Για το μυθιστόρημα για εφήβους «Το τέρας έρχεται» (μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου) του Πάτρικ Νες που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.
Της Σίσσυς Τσιφλίδου
Θεματικά πολυεπίπεδο βιβλίο, πραγματεύεται την αποδοχή του θανάτου, την απώλεια, την κλιμάκωση των συναισθημάτων αλλά και τη φιλία, την αγάπη, το σχολικό εκφοβισμό, την περιπλοκότητα και τη ρευστότητα των ανθρώπινων σχέσεων. Βασίζεται στην ιδέα της Σιόμπαν Ντάουντ, μιας βραβευμένης συγγραφέως που εξαιτίας του πρόωρου θανάτου της από καρκίνο, στα 47 της, δεν κατάφερε ποτέ να τη μετατρέψει η ίδια σε βιβλίο. Η εξαιρετική εικαστική απόδοση του κειμένου από τον Τζιμ Κέυ συμβάλλει στην πρόσληψη του νοήματος και υποστηρίζει την ιστορία.
Ένα τέρας, που έρχεται από τον αρχέγονο κόσμο, «καλείται» να πει τρεις ιστορίες και να ακούσει την αλήθεια μιας τέταρτης από το στόμα του παιδιού.
Ένα παιδί με καρκινοπαθή μητέρα στο τελευταίο στάδιο. Ένα τέρας, που έρχεται από τον αρχέγονο κόσμο, «καλείται» να πει τρεις ιστορίες και να ακούσει την αλήθεια μιας τέταρτης από το στόμα του παιδιού.
Το σκοτεινό πλάσμα που σαρκώνεται τη μορφή ενός ήμερου πεύκου, ικανό να δράσει θεραπευτικά, να ιάσει σώματα και ψυχές, διαθέτει την αρχέγονη μνήμη. Η ανάσα του μυρίζει αποσύνθεση, χώμα και ξύλο.
«Είμαι η ραχοκοκαλιά των βουνών! Είμαι τα δάκρυα των ποταμών! Είμαι τα πνευμόνια που ανασαίνουν τον άνεμο!... Είμαι καθετί ανήμερο και ανεξημέρωτο!»
Η σκοτεινή αυτή παρουσία αφήνει τα διαπιστευτήριά της μετά από κάθε συνάντηση: πευκοβελόνες, δηλητηριώδη γκι πεύκου, ένα μικρό δεντράκι 30 εκατοστών.
Οι ιστορίες αυτές δεν είναι τυχαίες: έρχονται για να ενδυναμώσουν τον ήρωα. Κάθε ιστορία συνδέεται με ένα κομμάτι του ανθρώπινου ψυχισμού. Το έργο ξεχωρίζει και για τις διακειμενικές του συνδέσεις: Ο πρίγκιπας με τη μητριά του είναι ένα σαφέστατο διακείμενο της Χιονάτης. Η μητριά επιβουλεύεται τη βασιλεία. Αυτό όμως που συγκινεί και ξαφνιάζει ευχάριστα είναι η ανατρεπτικότητα του μύθου. Ο πρίγκιπας μοιάζει με τον Άμλετ που καλείται να πάρει εκδίκηση για το θάνατο του πατέρα του, είναι, όμως, σε αντίθεση με τον δεύτερο, αποφασιστικός, φτάνει έως και να δολοφονήσει τη γυναίκα που αγαπά προκειμένου να ανταποκριθεί ηθικά στο χρέος, γίνεται ένας νέος Ορέστης αλλά με ευτυχή κατάληξη. Τα πράγματα δεν έχουν μανιχαϊστικές ερμηνείες, δεν είναι απόλυτα καλά ή απόλυτα κακά. Αυτός που δεν υποψιάζεσαι είναι ο δολοφόνος κι αυτός που δεν περιμένεις εμφανίζεται ως ηθικός αυτουργός.
Το σκηνικό της κρεβατοκάμαρας του παιδιού, το παράθυρο που βλέπει στο λόφο με το πεύκο, η μεταμεσονύκτια ώρα, κάνουν το πραγματικό να συμπλέκεται με το φανταστικό: «κι αν ο αληθινός κόσμος είναι ο άλλος, των ονείρων;» Ο μικρός Κόνορ θυμίζει την Οφηλία στο Λαβύρινθο του Πάνα του Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο, εκεί όπου η μικρή κινηματογραφική ηρωίδα καταφεύγει σε μια μυθώδη πραγματικότητα, γίνεται η πριγκίπισσα ενός βασιλείου για να βρει τα στηρίγματα που χρειάζεται, θέτει δοκιμασίες που λεκτικοποιεί ο Φαύνος για να αντέξει, για να νικήσει τους φόβους, για να αναμετρηθεί με τους εφιάλτες και να επιβιώσει. Ο Κόνορ και η Οφηλία μέσα από τις ιστορίες τους θα ξεκινήσουν ένα ταξίδι ενηλικίωσης του βλέμματος και του συναισθήματος.
Στη δεύτερη ιστορία του βιβλίου, η ασθενής πίστη επιφέρει την τιμωρία:
«Και τότε θα σε ξεράσω από το στόμα μου, γιατί δεν υπήρξες ούτε ζεστός ούτε ψυχρός αλλά χλιαρός…»
(Ιωάννης, Αποκάλυψη)
Πάλι ανατρεπτικά θα τεθεί το ερώτημα: ποιος είναι ο ηθικός αυτουργός; Στην πρώτη, η μητριά-μάγισσα είναι εκείνη που πρέπει να σωθεί ενώ στη δεύτερη ο εφημέριος είναι εκείνος που πρέπει να τιμωρηθεί, γιατί απαρνιέται την πίστη του προκειμένου να σωθούν οι δυο του κόρες και πληρώνει το τίμημα με το ξεχαρβάλωμα του σπιτιού και της ζωής του από το ίδιο το τέρας-τιμωρό.
Στην τρίτη ιστορία με τον «αόρατο άνθρωπο» καταδεικνύεται ότι η επιβολή-απάντηση στη βία με τη βία δεν θεραπεύει ούτε ανακουφίζει αλλά –κι αυτό είναι το ουσιώδες– απλώς εκτονώνει, απαλύνει το θυμό, καταλαγιάζει το βαρύ φορτίο των αρνητικών συναισθημάτων που τραβιούνται πίσω για να δει πιο καθαρά μέσα του, να προχωρήσει στην αποδοχή.
Αντιμέτωποι με τα συναισθήματα
Εντέλει, το παιδί έρχεται αντιμέτωπο με τα συναισθήματά του. Οι εσωτερικές του σκέψεις έχουν πάντα συγκεκριμένο σημείο αναφοράς: τη βαθιά του ανησυχία για την αρρώστια της μάνας. Είναι μια αρρώστια που δεν του επιτρέπει να μιλήσει, του στερεί το Λόγο, του επιβάλλει «αφωνία». Το τέρας έρχεται όχι για να θεραπεύσει τη μητέρα, όπως λανθασμένα υποθέτει στη αρχή ο μικρός Κόνορ, αλλά για να θεραπεύσει τον ίδιο. Έτσι, όταν τελειώνει αυτός ο επώδυνος πλην θεραπευτικός κύκλος, το παιδί εκφράζει τον τεράστιο θυμό του κι ακολουθεί η σωματοποίηση της θλίψης καθώς τα δάκρυα κυλούν στο πρόσωπό του. Η θεραπεία ολοκληρώνεται όταν ο εφιάλτης φτάνει στην άκρη του γκρεμού. Όταν ο τρόμος προχωρά μέχρι το βέβαιο τέλος και αρθρώνεται η πρώτη κραυγή. Τότε μόνο μπορεί να τον αντιμετωπίσει.
Το τέρας ως θεραπεία
Το Τέρας έρχεται είναι ένα πραγματικά ξεχωριστό έργο, ένα κείμενο με συναισθηματικό βάθος που μας φέρνει αντιμέτωπους με τα συναισθήματά μας, έργο που η θεματική του μπορεί να προκαλέσει σε στενόχωρους καιρούς την άμεση απόρριψή του από τον αναγνώστη. Το βιβλίο αυτό, όμως, έχει κερδίσει στο εξωτερικό κοινό και κριτικούς, γιατί ο συγγραφέας χειρίζεται επιδέξια το υλικό του. Είναι, επίσης, ένα βιβλίο που έχει μέσα του μια βαθιά αισιοδοξία συμφιλίωσης και αγάπης. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Νες κάνει χρήση του χιούμορ για να αποφορτίσει και να αποκλιμακώσει τις συναισθηματικές εντάσεις. «Δεν είσαι αρκετά τρομερός», λέει ο Κόνορ στο τέρας. Ο στόχος του συγγραφέα δεν είναι να μας τραβήξει μέσα στη μαυρίλα του παιδιού αλλά να μας δείξει τι υπάρχει πίσω από αυτή. Ότι εδώ κινούνται συναισθήματα που έχουν να κάνουν με την αέναη αίσθηση της απώλειας που προκαλεί ο θάνατος και τη διαχείριση αυτών των συναισθημάτων που δεν είναι άγνωστα αλλά απωθημένα στο υποσυνείδητο. Κι αν είναι κάτι που κάνει απαραίτητα τέτοια βιβλία αυτήν την εποχή είναι επειδή μας δείχνουν έναν τρόπο να έρθουμε σε επαφή με τα συναισθήματά μας.
Πρόκειται, επομένως, για πολυσήμαντο κείμενο με θεραπευτικό χαρακτήρα. Και ίσως γι αυτό το πλέγμα σχέσεων είναι κυρίως ενδοοικογενειακό: ο Κόνορ, η μητέρα, η γιαγιά, ο πατέρας, το τέρας. Παρόλα ταύτα και η Λίλη χάνει το φίλο της, καταλαβαίνει πως αυτός δεν αισθάνεται καλά γιατί είναι εκείνη που έχει διαρρεύσει στη σχολική κοινότητα το νέο για την αρρώστια της μητέρας. Ο οίκτος των άλλων δείχνει να βολεύει τον ήρωα που επιθυμεί να παραμένει αφανής. Η σκηνή, όμως, που το χέρι του οπλίζεται από το ίδιο το τέρας και χτυπά με δύναμη τον τραμπούκο, έχει εξαιρετικά ανατρεπτική δύναμη: ποιος χτυπάει ποιον; Και επειδή το αληθινό πρόβλημα δεν είναι το να επιδείξει τη σωματική του δύναμη, όταν μπαίνει στο γραφείο και η διευθύντρια του λέει: «δε θα σε τιμωρήσω τελικά, γιατί σε τί θα ωφελούσε;», νιώθει μέσα του πάλι το ίδιο συναίσθημα: «Είμαι αόρατος για τους άλλους».
Σταθερές πραγματικότητες
Επίσης κάτι σημαντικό που ο Νες υπογραμμίζει μέσα από τη συμπεριφορά και τις εσωτερικές σκέψεις του παιδιού: ένα παιδί που βιώνει τον κίνδυνο της άμεσης απώλειας του αγαπημένου προσώπου δεν έχει ανάγκη να του υπογραμμίζεις διαρκώς το πόσο άτυχο είναι ούτε να το αναγκάζεις να ζει μέσα σε μια διαρκή ανατροπή. Έχει ανάγκη από τις σταθερές πραγματικότητες της ζωής του για να μπορέσει να δημιουργήσει τα αντιστηρίγματα και να συνεχίσει. Ο Κόνορ θέλει να τιμωρηθεί όπως όλα τα άλλα παιδιά, δεν θέλει να είναι «αόρατος» και ταυτόχρονα επιδιώκει να είναι γιατί αυτό βολεύει στο θάψιμο των συναισθημάτων του. Επειδή όπως λέει και το τέρας: «Οι οδυνηρές αλήθειες κάνουν τα ψέματα απαραίτητα».
Κι αυτό φαίνεται, όταν έρχεται η γιαγιά: δεν θέλει να φύγει από το σπίτι, δεν θέλει η γιαγιά να ταράξει την καθημερινότητα τους, αυτήν ξέρει πώς να τη διαχειριστεί. Ξέρει πώς να βάζει τους φόβους πίσω, να τους απωθεί, άσχετα αν ο δρόμος δεν έχει επιστροφή.
Θα μπορούσε να μιλήσει κανείς και για συνθήκες εσωτερικού μονολόγου. Το τέρας θα μπορούσε να είναι ο εαυτός του Κόνορ με τον οποίο συνομιλεί, η εσωτερική του φωνή που γιγαντώνεται, γιατί όπως του επισημαίνει: «Εσύ με κάλεσες, εσύ με έχεις ανάγκη».
Κι αν σε κάτι τελικά πρέπει να ελπίσουμε από τη γόνιμη συνάντηση του εαυτού μας με τις σελίδες του βιβλίου, αυτό είναι η τεράστια δύναμη που εκλύεται από την αίσθηση της αποδοχής και οδηγεί σε έναν άλλον τρόπο σχέσης με τους ανθρώπους και τα πράγματα, γιατί: «Την έκθεση της ζωής σου δεν τη γράφεις με λέξεις. Τη γράφεις με πράξεις».
* Η Σίσσυ Τσιφλίδου είναι εκπαιδευτικός στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και υποψήφια διδάκτωρ ΠΤΔΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών.