’ναι (όπως πίστευε δηλαδή ο ζωγράφος ότι θα έπρεπε να είναι). Έγραφε για παράδειγμα ο Σπαθάρης (ανορθόγραφα βέβαια, και δίχως στίξη):
«Το βραδάκι ήμεθα έτοιμοι με την ασετυλίνη μας και τις φιγούρες έτοιμες για να παρελάσουν εις την οθόνην. Ενώ οι θεαταί έπιαναν θέσιν, εγώ και ο βοηθός μου εκαθήμεθα σε ένα τραπέζι και εκοίταγε ο ένας τον άλλον».
κι ο Καρτσωνάκης διόρθωνε:
«Το βραδάκι είμαστε έτοιμοι με την ασετυλίνη μας και τις φιγούρες έτοιμες για να παρελάσουνε στην οθόνη. Ενώ οι θεατές πιάνανε θέσεις, εγώ και ο βοηθός μου καθόμαστε σ’ ένα τραπέζι και κύτταγε ο ένας τον άλλονε».
Τα σιδέρωνε, αλλά μερικές φορές μαζί με τη ζάρα μπορεί να χαθεί και το ρούχο.
Θεωρώντας πως θα απευθυνθεί σε μορφωμένους ανθρώπους, ένιωσε την υποχρέωση να φορέσει τα γλωσσικά κυριακάτικά του, δηλαδή να ποικίλει τη γλώσσα του με ό,τι καθαρευουσιάνικα μπορούσε, ώστε να έχει μιαν επισημότητα.
Στη δεύτερη, εκτενέστερη γραφή των απομνημονευμάτων του ο Σπαθάρης, έχοντας στο νου του τις υποδείξεις του Καρτσωνάκη, ελάττωσε τα καθαρευουσιάνικα, και σε τούτη τη γραφή βοηθήθηκε από τον Λάμπη Χρονόπουλο, μέλος του ΕΑΜ, φοιτητή της Νομικής και ποιητή, που τον καθοδήγησε έτσι, ώστε να είναι ο λόγος του αυτός που άρμοζε σ’ έναν γνήσιο λαϊκό καλλιτέχνη, ώσπου κάποια στιγμή ήρθαν σε ρήξη οι δυο τους.
Στην τωρινή έκδοση των ΠΕΚ, ωστόσο, μας δίνονται τα κείμενα όπως τα έγραψε ο Σπαθάρης, και οι αλλαγές που ’χουν γίνει είναι μόνο στη στίξη (εν πολλοίς ανύπαρκτη στα αυτόγραφα), στην ορθογραφία (και στα πνεύματα και τους τόνους, που ήταν βαλμένα όπως να ’ναι), στη χρήση των κεφαλαίων (αυθαίρετη στον Σπαθάρη) και στον χωρισμό σε παραγράφους [καθώς και στο ξεχώρισμα κάποιων λέξεων (το κελεγά γίνεται κι έλεγα, π.χ., το ασηκόσουν γίνεται ας σηκώσουν, το μεκόψουναι γίνεται με κόψουνε, κ.λπ.)], που διευκολύνουν στο διάβασμα τον αναγνώστη:
«…καί άφίνο μέσα στούς πένται δρόμους γινέκα Μάνα δυό άδελφάδες καί ένα Στραβό πατέρα. όταν ο σηδερόδρομος μάς πίγε στή λάρισα και εκατασκινόσαμαι εκί εμένα με πίρανε για ύμιονιγό στό Β. Μεραρχιακό συνεργείο σέ δύο μήναις έρχετε διαταγή όλη σηζηγαρχία νά πάη μέ τά πόδια στή μακεδονία…» (του Σπαθάρη, χωρίς τα πνεύματα)
«…και αφήνω μέσα στους πέντε δρόμους γυναίκα, μάνα, δυο αδελφάδες και ένα στραβό πατέρα. Όταν ο σιδερόδρομος μας πήγε στη Λάρισα και εκατασκηνώσαμε εκεί, εμένα με πήρανε για ημιονηγό στο Β΄ μεραρχιακό συνεργείο. Σε δύο μήνες έρχεται διαταγή όλη η συζυγαρχία να πάει με τα πόδια στη Μακεδονία…» (το διορθωμένο κείμενο)
Ο Σωτήρης και ο Ευγένιος Σπαθάρης κατασκευάζουν μια φιγούρα του καραγκιόζη. |
Στα «απομνιμονέματά» του ο Σπαθάρης είναι αφενός ειλικρινής (όπως όταν παραδέχεται ότι μέχρι μεγάλος κατουριόταν στον ύπνο του, «όταν πανδρεύτηκα και περάσανε κάμποσα χρόνια, σώθηκα από αυτή τη βραδινή μπουγάδα, γιατί η γυναίκα με σήκωνε δυο τρεις φορές κάθε βράδυ») κι αφετέρου κομπορρήμων, μ’ ένα λάιτ μοτίφ σ’ όλες τούτες τις διηγήσεις να είναι πως τον καλούν να παίξει κάπου, στην αρχή είναι απέναντί του δύσπιστοι, είναι εκεί κι άλλος ένας καραγκιοζοπαίχτης που δίνει παράσταση, κι ο Σπαθάρης τον κάνει ανεξαιρέτως σκόνη και γίνεται περιζήτητος. Μέσ’ από τα λόγια του δείχνεται άνθρωπος κάποτε σκληρός κι άλλοτε εύθικτος κι ευαίσθητος, έχει μιαν ευθύτητα, κι ο λόγος του έχει αμεσότητα και ζωηράδα, που δίνουν ζωή σ’ ό,τι βιώνει και στα πρόσωπα που γνωρίζει περιφέροντας τον Καραγκιόζη του σ’ όλη την Ελλάδα. Λέει πώς έμαθε πως ήταν υιοθετημένος και για τα παιδικά του χρόνια μες στη βαθιά φτώχεια και την επαιτεία:
«Ο πατέρας μου από εργάτης έγινε ζητιάνος […] Η μητέρα μου εδούλεψε απάνω από σαράντα χρόνια και εσάπισαν τα κρέατά της μέσα στα ξένα σκατοβολιά της σκάφης. Εμείς, τα τρία τους παιδιά, ποτέ δεν χορτάσαμε ψωμί ούτε καινούργιο ρούχο εφορέσαμε, παρά μόνο όλο αποφόρια. Και τα τρία παιδιά εγίναμε ζητιάνοι […]»
Λέει πώς αγάπησε τον Καραγκιόζη, για τις πρώτες του παραστάσεις, πώς ο πατέρας του δεν τον άφηνε να παίζει, τον κυνηγούσε και του χαλούσε τις φιγούρες· για τους πετροπόλεμους που ’παιζε και για τις αλητείες του· για τις εμπειρίες του όταν τον επιστράτευσαν το ’17 κι έφυγε για το Μακεδονικό μέτωπο· για τις πρωτότυπες παραστάσεις που έφτιαξε ο ίδιος κι είχαν μεγάλη επιτυχία (σαν αυτήν για τον λήσταρχο Γιαγκούλα)· για τις «αποθεώσεις» (όπου αυτός και οι βοηθοί του αντικαθιστούσαν τις φιγούρες του θεάτρου σκιών στο τέλος της παράστασης, κι έπαιζαν θέατρο οι ίδιοι), καθώς και τις κάθε λογής λεπτομέρειες σχετικά με τις παραστάσεις, όπως τις ρεκλάμες που ’βαζαν για να τις διαφημίσουν και τις καινοτομίες που εισήγαγε ο Σπαθάρης.
«ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΟΥ ΧΑΡΟΚΟΠΟΥ ΚΑΙ Η ΚΑΚΟΥΡΓΑ ΠΕΘΕΡΑ ΕΠΙ ΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ. ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ, ΚΑΨΙΜΟ, ΤΕΜΑΧΗΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΤΩΜΑΤΟΣ, ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΑΦΤΟΥ ΔΙΑ ΚΛΙΜΑΜΑΞΗΣ, Η ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ ΣΤΑ ΧΕΡΓΙΑ ΤΗΣ ΔΙΚΕΟΣΗΝΗΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΕΚΛΗΜΑΤΟΣ»
Λέει για τη φιλία του με ανθρώπους της τέχνης και των γραμμάτων, όπως τον Τσαρούχη και τον Σικελιανό, που τον στήριξαν, και για τα δεινά του πολέμου και της Κατοχής:
«Όταν ετοίμαζα τη σκηνή μου για το Αρεταίειο, όλοι οι θεαταί μου ήτανε βαριά τραυματισμένοι. […] Αλλουνού του ’λειπε το ένα χέρι, το πόδι, τα δύο […] Για μια στιγμή μου φωνάζει δυνατά ένας που ’τανε απάνω σ’ ένα τραπέζι με δίχως πόδια και χέρια. “Κύριε Σπαθάρη, τόσα χρόνια που ’σαι καραγκιοζοπαίχτης έχεις δει τέτοιον καραγκιόζη σαν εμένα;” Και μου ’δειχνε το σώμα του».
«Αυτή η λαϊκή φωτιά της τέχνης του καραγκιόζη όλους αυτούς τους κακούς ανθρώπους τους ξεστράβωσε και τώρα όλοι θέλουνε να με κάνουνε δικό τους, κι όταν έρθουνε στην Ελλάδα ξένοι υπουργοί, εμένα παρουσιάζουνε για να τους πω την παλιά παράδοση της τέχνης του ελληνικού καραγκιόζη», γράφει ο Σπαθάρης, ανακατεύοντας με τον χαρακτηριστικό του τρόπο ειλικρίνεια κι έπαρση, στο τέλος των απομνημονευμάτων του, που γι’ αυτά έχουν μιλήσει πολλοί, από τον Μάριο Πλωρίτη μέχρι την Ελένη Βακαλό κι από τον Γρηγόρη Σηφάκη μέχρι τον Βάλτερ Πούχνερ. Θα μπορούσα να πω κι εγώ πως είναι ένα μνημείο του λαϊκού πολιτισμού μας. Όμως τα μνημεία έχουν κάτι «μουσειακό», ενώ τα «απομνιμονέματα» του Σπαθάρη, πέρα απ’ ό,τι άλλο, είναι τελικά ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Τελευταίο του βιβλίο, η νουβέλα «Η θάλασσα» (εκδ. Κίχλη).