Το πολυεπίπεδο κείμενο του Βάλτερ Μπένγιαμιν για την Αποστολή του μεταφραστή.
Του Γιώργου Λαμπράκου
Η πορεία του μεταφραστή στη ναρκοθετημένη ζώνη της γλώσσας είναι μια επικίνδυνη μα και σαγηνευτική επιχείρηση που, ακόμα και αν στεφθεί από επιτυχία, θα υποστεί σίγουρα απώλειες. Το πεδίο μάχης της μετάφρασης είναι σπαρμένο από «νάρκες» νοηματικές, ερμηνευτικές, μορφικές, υφολογικές, ρυθμικές, πραγματολογικές, συντακτικές, γραμματικές, ορθογραφικές κ.ά. Ο πόλεμος του μεταφραστή διεξάγεται αφενός στο εχθρικό έδαφος της ξένης γλώσσας, αφετέρου στο επίσης εχθρικό έδαφος της μητρικής του. Αν όλα πάνε καλά, ο μεταφραστής, ύστερα από αρκετές κακουχίες, θα καρφώσει πάνω στο μετάφρασμά του το λάβαρο της κατάκτησης του πρωτοτύπου. Πάνω σε αυτό το λάβαρο, ωστόσο, θα είναι παραδόξως αποτυπωμένη η αδυναμία διασφάλισης μιας ολοκληρωτικής κατοχής αυτού του πρωτοτύπου.
Δεν μπορούμε να στοχαστούμε τη γλώσσα χωρίς να στοχαστούμε τη μετάφραση, ιδίως αφότου ζούμε «μετά τη Βαβέλ». Στο ομώνυμο έργο του Τζορτζ Στάινερ (1975, ελλ. έκδ. 2004), τη μάλλον πιο σημαντική και περιεκτική μελέτη που έχει γραφτεί στον περασμένο αιώνα για τη μετάφραση, ο διάσημος κριτικός λογοτεχνίας υποστηρίζει πως η μετάφραση είναι κάτι που κάνουμε όλη μέρα, κάθε μέρα, όχι απλώς όταν ασχολούμαστε με ξένες γλώσσες, αλλά και όταν ασχολούμαστε με τη δική μας, στοχεύοντας πάντα στην κατανόηση. Μάλιστα, αυτό το κάνουμε όχι απλώς όταν επικοινωνούμε με άλλους ανθρώπους, αλλά και όταν επικοινωνούμε με τον εαυτό μας. Έτσι η μετάφραση, σύμφωνα με τον Στάινερ, τείνει να συγχωνευτεί με την ίδια την ανθρώπινη γλώσσα.
Το πρόβλημα που θέτει η γλωσσική Βαβέλ φανερώνεται και σε μια κλασική σύντομη μελέτη για τη μετάφραση την οποία έγραψε ένας άλλος διάσημος κριτικός εβραϊκής καταγωγής, ο Βάλτερ Μπένγιαμιν (1892-1940). Το κείμενο Η αποστολή του μεταφραστή (1923) εκδόθηκε πρόσφατα σε ένα κομψό τομίδιο που περιλαμβάνει και άλλα κείμενα για τη γλώσσα (εκδ. Πατάκης). Τη μετάφραση και την εισαγωγή υπογράφει ο Γιώργος Σαγκριώτης, σίγουρα ένας από τους πιο δόκιμους μεταφραστές τέτοιων κειμένων στη γλώσσα μας. Το ίδιο κείμενο, με τον τίτλο «Το έργο του μεταφραστή», είχε εκδοθεί παλαιότερα σε μετάφραση Φώτη Τερζάκη, σε συνεργασία με τον Γιώργο Σαγκριώτη.
Στην «Εισαγωγή» του ο μεταφραστής τονίζει τη σημασία της γλώσσας στη σκέψη και το έργο του Μπένγιαμιν, φροντίζοντας παράλληλα να μας εισαγάγει ομαλά στο σκοτεινό και δύσβατο αυτό έργο (η διατριβή του Μπένγιαμιν για το γερμανικό μπαρόκ δράμα απορρίφτηκε το 1925 επειδή κρίθηκε δυσνόητη). Σημειώνει: «Η γλώσσα δεν είναι μόνο ο τρόπος αλλά και το κύριο θέμα του συγγραφικού του έργου, στο μέτρο που αυτή αποτελεί το μέσο των περιεχομένων της. Ωστόσο το μέσο –και αυτός είναι ο πυρήνας της αντίληψης του Μπένγιαμιν– δεν είναι ουδέτερο, όπως φέρ’ ειπείν στη συμβατική γλώσσα των μαθηματικών· το κατεξοχήν περιεχόμενο της γλώσσας είναι η γλώσσα η ίδια, ή, θα μπορούσε να πει κανείς, η εμπειρία, η δομή της οποίας είναι γλωσσική».
«Οι γλώσσες δεν είναι ξένες μεταξύ τους, αλλά είναι a priori, και πέρα από κάθε ιστορικό συσχετισμό, ανάμεσά τους συγγενείς ως προς αυτό που θέλουν να πουν»
Οι εβραϊκές, αλλά και οι γνωστικές, ρίζες της σκέψης του Μπένγιαμιν τον οδηγούν σε μια μεσσιανική αντίληψη για τη μετάφραση, που ξεκινά από την έννοια μιας «καθαρής γλώσσας» στην υποτιθέμενη προ Βαβέλ εποχή. Υπό την έννοια αυτή, όλα τα έργα είναι κατ’ αρχήν μεταφράσιμα. Όπως γράφει: «η νοερή, βαθύτερη σχέση μεταξύ των γλωσσών είναι η σχέση μιας ιδιαίτερης σύγκλισης. Συνίσταται στο ότι οι γλώσσες δεν είναι ξένες μεταξύ τους, αλλά είναι a priori, και πέρα από κάθε ιστορικό συσχετισμό, ανάμεσά τους συγγενείς ως προς αυτό που θέλουν να πουν». Στόχος του Μπένγιαμιν είναι να δείξει πως τα κατεξοχήν μεταφράσιμα έργα είναι, παραδόξως, τα πιο σημαντικά και τα πιο δύσκολα. Προτού γίνει όψιμα μαρξιστής υπό την επίδραση του Μπρεχτ, ο Μπένγιαμιν βρισκόταν κοντύτερα στον Χάιντεγκερ.
Παράλληλα με το ουσιοκρατικό τμήμα της σκέψης του, ωστόσο, στον Μπένγιαμιν ενυπάρχει και ένα ιστορικό στοιχείο, καθώς ο κριτικός πρεσβεύει πως οι σημασίες των λογοτεχνικών έργων αλλάζουν, όπως αλλάζουν και οι γλώσσες των μεταφραστών. Τα έργα (και αυτό είναι κάτι που το χαιρετίζει) γνωρίζουν μια δεύτερη, μια τρίτη κ.ο.κ. ζωή με τη μετάφρασή τους στις άλλες γλώσσες, για τον επιπρόσθετο λόγο ότι «τα σημαντικά έργα δεν βρίσκουν ποτέ τους εκλεκτούς μεταφραστές τους κατά την εποχή της δημιουργίας τους». Από την πλευρά της η μετάφραση, που διαφέρει από την τέχνη επειδή «δεν μπορεί να εγείρει αξιώσεις διαρκείας για τα μορφώματά της […] δεν απαρνείται ότι είναι προσανατολισμένη σε ένα έσχατο οριστικό και αποφασιστικό στάδιο κάθε γλωσσικής άρθρωσης».
Ο Walter Benjamin
|
Σε αυτό το πλαίσιο, η αποστολή του μεταφραστή «συνίσταται στην εύρεση εκείνης της πρόθεσης σε σχέση με τη γλώσσα στην οποία γίνεται η μετάφραση μέσα από την οποία θα ανακληθεί σε αυτή τη γλώσσα η ηχώ του πρωτοτύπου». Για τον Μπένγιαμιν η «αναπαραγωγή του νοήματος» δεν είναι το πιο σημαντικό βήμα με στόχο την ιδανική μετάφραση. Αυτό φαίνεται, μεταξύ άλλων, από τη θέση του ότι «το πρωταρχικό στοιχείο του μεταφραστή είναι η λέξη και όχι η πρόταση», εξού και δείχνει να υποστηρίζει τις εντελώς ιδιότυπες, κατά λέξη μεταφράσεις του Χέλντερλιν σε αρχαιοελληνικά έργα, που μοιάζουν με τη «διάστιχο ερμηνεία του ιερού κειμένου». Όπως γράφει: «Η σημασία της πιστότητας, την οποία εγγυάται η κατά λέξη απόδοση, δεν είναι παρά το να μιλά μέσα από το έργο η μεγάλη νοσταλγία για γλωσσική συμπλήρωση». Μετάφραση κατά Μπένγιαμιν δεν είναι λοιπόν τόσο η μετάδοση του νοήματος/μηνύματος (η «διαμήνυση», όπως γράφει), όσο η εμφατικά μορφική οικειοποίηση και ανάπλαση του πρωτοτύπου με στόχο η γλώσσα του μεταφράσματος και η γλώσσα του πρωτοτύπου να αλληλοσυμπληρώνονται «ως προς τις ίδιες τις προθέσεις τους».
Ισχύουν όσα υποστηρίζει ο Μπένγιαμιν για τη μετάφραση; Στο πλαίσιο μιας τόσο σύντομης βιβλιοπαρουσίασης είναι αδύνατο να απαντήσουμε απερίφραστα σε αυτό το σύνθετο ερώτημα, που περιπλέκεται ακόμα περισσότερο εξαιτίας της μυστικιστικής γλώσσας του. Θεωρούμε πως η έννοια της καθαρής γλώσσας και το όραμα μιας απόλυτης διαγλωσσικής αρμονίας είναι ουτοπικά και ανεφάρμοστα χαρακτηριστικά. Συνάμα, η ιδέα ότι όσο πιο εύκολο (καθότι πληροφοριακό) είναι ένα έργο, τόσο λιγότερο μεταφράσιμο είναι (και, απεναντίας, όσο πιο σημαντικό, τόσο πιο μεταφράσιμο) είναι αντιδιαισθητική και αντίκειται στην εμπειρία κάθε μεταφραστή. Τέλος, αναρωτιέται κανείς γιατί να ξεχωρίσουμε τα «ιερά κείμενα» από τα υπόλοιπα, όπως κάνει ο κριτικός στο τέλος του κειμένου του – δεν υπάρχουν «ιερά» κείμενα με την αυστηρή σημασία του όρου.
H έννοια της καθαρής γλώσσας και το όραμα μιας απόλυτης διαγλωσσικής αρμονίας είναι ουτοπικά και ανεφάρμοστα χαρακτηριστικά
Από την άλλη, ο Μπένγιαμιν πασχίζει να μας μεταδώσει κάτι που αξίζει να το έχουμε κατά νου όταν διαβάζουμε ή/και μεταφράζουμε. Στα καθ’ ημάς, ο Γιώργος Χειμωνάς εφάρμοζε συχνά μια παρόμοια μεταφραστική επιταγή, όταν όχι μόνο μετέφραζε σύμφωνα με την «ηχώ του πρωτοτύπου», όπως ασφαλώς την αντιλαμβανόταν ο ίδιος, αλλά δοκίμαζε ενίοτε να «βελτιώσει» το πρωτότυπο ακολουθώντας τις γραμμές μιας άλλης πιστότητας από αυτή στην οποία συνήθως εμμένουμε, βασιζόμενος μεταξύ άλλων στον Χέλντερλιν, που σε επιστολή του στις αρχές του 19ου αιώνα (βλ. Στάινερ, σ. 539) πρόκρινε τη «βελτίωση» του πρωτοτύπου από τον μεταφραστή.
Εκτός από την «Αποστολή του μεταφραστή», που είναι ένα από τα πιο πολυεπίπεδα κείμενα του Μπένγιαμιν, στον εν λόγω τόμο υπάρχει ο πρόλογός του στην προαναφερθείσα διατριβή του, που είναι και το εκτενέστερο (και δυσκολότερο) κείμενο. Στα άλλα, πιο σύντομα κείμενα, ο Μπένγιαμιν αναδεικνύει το συγγραφικό του ταλέντο με το να καλύπτει ένα μεγάλο εύρος θεμάτων μέσα από τρόπους ερμηνείας που κυμαίνονται από τη μεταφυσική φιλοσοφία μέχρι την τεχνοκριτική και από την ιστοριογραφία μέχρι την κοινωνιολογία. Και σε αυτά τα κείμενα οι σκέψεις του Μπένγιαμιν δεν δίνονται μασημένη τροφή στον αναγνώστη, αλλά απαιτούν γνώση, ενόραση και, γιατί όχι, θάρρος.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα ««Αίμα μηχανή» (εκδ. Γαβριηλίδη).
Η αποστολή του μεταφραστή
Και άλλα κείμενα για τη γλώσσα
Βάλτερ Μπένγιαμιν
Μτφρ. Γιώργος Σαγκριώτης
Εκδ. Πατάκη 2014
Σελ. 208, τιμή € 7,70