Μεταφραστές και επιμελητές αποκαλύπτουν τις διαδρομές μέσα από τις οποίες προσέγγισαν τη γλώσσα, το ύφος ή και την οικονομία ενός βιβλίου με το οποίο δούλεψαν πρόσφατα και μοιράζονται μαζί μας τα μυστικά του εργαστηρίου τους. Φιλοξενούμενος, ο μεταφραστής Βασίλης Τσαλής για τις μεταφράσεις του Thomas Bernhard «Πρόζα» και «Πλατεία Ηρώων», που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Κριτική.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Οφείλω την πρώτη μου γνωριμία –μάλλον μια τυπική χειραψία ήταν τότε και τίποτε περισσότερο– με το έργο του Τόμας Μπέρνχαρντ σε μια άγουρη επιθυμία, εκεί γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ογδόντα, να κατανοήσω σε βάθος έναν ξένο λαό, τον πολιτισμό του και τη γλώσσα του, αλλά και σε μια σύμπτωση. Ο ξένος πολιτισμός ήταν ο γερμανικός και η σύμπτωση ήταν ένα συνοικιακό βιβλιοπωλείο στο Friedenau, σε μια όμορφη μεσοαστική περιοχή, κοντά στο κέντρο του πάλαι ποτέ Δυτικού Βερολίνου, με προσεγμένη αρχιτεκτονική και πολύ πράσινο, όπου νοίκιαζα τότε ένα μικρό διαμέρισμα. Ο ιδιοκτήτης του βιβλιοπωλείου, ένας πολύ συμπαθής και υπομονετικός άνθρωπος, στον οποίο χρωστούσα τις περισσότερες από τις ελάχιστες γνώσεις που είχα αποκτήσει ως τότε για τη λογοτεχνία της χώρας η οποία με είχε φιλοξενήσει για έξι ολόκληρα χρόνια, λίγες μέρες πριν εγκαταλείψω οριστικά την Γερμανία μου έδωσε ένα μικρό τομίδιο με διηγήματα και μου είπε «αν ποτέ το διαβάσεις, πες μου τη γνώμη σου». Το ολιγοσέλιδο αυτό βιβλίο ήταν η Prosa (Πρόζα, μετ. επίμετρο Βασίλης Τσαλής, εκδόσεις Κριτική, 2015), μια συλλογή επτά διηγημάτων, ένα από τα πρώιμα έργα του Τόμας Μπέρνχαρντ. Δεν του είπα ποτέ τη γνώμη μου και δυστυχώς δεν τον ξαναείδα ποτέ, έκτοτε. Το βιβλίο με απασχολούσε περιστασιακά και αποσπασματικά: διάβαζα μια πρόταση, έκανα μια απόπειρα μετάφρασης στο περιθώριο των σελίδων, συναντούσα δυσκολίες, τις οποίες τότε θεωρούσα ανυπέρβλητες και το παρατούσα. Το 1989, στη διάρκεια της στρατιωτικής μου θητείας, δανείστηκα από τον Γ.Ι. Μπαμπασάκη, με τον οποίο υπηρετούσαμε στην ίδια μονάδα, και ρούφηξα στην κυριολεξία, την πρώτη μετάφραση έργου του Μπέρνχαρντ στα Ελληνικά. Ήταν το Μπετόν (μετ. Αλέξανδρος Ίσαρης, εκδ. ΑΞΙΟΣ/ΒΑΣΤΕΡ, 1987). Τα επόμενα χρόνια ο τρόπος της ζωής μου άλλαξε θεμελιωδώς. Διάβαζα άναρχα, και μόνο όταν μου έμενε λίγος ελεύθερος χρόνος, ανάμεσα στις επαγγελματικές μου υποχρεώσεις. Όμως οι μεταφράσεις των έργων του Μπέρνχαρντ στα Ελληνικά αυξάνονταν και μαζί με αυτές ο σεβασμός μου προς το πρόσωπο του συγγραφέα, αλλά και η συνειδητοποίηση της τεράστιας αξίας του έργου του και της πρωτότυπης συμβολής του στην εξέλιξη του σύγχρονου μυθιστορήματος.
Το καλοκαίρι του 2010, μετέφρασα ολόκληρο, το πρώτο από τα διηγήματα της συλλογής Πρόζα, το «Δύο παιδαγωγοί», και θεώρησα ότι το αποτέλεσμα ήταν ικανοποιητικό, είχα δηλαδή αποφασίσει να έρθω αντιμέτωπος με τους φόβους μου και τα είχα καταφέρει.
Στις αρχές του 2000 άνοιξε για μένα ένας νέος κύκλος συστηματικής ενασχόλησης με την Ιστορία και την Λογοτεχνία, ο οποίος οδήγησε στην απόκτηση ενός μεταπτυχιακού διπλώματος από το Διατμηματικό Πρόγραμμα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στις σπουδές της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας και Πολιτισμού. Μέχρι το 2010, περίπου, η ενασχόλησή μου με την μετάφραση ήταν καθαρά ερασιτεχνική. Είχα μεταφράσει λίγα κείμενα του Κάφκα, λιγοστά ποιήματα του Τρακλ, μια επιλογή ποιημάτων από το ογκώδες έργο του Έντσενσμπέργκερ και κάποια κείμενα θεωρίας της λογοτεχνίας, κυρίως για προσωπική μου ευχαρίστηση, αλλά και για να ικανοποιήσω τρέχουσες ανάγκες, όταν έκρινα δηλαδή ότι οι ήδη υπάρχουσες μεταφράσεις δεν ήταν επαρκείς. Όμως, το πιο σημαντικό ήταν ότι εκείνη τη χρονιά, το καλοκαίρι του 2010, μετέφρασα ολόκληρο, το πρώτο από τα διηγήματα της συλλογής Πρόζα, το «Δύο παιδαγωγοί», και θεώρησα ότι το αποτέλεσμα ήταν ικανοποιητικό, είχα δηλαδή αποφασίσει να έρθω αντιμέτωπος με τους φόβους μου και τα είχα καταφέρει. Τέλος, το 2011 συνέβη το δυστυχές/ευτυχές γεγονός: το γραφείο στο οποίο εργαζόμουν επί είκοσι τρία συναπτά έτη αναγκάστηκε να αναστείλει τη δραστηριότητά του και βρέθηκα κι εγώ να τσαλαβουτάω, πανικόβλητος στην αρχή, στον «Άγιο αριθμό των ανέργων», όπως λέει ο Ν. Καρούζος. Η ενασχόλησή μου με τη μετάφραση αρχίζει, τότε ακριβώς, να αποκτά μεγαλύτερη βαρύτητα σε σχέση με άλλα πνευματικά και επαγγελματικά ενδιαφέροντα. Όπως αναφέραμε παραπάνω, η Πρόζα μετράει ήδη ένα χρόνο περίπου κυκλοφορίας και απ’ όσο μπορώ να γνωρίζω έτυχε ευμενούς υποδοχής.
Ο Μπέρνχαρντ ως δραματουργός δεν θα λέγαμε ότι είναι άγνωστος στην Ελλάδα. Τα έργα του: Ρίττερ Ντένε Φος, Ο αναμορφωτής του κόσμου, Πριν την αποχώρηση, μια ελεύθερη διασκευή του Καντ και προσφάτως Ο αδαής και ο παράφρων, καθώς και ο Θεατροποιός, έχουν ανέβει στις εγχώριες θεατρικές σκηνές, άλλοτε με περισσότερη και άλλοτε με λιγότερη επιτυχία. Η Πλατεία Ηρώων (Heldenplatz), το κύκνειο άσμα του συγγραφέα, και το πιο ολοκληρωμένο έργο του, γράφτηκε κατόπιν παραγγελιάς από τον Κλάους Πάιμαν, καλλιτεχνικό διευθυντή του Μπούργκτεατερ και προσωπικό φίλο του Τ. Μπέρνχαρντ. Με το έργο αυτό, το οποίο τελικά και ύστερα από πολλές αναβολές ανέβηκε στη σκηνή στις 4 Νοεμβρίου του 1988, θα γιορτάζονταν τα εκατοντάχρονα του ιστορικού θεάτρου. Η μετάφραση του έργου (Πλατεία Ηρώων, μετ. επίμετρο Βασίλης Τσαλής, εκδόσεις Κριτική, 2016) βρίσκεται στις προθήκες των βιβλιοπωλείων εδώ και λίγες μόνο μέρες.
Η Πλατεία Ηρώων, είναι ένα έργο περίπλοκο μέσα στη φαινομενική του απλότητα και, κατά μία έννοια, πανευρωπαϊκό, καθώς πολλά από τα αρνητικά χαρακτηριστικά και τις παθογένειες της δεύτερης αυστριακής δημοκρατίας, τα οποία ο Μπέρνχαρντ στηλιτεύει με τον δικό του ιδιόρρυθμο και εσκεμμένα υπερβολικό τρόπο, τα μοιράζονται, με τον ιδιαίτερα δικό τους, ολέθριο όμως κάθε φορά τρόπο, όλες σχεδόν οι μεταπολεμικές δημοκρατίες της Δυτικής Ευρώπης.
Η δεδομένη εμμονή μου με ορισμένα από τα αμετάφραστα ακόμα έργα του Μπέρνχαρντ, η χρονική συγκυρία της κρίσης και η απονομιμοποίηση των παραδοσιακών κομμάτων του ελληνικού πολιτικού συστήματος, σε συνδυασμό με την άνοδο ακροδεξιών μορφωμάτων, έπαιξε φυσικά τον δικό της ρόλο στην επίσπευση του εγχειρήματος. Το συγκεκριμένο έργο του Μπέρνχαρντ, τριάντα σχεδόν χρόνια μετά την συγγραφή του, όχι μόνο διατηρεί τον επίκαιρο χαρακτήρα του, αλλά η γενικότερη ατμόσφαιρά του παρουσιάζει εκπληκτικές ομοιότητες με κοινούς τόπους της πρόσφατης ελληνικής πολιτικής και κοινωνικής ιστορίας. Η Πλατεία Ηρώων είναι ένα έργο περίπλοκο μέσα στη φαινομενική του απλότητα και, κατά μία έννοια, πανευρωπαϊκό, καθώς πολλά από τα αρνητικά χαρακτηριστικά και τις παθογένειες της δεύτερης αυστριακής δημοκρατίας, τα οποία ο Μπέρνχαρντ στηλιτεύει με τον δικό του ιδιόρρυθμο και εσκεμμένα υπερβολικό τρόπο, τα μοιράζονται, με τον ιδιαίτερα δικό τους, ολέθριο όμως κάθε φορά τρόπο, όλες σχεδόν οι μεταπολεμικές δημοκρατίες της Δυτικής Ευρώπης.
Η δική μου επιλογή κατά τη μετάφραση των κειμένων του Μπέρνχαρντ είναι να αφήνω τον συγγραφέα στην ησυχία του και να μετακινώ τον αναγνώστη προς αυτόν. Με τον τρόπο αυτόν προσπαθώ να αποφύγω την, λανθασμένη κατά την άποψή μου, πρακτική της παράφρασης, η οποία απογυμνώνει, κατά την μεταφορά, το πρωτότυπο κείμενο από γλωσσικά και ανοικειωτικά τεχνάσματα, στον παραδειγματικό όσο και στον συντακτικό άξονα, το αποστερεί από τον ιδιαίτερό του ρυθμό, την μουσικότητα, και γενικότερα από αυτό που ονομάζουμε «ατομικό ύφος».
Το συχνότερο ερώτημα στο οποίο καλείται να δώσει απάντηση ο μεταφραστής ενός έργου είναι αυτό του βαθμού και του είδους/ποιότητας της δυσκολίας που αντιμετώπισε κατά τη διαδικασία της μεταφοράς από την γλώσσα του πρωτοτύπου στην γλώσσα υποδοχής. Κατ’ αρχήν πρέπει να ξεκινήσουμε με τα απολύτως προφανή: δεν μπορεί να γίνει λόγος για τη μετάφραση δίχως εμπλοκή στη μεταφραστική πράξη και επίσης να διευκρινίσουμε ότι είναι αδύνατη η απόλυτη αντιστοιχία ανάμεσα σε δύο γλώσσες. Συνεπώς, εκ των πραγμάτων, ασκώντας την μετάφραση ως πρακτική, έχουμε αποφασίσει ότι η μετάφραση είναι δυνατή και δεν μας απασχολεί η θεωρητική α-πορία μεταφράσιμο/μη μεταφράσιμο, αλλά οι έννοιες της «πιστότητας» και «προδοσίας»[1]. Η μετάφραση ενός λογοτεχνικού, στην προκειμένη περίπτωση, κειμένου αποτελεί για τον μεταφραστή ένα εγχείρημα διαμεσολάβησης ανάμεσα στον συγγραφέα ενός πρωτότυπου έργου και τον αναγνώστη, ο οποίος δεν είναι εξοικειωμένος με το γλωσσικό σύστημα που χρησιμοποιήθηκε στην παραγωγή του πρωτοτύπου, αλλά εμφανίζεται πρόθυμος να δεξιωθεί ένα αντίγραφό του στο οικείο γλωσσικό σύστημα. Όπως αναφέρει ο Σλάιερμαχερ, για το «πάντρεμα» αυτών των δύο προσώπων, «υπάρχουν μόνο δύο δρόμοι. Είτε ο μεταφραστής θα αφήσει τον συγγραφέα κατά το δυνατόν στην ησυχία του και θα μετακινήσει τον αναγνώστη προς εκείνον είτε θα αφήσει τον αναγνώστη κατά το δυνατόν στην ησυχία του και θα μετακινήσει τον συγγραφέα προς αυτόν»[2]. Η δική μου επιλογή κατά τη μετάφραση των κειμένων του Μπέρνχαρντ είναι να αφήνω τον συγγραφέα στην ησυχία του και να μετακινώ τον αναγνώστη προς αυτόν. Με τον τρόπο αυτόν προσπαθώ να αποφύγω την, λανθασμένη κατά την άποψή μου, πρακτική της παράφρασης, η οποία απογυμνώνει, κατά την μεταφορά, το πρωτότυπο κείμενο από γλωσσικά και ανοικειωτικά τεχνάσματα, στον παραδειγματικό όσο και στον συντακτικό άξονα, το αποστερεί από τον ιδιαίτερό του ρυθμό, τη μουσικότητα, και γενικότερα από αυτό που ονομάζουμε «ατομικό ύφος». Μετατρέπει δηλαδή ένα κείμενο, το οποίο έχει την αξίωση να επιτύχει αισθητικό αποτέλεσμα, σε παράθεση δημοσιογραφικού τύπου, με σκοπό να επιδιώξει, απλώς, τον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό κατανόησης.
Η μετάφραση των κειμένων του Μπέρνχαρντ αποτελεί, ούτως ή άλλως, ένα ριψοκίνδυνο εγχείρημα. Ο μακροπερίοδος λόγος, η διακλαδούμενη δομή της φράσης, σε βάζει στον πειρασμό, από την στιγμή που θεωρείς ότι έχεις αντιληφθεί το νόημα να υποπέσεις στο αμάρτημα της παράφρασης και να αφεθείς –εν μέρει και από νωθρότητα– σε «δημιουργική αναπαραγωγή του πρωτοτύπου», ας την πούμε έτσι, η οποία όμως ενέχει τον σοβαρό κίνδυνο να αποβεί εις βάρος του ύφους του συγγραφέα, αλλά και εις βάρος λεπτών αποχρώσεων της σκέψης του. Αυτό που προσπαθήσαμε εμείς να κάνουμε, κατά τη μετάφραση των έργων του Μπέρνχαρντ, είναι να αποδώσουμε το νόημα αλλά και το γράμμα, και αυτό όσο το δυνατόν πλησιέστερα προς τη γλώσσα του πρωτοτύπου, με τίμημα, ενίοτε, την δοκιμασία των ορίων αντοχής της ελληνικής γλώσσας. Εδώ θα ήθελα να προσθέσω ότι, όπου υπάρχει η δυνατότητα, δεν διστάζω να χρησιμοποιήσω μεταφράσεις του πρωτότυπου κειμένου σε άλλες γλώσσες. Θεωρώ ότι με αυτόν τον τρόπο, την διαρκή αντιπαραβολή δηλαδή, μειώνεται σημαντικά η πιθανότητα του λάθους, τουλάχιστον στην απόδοση του ορθού νοήματος. Για την μετάφραση της Πλατείας Ηρώων, συγκεκριμένα, χρησιμοποιήθηκε η Αγγλική μετάφραση των Meredith Oakes & Andrea Tierney (Oberon Books, London, 2011).
O μεταφραστής είναι ένας τεχνίτης, ο οποίος καλείται να κάνει χρήση των κανόνων (αν υπάρχει κάτι τέτοιο) του επαγγέλματός του, για να αναπαράγει μηχανικά ένα αντίγραφο, ή καλείται να «ασκήσει προαίρεσιν», να πάρει αποφάσεις, τις οποίες πριν από αυτόν έχει κληθεί να πάρει ο συγγραφέας του πρωτοτύπου, έτσι ώστε το αντίγραφο να μπορεί να διεκδικήσει με τη σειρά του την αξία του ως αισθητικό γεγονός;
Τέλος, κλείνοντας, αυτήν την σύντομη παρουσίαση, θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι από την στιγμή που το ανέφικτο μιας διεθνούς γλώσσας είναι δεδομένο, αλλά εξίσου δεδομένη είναι και η αδυναμία των συμβολικών γλωσσών να πλησιάσουν έστω και στο ελάχιστο τις άπειρες δυνατότητες διατύπωσης που έχουν οι φυσικές γλώσσες, η μετάφραση και η δίψα για μεταφρασμένα κείμενα θα συναγωνίζονται την «ορμή προς το μεταφράζειν», παράγοντας και αναπαράγοντας διαρκώς αντίγραφα των πρωτοτύπων. Το μείζον ερώτημα τελικά είναι: ο μεταφραστής είναι ένας τεχνίτης, ο οποίος καλείται να κάνει χρήση των κανόνων (αν υπάρχει κάτι τέτοιο) του επαγγέλματός του, για να αναπαράγει μηχανικά ένα αντίγραφο, ή καλείται να «ασκήσει προαίρεσιν», να πάρει αποφάσεις, τις οποίες πριν από αυτόν έχει κληθεί να πάρει ο συγγραφέας του πρωτοτύπου, έτσι ώστε το αντίγραφο να μπορεί να διεκδικήσει με τη σειρά του την αξία του ως αισθητικό γεγονός; Κι αν τα πράγματα δεν συμβαίνουν έτσι κατά κανόνα, μήπως τότε αυτό είναι το δέον; Από την στιγμή που δεν υπάρχει ένα απόλυτο κριτήριο μιας μετάφρασης, δηλαδή ένα τρίτο κείμενο που θα αποτελούσε το νοηματικό ισοδύναμο με το οποίο θα μπορούσαμε να κρίνουμε την πιστότητα ή την προδοσία του αντιγράφου, η επιτυχία ή αποτυχία ενός μεταφραστικού εγχειρήματος εναπόκειται στην κρίση του αναγνωστικού κοινού και της κριτικής.
Info
Ο Βασίλης Τσαλής γεννήθηκε και τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στον Βόλο. Έζησε και σπούδασε και εργάστηκε στο Δ. Βερολίνο από το 1979-1985. Συνέχισε τις σπουδές του στην Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, απ' όπου μετά τη νόμιμη διαδικασία έλαβε μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών εκπονώντας εργασία με θέμα Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός και η διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Έχει μεταφράσει έργα των Franz Kafka, Georg Trakl, Thomas Bernhard, Ingeborg Bachmann, Hans Magnus Enzensberger. Τα βιβλία του Bernhard Πρόζα και Πλατεία Ηρώων κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Κριτική.