Για το μυθιστόρημα για εφήβους «Μπλε καταφύγιο» (μτφρ. Τάνια Σταύρου) της Σούζαν Κρέλερ που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
Της Σίσσυς Τσιφλίδου
Το θέμα της παιδικής κακοποίησης σίγουρα δεν εμφανίζεται για πρώτη φορά στην παιδική-εφηβική λογοτεχνία. Στην πραγματικότητα η λογοτεχνία χαρακτηρίζεται από την αμφίδρομη σχέση της με τον κοινωνικό, πολιτικό, ιδεολογικό φορέα κάθε ιστορικής εποχής, αποτυπώνει τις δομές εξουσίας που διαμορφώνουν τις σχέσεις παιδιών-ενηλίκων, στην ουσία αντικατοπτρίζει τη στερεοτυπική αντίληψη της εκάστοτε κοινωνίας για το ίδιο το παιδί.
Ήδη από τα παλιά χρόνια τα λαϊκά αλλά και αργότερα τα κλασικά παραμύθια καταγράφουν βιαιοπραγίες και ακρότητες που σημειώνονται τόσο στο στενό οικογενειακό όσο και στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον του παιδιού, οι οποίες πολλές φορές ξεπερνούν τη φαντασία του σύγχρονου ενήλικα αναγνώστη και σαφέστατα ανάγονται σε αρχέγονα ένστικτα του ανθρώπου, όπως αναφέρουν οι μελέτες για τις πρωτόγονες τελετουργίες και τα εθιμικά στις απαρχές σύστασης των ανθρωπίνων κοινωνιών.
Παρόλα αυτά η παιδική κακοποίηση δεν αποτελεί μια ιδιαίτερη θεματική της ελληνικής παιδικής-εφηβικής λογοτεχνίας[1] κατά συνέπεια και των μελετών της σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην αντίστοιχη παγκόσμια λογοτεχνία όπου η ηλικιακή απεύθυνση των βιβλίων που αφορούν στη σωματική κακοποίηση του παιδιού ξεκινά ήδη από πολύ μικρές ηλικίες και μετρά ένα σημαντικό πλήθος αναφορών στο θέμα αυτό.
To άτομο που βιαιοπραγεί, αλλά παράλληλα ασκεί και λεκτικό εκφοβισμό (δεν διαχωρίζονται εύκολα αυτές οι περιπτώσεις), δηλαδή ο πατέρας των παιδιών, δεν εμφανίζεται, παρά η παρουσία του σημειώνεται υπαινικτικά στους πρωταγωνιστές της ιστορίας.
Το έργο της Κρέλερ μπορεί να τοποθετηθεί αφηγηματικά στην αρχή μιας κλίμακας ρεαλιστικής αποτύπωσης του φαινομένου η οποία προοδευτικά εισέρχεται στη λογοτεχνία των ενηλίκων. Έτσι, στο μυθιστόρημα Μπλε Καταφύγιο, το άτομο που βιαιοπραγεί, αλλά παράλληλα ασκεί και λεκτικό εκφοβισμό (δεν διαχωρίζονται εύκολα αυτές οι περιπτώσεις), δηλαδή ο πατέρας των παιδιών, δεν εμφανίζεται, παρά η παρουσία του σημειώνεται υπαινικτικά στους πρωταγωνιστές της ιστορίας: τα παιδιά, η Ιουλία και ο Μαξ, έχουν μελανιές στο σώμα τους, οι ενήλικες υπολήπτονται τον κ. Μπράντνερ, ιδιοκτήτη μιας αντιπροσωπίας αυτοκινήτων από την οποία οι περισσότεροι στο χωριό έχουν προμηθευτεί τα αυτοκίνητά τους. Η κοινωνία στην οποία εκτυλίσσεται η ιστορία είναι το Μπάρενμπουργκ, ένα γερμανικό χωριό που κατοικείται στην πλειοψηφία του από μεσήλικες και υπερήλικες. Καθόλου τυχαία επιλογή, αφού το συγκεκριμένο δυναμικό καθρεφτίζει με παραδειγματικό τρόπο τον συντηρητισμό και τον εφησυχασμό των ενηλίκων.
Την ιστορία διηγείται η δεκατριάχρονη Μάσα που περνάει εκεί τις καλοκαιρινές της διακοπές με τον παππού και τη γιαγιά της και βιώνει το δικό της δράμα. Το θαρραλέο κοριτσάκι από τη μια πλευρά ζει μ’ έναν πατέρα που «περιμένει ένα θαύμα» δακρυσμένος, ακούει Cohen και ποτέ δεν έρχεται στο σπίτι των παππούδων επειδή του θυμίζει τον αιφνίδιο θάνατο της γυναίκας του. Από την άλλη είναι αποφασισμένη να μη σωπάσει μπροστά στο άλλο δράμα που ξετυλίγεται μπροστά της με τα δύο αδέρφια που εμφανίζονται στην παιδική χαρά και περνούν τις ελεύθερες ώρες τους ακούγοντας μουσική, κουβαλώντας στην κοιλιά τους πολύχρωμες μελανιές, πάντα μοναχικά και σιωπηλά. Η δύναμη της μουσικής είναι ένα από τα μοτίβα του έργου: «όταν την έχεις στ’ αυτιά σου δεν μπορεί να σε πειράξει κανείς… Και, τέλος, αυτή η μουσική στρέφεται μόνο γύρω από έναν. Από μένα».
Ο μικρός Μαξ χαϊδεύει το μάγουλό του, τον παρηγορεί ο φανταστικός του φίλος, ο Πάμπλο, σημειώνοντας την ανάγκη του κακοποιημένου παιδιού να δραπετεύσει σε μια φανταστική πραγματικότητα, αφού «ο Πάμπλο ερχόταν κι έφευγε όποτε ήθελε». Η αδερφή του, η Ιουλία, πασχίζει με κάθε τρόπο να καλύψει το τι συμβαίνει στο σπίτι τους ενοχοποιώντας την ίδια και τον αδερφό της.
Η απαγωγή των παιδιών, εξαφάνιση για τους ανυποψίαστους χωριανούς, είναι μια γροθιά στην εφησυχασμένη συνείδηση των ηλικιωμένων κατοίκων του χωριού, και προκαλεί ρήγμα στο φράγμα του καθωσπρεπισμού τους και της παγιωμένης στερεοτυπικής αντίληψης.
«Και ξαφνικά κατάλαβα πως υπάρχουν τρόποι να βοηθάς τους ανθρώπους», εξομολογείται η Μάσα. Η απαγωγή των παιδιών, εξαφάνιση για τους ανυποψίαστους χωριανούς, είναι μια γροθιά στην εφησυχασμένη συνείδηση των ηλικιωμένων κατοίκων του χωριού, και προκαλεί ρήγμα στο φράγμα του καθωσπρεπισμού τους και της παγιωμένης στερεοτυπικής αντίληψης που εκφράζει η συντηρητική κυρία Τράουτχεν: «Έχεις αποδείξεις; Τότε μη μιλάς… Δε συμβαίνουν αυτά στην περιοχή μας. Ούτε πρέπει να συμβούν, δεν πρέπει να εισχωρήσει ούτε κακό αίμα ούτε τίποτα. Τι ξέρουμε τελικά; Τίποτα». Το θετικό στοιχείο είναι ότι η απουσία των παιδιών στο τέλος δίνει φωνή στη σιωπηλή μητέρα που για χρόνια καταδυναστεύεται από τον φόβο της και βυθίζεται μελαγχολικά στη σιωπή της. Ουσιαστικά, βέβαια, η λύση έρχεται από τον γιατρό που εξετάζει τα παιδιά μόλις αυτά ανακαλύπτονται στο «μπλε καταφύγιο», μια παλιά εγκαταλειμμένη αποθήκη στη μέση ενός σταροχώραφου στην οποία η Μάσα τα κλειδώνει για να τα προστατεύσει από τον βίαιο πατέρα τους.
Η Κρέλερ διαθέτει διεισδυτική γραφή που καταβυθίζεται στο εσωτερικό του ψυχισμού των ηρώων της θέτοντας θέματα όπως τη δομή της ευτυχίας, τον προσδιορισμό της και τους κανόνες της.
Δεν έχουμε πάντα στη ζωή ευτυχή κατάληξη αυτών των περιστατικών. Τις περισσότερες φορές τα θύματα υποφέρουν σιωπηρά χωρίς να εκδηλώνουν ή να εκφράζουν με οποιονδήποτε τρόπο τα συναισθήματά τους, χωρίς να καταγγέλλουν τη βίαιη συμπεριφορά, αλλά προσδοκούμε ότι θα έχουμε και την ευτυχή έκβαση των πραγμάτων, όπως αυτή που επιτυγχάνει η μεγαλύτερη αδερφή του Θωμά στο έργο του Χις Κέγερ Το βιβλίο όλων των πραγμάτων, που ουσιαστικά παίρνει την κατάσταση στα χέρια της όταν μ’ ένα μαχαίρι απειλεί τον πατέρα να σταματήσει πια την εκφοβιστική του συμπεριφορά σώζοντας έτσι τη ζωή του αδερφού της και της μητέρας της. Βέβαια, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η κοινωνία στο βιβλίο του Κέγερ δεν αποσιωπά αλλά αντιδρά στο δράμα που βιώνει η οικογένεια. Το βιβλίο αυτό θα λέγαμε ότι θα μπορούσε να τοποθετηθεί στη μέση της κλίμακας που προαναφέραμε, ενώ στο τέλος της, και πλέον στον χώρο της λογοτεχνίας των ενηλίκων, θα τοποθετούσαμε το ομώνυμο διήγημα της συλλογής της Λένας Κιτσοπούλου «Το μάτι του ψαριού» (εκδ. Μεταίχμιο) όπου ένα μικρό παιδί αντιγράφει ασυνείδητα τις σκηνές ενδοοικογενειακής βίας που βιώνει. Εδώ βέβαια το όριο αναπαράστασης είναι αποτρεπτικό έως και τραυματικό για ένα μικρό παιδί, αλλά αληθινά συγκλονιστικό για κάθε ενήλικα.
Σήμερα η διαφορά δεν βρίσκεται τόσο στην αποτύπωση του φαινομένου της παιδικής κακοποίησης και το καθρέφτισμα μιας σκληρής πραγματικότητας με ρεαλιστικό τρόπο όσο, κυρίως, στον σκοπό που επιτελεί η λογοτεχνία δίνοντας πλέον στο ίδιο το παιδί έναν πρωταγωνιστικό καταγγελτικό ρόλο.
Σήμερα θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί ότι στον χώρο της παιδικής-εφηβικής λογοτεχνίας, όπου το παιδί-αναγνώστης ταυτίζεται με τον ήρωα της ιστορίας, η διαφορά δεν βρίσκεται τόσο στην αποτύπωση του φαινομένου της παιδικής κακοποίησης και το καθρέφτισμα μιας σκληρής πραγματικότητας με ρεαλιστικό τρόπο όσο, κυρίως, στον σκοπό που επιτελεί η λογοτεχνία δίνοντας πλέον στο ίδιο το παιδί έναν πρωταγωνιστικό καταγγελτικό ρόλο. Ο καταπιεσμένος ήρωας αποκτά δύναμη, οπλίζεται με αποφασιστικότητα και θάρρος, η φωνή του ενδυναμώνεται ώστε να αναλάβει ο ίδιος πρωτοβουλίες. Το παιδί πρωταγωνιστεί ως κεντρικός ήρωας-αφηγητής στην ιστορία της κακοποίησης, συγκρούεται με τις πρακτικές και τη βιαιότητα των ενηλίκων, αρνείται να είναι ο συνένοχος ή ο αποδέκτης μιας άνισης μεταχείρισης που κακοποιεί βάναυσα το σώμα του και αφήνει ανεξίτηλα σημάδια στην ψυχή του, γίνεται το ίδιο φορέας εξουσίας στη δόμηση του ενήλικου εαυτού του αμφισβητώντας το ίδιο -και μαζί με αυτό ο ενήλικας συγγραφέας και η σύγχρονη «μεταμοντέρνα» κοινωνία- τα κοινωνικά στερεότυπα. Μέσω μιας νέας «κοπής παραμυθιών» τελικά παρατηρούμε να επαναξιολογείται η αυθεντία των γονιών, η ωριμότητά τους, η εξουσιαστική σχέση γονιών και παιδιών, εξετάζονται εκ νέου οι κανόνες που διέπουν την καθημερινότητά του παιδιού αλλά, επίσης σημαντικό, το παιδί κατανοεί δύσκολες έννοιες, όπως τη σωματική κακοποίηση, καλά κρυμμένες από τους ενήλικες που τις περισσότερες φορές δεν ξέρουν πώς να τις χειριστούν με τρόπο εύληπτο και μη τραυματικό για το παιδί, που ενσωματώνονται στο λεξιλόγιο του παιδιού με έναν βιωματικό τρόπο.
Με αυτό το σκεπτικό καλό θα ήταν να τολμάμε να επιλέγουμε και βιβλία με τέτοια ιδιαίτερη θεματική για εμάς και τα παιδιά μας, αρνούμενοι να αφήνουμε ένα κομμάτι της πραγματικότητας στο σκοτάδι της άγνοιας, του εφησυχασμού, της αμφιβολίας και της αδιαφορίας, όχι γιατί πρωτίστως περιμένουμε από τα παιδιά να αναλάβουν δράση –χωρίς να αρνούμαστε πως και αυτό είναι το ζητούμενο– αλλά για να περάσουμε το μήνυμα της ευαισθησίας και της κοινωνικής αλληλεγγύης, πως ό,τι συμβαίνει στον διπλανό μας μάς αφορά όλους εξίσου.
* Η ΣΙΣΣΥ ΤΣΙΦΛΙΔΟΥ είναι εκπαιδευτικός στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και διδάκτωρ ΠΤΔΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών.
[1] Ίσως το ζήτημα και οι συνέπειές του να αρχίζουν να προσεγγίζονται στην έκρηξη εγχώριας εκδοτικής παραγωγής των τελευταίων ετών των βιβλίων που αφορούν στον σχολικό εκφοβισμό με τις έμμεσες αναφορές στο οικογενειακό περιβάλλον του παιδιού που εκφοβίζει. Και πάλι, όμως, θα παρατηρούσαμε ότι τα βιβλία αυτά απευθύνονται κυρίως σε εφήβους και δεν εστιάζουν στο θέμα αυτό.