Μεταφραστές και επιμελητές αποκαλύπτουν τις διαδρομές μέσα από τις οποίες προσέγγισαν τη γλώσσα, το ύφος ή και την οικονομία ενός βιβλίου με το οποίο δούλεψαν πρόσφατα και μοιράζονται μαζί μας τα μυστικά του εργαστηρίου τους. Φιλοξενούμενη, η συγγραφέας και μεταφράστρια Μαρία Ξυλούρη με αφορμή τη μετάφραση του μυθιστορήματος της Hanya Yanagihara «Λίγη ζωή» (εκδ. Μεταίχμιο).
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Στο μυθιστόρημα της Χάνια Γιαναγκιχάρα, Λίγη ζωή, παρακολουθούμε τη ζωή τεσσάρων φίλων –του Τζέι Μπι, ζωγράφου· του Μάλκομ, αρχιτέκτονα· του Γουίλεμ, ηθοποιού· και του Τζουντ, δικηγόρου– σε μια Νέα Υόρκη αναγνωρίσιμη, πλην όμως χρονικά μάλλον απροσδιόριστη: κάτι που θυμίζει αέναο παρόν. Η σχέση τους θα δοκιμαστεί από τον χρόνο και τις προκλήσεις της ζωής τους· αλλά το πραγματικό κέντρο αυτής της φιλίας –και του μυθιστορήματος– είναι ο Τζουντ, και το σκοτεινό του παρελθόν, ένα παρελθόν που δυσκολεύεται να ξεπεράσει και η συγγραφέας μάς το αποκαλύπτει αργά και βασανιστικά. Όπως ο Τζέι Μπι στους πίνακές του, έτσι και η Γιαναγκιχάρα στο βιβλίο της καταγράφει τα δευτερόλεπτα, τα λεπτά, τις ώρες, τις μέρες αυτής της παρέας. Και ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματά της είναι ακριβώς ο τρόπος που σε μπάζει σε αυτές τις ζωές και τις κάνει μέρος της δικής σου ζωής: οι ήρωές της γίνονται άνθρωποί σου. Φτάνοντας στο τέλος, νιώθεις πως το βιβλίο δεν το διάβασες απλώς – με έναν τρόπο το έζησες. Αυτή η σχέση που αναπτύσσουν οι αναγνώστες με τους ήρωες είναι, νομίζω, από τους βασικότερους λόγους που έχει αγαπηθεί τόσο πολύ η Λίγη ζωή – και ένας από τους λόγους που θέλησα να τη μεταφράσω, όπως συνειδητοποιώ εκ των υστέρων: αναζητούσα έναν τρόπο να παρατείνω τη συμβίωσή μου με αυτή την παρέα· το βιβλίο είχε τελειώσει, οι ζωές τους είχαν κριθεί, όμως δεν άντεχα να τους αφήσω.
Η Λίγη ζωή συνειδητά παίζει με την υπερβολή – υπερβολή στον όγκο, στα συμβάντα, στη θλίψη, στη χαρά, στη βία, σε όλα· η συγγραφέας ακροβατεί, κατά δήλωσή της, μεταξύ του απόλυτου συναισθηματισμού και των ορίων του καλού γούστου για να εγκλωβίσει τον αναγνώστη σε ένα βιβλίο-κινούμενη άμμο, που ξεκινά σαν ένα λίγο-πολύ ρεαλιστικό bildungsroman για να εξελιχθεί σε κάθοδο στην άβυσσο.
Η Λίγη ζωή συνειδητά παίζει με την υπερβολή – υπερβολή στον όγκο, στα συμβάντα, στη θλίψη, στη χαρά, στη βία, σε όλα· η συγγραφέας ακροβατεί, κατά δήλωσή της, μεταξύ του απόλυτου συναισθηματισμού και των ορίων του καλού γούστου για να εγκλωβίσει τον αναγνώστη σε ένα βιβλίο-κινούμενη άμμο, που ξεκινά σαν ένα λίγο-πολύ ρεαλιστικό bildungsroman για να εξελιχθεί σε κάθοδο στην άβυσσο· ένα βιβλίο «ακραίο με όλους τους πιθανούς τρόπους» όπως η ίδια το έχει περιγράψει και, οπωσδήποτε, ένα βιβλίο που απαιτεί μια έντονη αντίδραση από τον αναγνώστη, είτε θετική είτε αρνητική (η Γιαναγκιχάρα απεχθάνεται τις χλιαρές αντιδράσεις· το χειρότερο, λέει, που μπορεί να συμβεί σ’ έναν συγγραφέα είναι ένα αδιάφορο σήκωμα των ώμων· και δεδομένων των αντιδράσεων που προκάλεσε με το βιβλίο της –τη λατρεία κάποιων αναγνωστών· τον έντονο αντίλογο κάποιων άλλων– αυτή τη μοίρα κατάφερε να την αποφύγει).
Μια άλλη πολύ μεγάλη δυσκολία ήταν ο σχεδόν οπερετικός χαρακτήρας του κειμένου, η τόση συναισθηματική ένταση, η μετάβαση από το ένα άκρο στο άλλο: στη μία σελίδα, η απόλυτη χλιδή· στην επόμενη, η απόλυτη ένδεια· σκηνές απίστευτης τρυφερότητας εναλλάσσονταν με σκηνές σκληρές και βάναυσες.
Μου είναι εξαιρετικά δύσκολο να συνοψίσω τις μεταφραστικές δυσκολίες ενός βιβλίου κοντά εννιακοσίων σελίδων (και μάλιστα σε μερικές εκατοντάδες λέξεις), αλλά η πρώτη και πιο προφανής δυσκολία ήταν ακριβώς ο όγκος του, που από μόνος του πολλαπλασίαζε όλες τις υπόλοιπες. Μια άλλη πολύ μεγάλη δυσκολία ήταν ο σχεδόν οπερετικός χαρακτήρας του κειμένου, η τόση συναισθηματική ένταση, η μετάβαση από το ένα άκρο στο άλλο: στη μία σελίδα, η απόλυτη χλιδή· στην επόμενη, η απόλυτη ένδεια· σκηνές απίστευτης τρυφερότητας εναλλάσσονταν με σκηνές σκληρές και βάναυσες. Οι τελευταίες ήταν ίσως οι δυσκολότερες: έπρεπε να τις ανασυνθέσω, όσο αβάσταχτες κι αν ήταν. Και ενώ μία, τουλάχιστον, από τις διορθώσεις την κάνω διαβάζοντας δυνατά το μετάφρασμα –ένας δοκιμασμένος τρόπος να αντιληφθείς λάθη και αστοχίες του κειμένου, ιδίως όταν είσαι πια τόσο μέσα του που δεν μπορείς να πιάσεις προφανή προβλήματα, είναι να το ακούσεις–, εδώ υπήρχαν σελίδες που μου ήταν σχεδόν αδύνατο: τέτοιος ήταν ο κόμπος στον λαιμό μου. (Αντίστοιχα δύσκολη μού ήταν και η ακρόαση του audiobook – που όμως ήταν πολύ χρήσιμη για την αποσαφήνιση ζητημάτων προφοράς, ύφους σε κάποιους διαλόγους κ.λπ.) Σε όλα αυτά θα πρέπει να προστεθούν και τα συνήθη προβλήματα, μικρά και μεγάλα, κάθε μετάφρασης· το δίλημμα των υποσημειώσεων, για παράδειγμα, όπου μεταφραστής και επιμελητής πρέπει να κρίνουν πότε, πράγματι, μια διευκρίνιση είναι χρήσιμη στους αναγνώστες και πότε περιττή, αν όχι και ενοχλητική· η απόδοση της ορολογίας, η αναζήτηση της κατάλληλης λέξης, η μάχη με προτάσεις που μοιάζουν να μη θέλουν να μεταφραστούν στα ελληνικά κ.λπ.
Μια μάλλον απροσδόκητη και ασφαλώς πιο ευχάριστη δυσκολία ήταν οι θαυμάσιες περιγραφές της ζωγραφικής του Τζέι Μπι, που με έκαναν να θέλω να παρατήσω τη μετάφραση για να πιάσω τα μολύβια και τα πινέλα μου – κάτι που τελικά αποδείχθηκε σχεδόν σωτήριο: τα μολύβια μού πρόσφεραν ένα καταφύγιο όπου οι λέξεις δεν γινόταν να με βρουν.
Η δουλειά του μεταφραστή, όπως τουλάχιστον την αντιλαμβάνομαι, δεν είναι να υπερβεί τον συγγραφέα, να τον «διορθώσει» ή να τον «βελτιώσει», αλλά να τον ακολουθήσει, να τον υπηρετήσει (πάντα παρών, αλλά, ιδανικά, όσο πιο απαρατήρητος γίνεται, όπως λένε κάποιοι πως πρέπει να είναι ο καλός υπηρέτης)· να σταθεί στο ύψος του, ούτε παραπάνω ούτε παρακάτω· να κινηθεί αποκλειστικά στην επικράτεια που ο συγγραφέας έχει ορίσει ως δική του.
Προσπάθησα να μη μεταφράσω από την αγγλική γλώσσα γενικώς αλλά από τη γλώσσα της συγκεκριμένης συγγραφέα: να ακολουθήσω τον ρυθμό της, τις επαναλήψεις της, να μείνω πιστή στις επιλογές της ως προς τη στίξη, στην αρχιτεκτονική των προτάσεών της και στη θερμοκρασία του κειμένου της. Έρχομαι στη μετάφραση με την ιδιότητα της συγγραφέα, αλλά προσπαθώ να μη μεταφράζω όπως θα έγραφα ένα δικό μου κείμενο, παρότι προφανώς δεν γίνεται να εξαλείψω εντελώς τα ίχνη μου από το μετάφρασμα (αν γινόταν, όλοι θα μεταφράζαμε το ίδιο κείμενο με τον ίδιο ακριβώς τρόπο)· ακόμα και σε κάποιες προφανείς αβλεψίες έχει συμβεί να ζητήσω τη γνώμη του συγγραφέα πριν επέμβω (αντίστοιχα, ακόμα και όταν φοβάμαι πως οι απορίες μου είναι ανόητες ή «μικρές», θεωρώ μεγαλύτερη ανοησία να μην τον ρωτήσω – αλλά ειδικά σε αυτές προσπαθώ να έχω εξαντλήσει όλες τις πιθανές επιλογές πριν απευθυνθώ στον συγγραφέα). Η δουλειά του μεταφραστή, όπως τουλάχιστον την αντιλαμβάνομαι, δεν είναι να υπερβεί τον συγγραφέα, να τον «διορθώσει» ή να τον «βελτιώσει», αλλά να τον ακολουθήσει, να τον υπηρετήσει (πάντα παρών, αλλά, ιδανικά, όσο πιο απαρατήρητος γίνεται, όπως λένε κάποιοι πως πρέπει να είναι ο καλός υπηρέτης)· να σταθεί στο ύψος του, ούτε παραπάνω ούτε παρακάτω· να κινηθεί αποκλειστικά στην επικράτεια που ο συγγραφέας έχει ορίσει ως δική του. Με αυτή την έννοια, κάτι που ακούω να λέγεται σαν κοπλιμέντο για κάποιες μεταφράσεις, ότι «είναι καλύτερες από το πρωτότυπο», δεν είμαι βέβαιη πως τελικά είναι πράγματι κοπλιμέντο – αν, τουλάχιστον, το εννοούμε στην κυριολεξία και δεν πρόκειται απλώς για μια υπερβολή που λέμε στην προσπάθειά μας να δείξουμε πόσο εκτιμήσαμε τη δουλειά του μεταφραστή.
Τέλος σε αυτή τη διαδικασία μάλλον δεν υπάρχει (όπως μάλλον δεν υπάρχει και τελειότητα): με άλλα λόγια, αν δεν υπήρχε η προθεσμία του εκδότη, νομίζω ότι θα δούλευα και θα ξαναδούλευα τη μετάφραση επ’ άπειρον.
Φυσικά, στο πέρασμα από τη μια γλώσσα στην άλλη κάτι, οπωσδήποτε, θα χαθεί: είναι σα να διαλύεις έναν περίπλοκο μηχανισμό χωρίς να ξέρεις πώς να τον ξανασυναρμολογήσεις. Στο τέλος, κάποιες βίδες, κάποια γρανάζια, αναπόφευκτα θα περισσέψουν ή θα βρεθούν σε άλλη θέση· ελπίζεις ότι δεν θα είναι πολλά· ότι επανασυναρμολογημένος, ο μηχανισμός θα κάνει την ίδια δουλειά με πριν. Τέλος σε αυτή τη διαδικασία μάλλον δεν υπάρχει (όπως μάλλον δεν υπάρχει και τελειότητα): με άλλα λόγια, αν δεν υπήρχε η προθεσμία του εκδότη, νομίζω ότι θα δούλευα και θα ξαναδούλευα τη μετάφραση επ’ άπειρον. Αυτός είναι κι ο λόγος που δυσκολεύομαι τρομερά ακόμα και να ξεφυλλίσω το βιβλίο τώρα που έχει τυπωθεί: σε κάτι θα σκαλώσω και θα θέλω να τ’ αλλάξω, αλλά πια δεν γίνεται.
Info
Η Μαρία Ξυλούρη είναι συγγραφέας και μεταφράστρια. Εκτός από τη Hanya Yanagihara, έχει μεταφράσει το βιβλίο του David Mitchell Τα χίλια φθινόπωρα του Γιάκομπ ντε Ζουτ, για το οποίο έχει βραβευθεί το 2015 με το Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης Αγγλόφωνης Λογοτεχνίας ΕΙΛΜ/ΕΑΕ.