Tου Κώστα Κουτσουρέλη
Συμβαίνει συχνά. Ο μεταφραστής που μένει πιστός στη μορφή του πρωτότυπου ποιήματος, που κρατάει λ.χ. το μέτρο ή την ομοιοκαταληξία του, να δέχεται κριτική (καλόπιστη συνήθως) ότι προδίδει το «νόημά» του.
Η ένσταση αυτή βασίζεται σε μια παρεξήγηση, διαδεδομένη ιδίως ανάμεσα σ’ αυτούς που δεν έχουν το γράψιμο βασική τους ενασχόληση και φροντίδα. Ήγουν στην πλάνη ότι μπορεί κανείς να διακρίνει με ασφάλεια μεταξύ αναφορικού νοήματος και καλλιτεχνικής μορφής και ότι μεταξύ των δύο το πρώτο έχει παντού και πάντα την προτεραιότητα.
Δεν υπάρχει «νόημα» του έργου πριν από την ολοκλήρωση της μορφής του. Η μορφή δεν είναι ένα εξωτερικό ντύμα που έρχεται να καλύψει εκ των υστέρων μια προϋπάρχουσα διανοητική σύλληψη.
Κι όμως, είναι οι σημαντικότεροι δάσκαλοι της αισθητικής σκέψης που μάς διδάσκουν ανέκαθεν το αντίθετο. Δεν υπάρχει «νόημα» του έργου πριν από την ολοκλήρωση της μορφής του. Η μορφή δεν είναι ένα εξωτερικό ντύμα που έρχεται να καλύψει εκ των υστέρων μια προϋπάρχουσα διανοητική σύλληψη.
Όταν ο Γέητς λ.χ. κλείνει με τη λέξη gone τα Supernatural Songs, δεν είναι επειδή η έννοια που έχει κατά νου (φεύγω, χάνομαι, πεθαίνω) αποδίδεται μόνο με το ρήμα αυτό. Οι ερημίτες στο Έβερεστ ή στο Μερού γράφει στο ακροτελεύτιο ποίημα του κύκλου, γνωρίζουν καλά
"That day brings round the night, that before dawn
His glory and his monuments are gone".
Όμως αυτή η εικόνα της μέρας και των έργων της που σβήνουν με την έλευση της νύχτας, μεταφορά της αναπόφευκτης μοίρας των ανθρώπινων επιτευγμάτων, μπορεί κάλλιστα να υπηρετηθεί και με κάμποσα άλλα ρήματα ή εκφράσεις συγγενείς: vanish, depart, be no more κ.ο.κ. Σε άλλα συμφραζόμενα, για την ίδια ιδέα θα μπορούσε να επιλέξει κανείς μια εντελώς άλλη εικόνα: του λουλουδιού που μαραίνεται, του κύματος που σβήνει τις πατημασιές του ανθρώπου στην άμμο, της κλεψύδρας που αδειάζει, και τόσες άλλες. Αν ο ποιητής προτιμά εδώ το gone, είναι απλούστατα επειδή ομοιοκαταληκτεί με το dawn του προηγούμενου στίχου.
Το ότι συχνά είναι οι ανάγκες της μορφής που υπαγορεύουν τις ειδικές λέξεις και τις εικόνες τους στους ποιητές, και όχι το αντίστροφο, ξέρω ότι ακούγεται σκανδαλώδες. Αλλά είναι η απόλυτη αλήθεια. Μπορείτε να βρείτε μυριάδες αποδείξεις στα χειρόγραφά τους. Ο μεταφραστής δεν κάνει κάτι αλλιώτικο. Επιχειρεί να διασώσει το ποίημα ως όλον χύνοντάς το σε μια άλλη γλώσσα. Δεν κοιτάει τα δέντρα, αλλά το δάσος. Δεν είναι οι επιμέρους λέξεις ή εικόνες του πρωτοτύπου που έχουν γι’ αυτόν προτεραιότητα. Πλείστες όσες φορές, αυτές είναι αναλώσιμες όπως ήταν και για τον ίδιο τον ποιητή τους. Το γενικό «νόημα» είναι που μετράει εδώ, κι αυτό με τη σειρά του δεν νοείται χωρίς τη φόρμα του, την κατορθωμένη καλλιτεχνική μορφή.
Οι αντίπαλοι της ομοιοκαταληξίας τής καταλογίζουν ότι πάει εκείνη το ποίημα εκεί που θέλει. Και έχουν δίκιο! Όμως οι περισσότεροι ποιητές της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας από τον Δάντη ως τον Γέητς δεν ήταν αντίπαλοι, αλλά οπαδοί της. Έβλεπαν τη ρίμα ως νοηματομηχανή. Αναγνώριζαν σ’ εκείνην τη γονιμοποιό, εμπνευστική, ακόμη και αποκαλυπτική δύναμη της γλώσσας. Έναν παράγοντα απροσδιοριστίας δηλαδή που σπάζει τις έξεις της σκέψης και απελευθερώνει τις δυνατότητες της φαντασίας, που στις καλές της στιγμές βάζει πλάι πλάι λέξεις και έννοιες απροσδόκητες ρίχνοντας νέο φως στα πράγματα.
Το εντελώς συγκεκριμένο και αποκρυσταλλωμένο που έχουν να μας πουν οι ποιητές είναι το κατορθωμένο ποίημα. Προτού αυτό συντελεστεί, τέτοιο πράγμα δεν υπάρχει. Υπάρχει μόνο ένα νεφέλωμα από διαθέσεις, ιδέες, συναισθήματα, τεχνοτροπικές και θεματικές προτιμήσεις.
Θα ρωτήσει και πάλι κανείς: μα τότε οι ποιητές οι ίδιοι δεν έχουν κάτι το εντελώς συγκεκριμένο, το πλήρως αποκρυσταλλωμένο να μας πουν; Ο λόγος τους υπόκειται στα κέφια των μορφών που επιλέγουν και τα «νοήματά» τους τελούν υπό την αίρεσή τους; Η απάντηση κι εδώ είναι «ναι». Το εντελώς συγκεκριμένο και αποκρυσταλλωμένο που έχουν να μας πουν οι ποιητές είναι το κατορθωμένο ποίημα. Προτού αυτό συντελεστεί, τέτοιο πράγμα δεν υπάρχει. Υπάρχει μόνο ένα νεφέλωμα από διαθέσεις, ιδέες, συναισθήματα, τεχνοτροπικές και θεματικές προτιμήσεις, ένα νεφέλωμα εν μέρει συνειδητό και εν μέρει ασύνειδο που είναι η πηγή του τελικού ποιήματος. Όμως αυτή η πηγή απέχει από τις εκβολές της όσο τα κλεισορέματα του βουνού απ' τη θάλασσα.
Συμβαίνει μάλιστα κάποτε το ποτάμι να ξεστρατίσει εντελώς. Και οι ανάγκες της μορφής να οδηγήσουν έναν ποιητή τόσο μακριά ώστε να γράψει ένα ποίημα με το οποίο κοσμοθεωρητικά, ιδεολογικά διαφωνεί, που το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ή προς το οποίο κατατείνει να μην τον εκφράζει ως άνθρωπο με σταθερές και σχηματισμένες πεποιθήσεις. Τότε έχει δύο λύσεις.
Η μία είναι εκείνη του Καβάφη. Γράφει: «Μετά τον οριστικό τερματισμό της διορθώσεως θα πρέπει να γίνεται φιλοσοφικός έλεγχος [...] όπου η ανασκευή δεν μπορεί να γίνει θα πρέπει τα ποιήματα να θυσιάζονται». Ο Καβάφης πολύ σοφά καταλαβαίνει ότι ο έλεγχος πρέπει να γίνει μετά, διότι άλλως θα ανέστειλε την δημιουργική διεργασία: δεν μας είναι όλα όσα κάνουμε, την στιγμή που τα κάνουμε, πλήρως κατανοητά. Και όντως ο ίδιος άφησε στα κατάλοιπά του κάμποσα άρτια ποιήματά του ανέκδοτα, πιθανόν επειδή έκρινε ότι δεν τον εκφράζουν πλήρως, ότι δεν ανταποκρίνονται στην εικόνα που ήθελε να πλάσει για τον εαυτό του.
Η άλλη λύση είναι του Παλαμά: η διεύρυνση του ποιητικού βλέμματος, η απαγκίστρωση από το στενό (και συχνά στενόμυαλο…) εγώ, ώστε να περιλάβει και την αντίθετη θέση ή στάση. Η διαρκής ταλάντωση ανάμεσα στα άκρα της ανθρώπινης κατάστασης ώστε να καταδειχθεί η μεγάλη αλήθεια που διατύπωσε αρτιότερα όλων νομίζω ο Μάρτιν Βάλζερ: «Δεν αληθεύει τίποτε χωρίς το αντίθετό του».
Οι μεγαλύτεροι ποιητές όλων των αιώνων, από τον Όμηρο έως τον Σαίξπηρ και από τον Γκαίτε ως τον Πεσσόα είναι αυτής της γραμμής. Δεν διστάζουν εμπρός στις «ασυνέπειες», τις «άλογες δυνατότητες», τις «υπερβολές» τις οποίες ο Αλεξανδρινός φοβάται και πασχίζει να εξοβελίσει. Ξέρουν ότι είναι κομμάτι αναπόσπαστο της ανθρώπινης πείρας, άρα και της ποίησης που την αντικατοπτρίζει. Ξέρουν ότι γράφοντας υποδυόμαστε ρόλους καταπώς οι ηθοποιοί, δεν ταυτιζόμαστε μ’ αυτούς παρά μόνο πρόσκαιρα, όσο βρισκόμαστε επί σκηνής.
Αν για τη μεγάλη ποίηση η στάση του Καβάφη είναι απρόσφορη, για την καλή μετάφραση είναι η μόνη ορθή. [...] Μια απόδοση που προδίδει κοσμοθεωρητικά το πρωτότυπο είναι μετάφραση αποτυχημένη και πρέπει να τίθεται κατά μέρος. Όπως αποτυχημένη είναι και η μετάφραση που αθετεί τη φόρμα του πρωτοτύπου και το μετασκευάζει σε κάτι εντελώς διαφορετικό.
Και πλήθος από τους μεγάλους ρόλους που γνωρίσαμε στο θέατρο (ο νους πηγαίνει αυτόματα στον Άμλετ) είναι τέτοιοι: άλογοι, ασυνεπείς, υπερβολικοί. Το απολύτως συνεπές και συμπαγές, το απολύτως αυτοελεγχόμενο ποιητικό εγώ μόνον στους ολιγογράφους ταιριάζει, αυτούς που στην «τράπεζα του μέλλοντος» έχουν να βάλλουν «ολίγα συναλλάγματα», που ο ρόλος τον οποίο υποδύονται ολοζωής είναι ένας και ο αυτός.
Ωστόσο, και για να γυρίσουμε στο θέμα μας, αν για τη μεγάλη ποίηση η στάση του Καβάφη είναι απρόσφορη, για την καλή μετάφραση είναι η μόνη ορθή. Αλίμονο αν ο μεταφραστής καταλήξει να λέει τα αντίθετα εκείνων που εννοεί ο μεταφραζόμενος, επειδή εκεί τον οδήγησε η καλλιέργεια της μορφής και των εκφραστικών του μέσων. Ο φιλοσοφικός έλεγχος, διά της αντιβολής με το πρωτότυπο, είναι εδώ εκ των ων ουκ άνευ. Μια απόδοση που προδίδει κοσμοθεωρητικά το πρωτότυπο είναι μετάφραση αποτυχημένη και πρέπει να τίθεται κατά μέρος. Όπως αποτυχημένη είναι και η μετάφραση που αθετεί τη φόρμα του πρωτοτύπου και το μετασκευάζει σε κάτι εντελώς διαφορετικό.
Ο μεταφραστής δεν έχει κοσμοθεωρία, δεν έχει απόψεις ή πεποιθήσεις δικές του. Δεν έχει δικές του φόρμες. Έχει εκείνες που του επιτρέπει ο μεταφραζόμενος. Ούτως ή άλλως, μέσα στο ευρύ φάσμα των θεμιτών ερμηνειών που επιτρέπει κάθε εμβριθές πρωτότυπο, μέσα στο ευρύ ρεπερτόριο των παραπλήσιων και συγγενικών μορφών, η ελευθερία που ήδη έχει δεν είναι διόλου αμελητέα.
Αν τώρα καίγεται να πει τα αντίθετα ή αν θέλει να πει κάτι που το νομίζει παρόμοιο με το πρωτότυπο αλλά ο δικός του τρόπος είναι άσχετος, ας σπεύσει να το κάνει σ’ ένα ιδιόχειρο κείμενο. Το μεταμοντέρνο χούι κάποιων σκηνοθετών του θεάτρου, που φορτώνουν στους συγγραφείς ό,τι παλαβομάρα τους κατέβει, σε μια σοβαρή μεταφραστική δουλειά δεν έχει θέση.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ είναι ποιητής και μεταφραστής.
Τελευταίο βιβλίο του, η συλλογή κειμένων «Η τέχνη που αυτοκτονεί – Για το αδιέξοδο της ποίησης του καιρού μας» (εκδ. Μικρή Άρκτος).