Η μανία με τους βρικόλακες ως αλληγορία για το κυνήγι της άφθαρτης νεότητας, της παντοδυναμίας και του ανέφικτου έρωτα.
Της Αναστασίας Καμβύση
Μετράω τα βαμπιροβιβλία πάνω, γύρω και κάτω από το γραφείο μου, άλλα στα ελληνικά και άλλα στα αγγλικά: «The Vampire» του John Polidori, εννέα βιβλία της Charlaine Harris, τέσσερα της Στέφανι Μέγιερ (κι ένα μισοτελειωμένο, σε εκτύπωση από το διαδίκτυο, όπως το δίνει η συγγραφέας στο site της), έξι βιβλία «Vampire Diaries» της Λ.Τζ. Σμιθ, πέντε της σειράς «Βαμπιρατές» του Σόμπερ, επτά του «Οίκου της νύχτας» των Καστ, τέσσερα βιβλία από Τα χρονικά του βαμπίρ, και φυσικά η Συνέντευξη με έναν βρικόλακα της Αν Ράις και στο βάθος ο «Δράκουλας» (σκέτος και Λυόμενος, του Άλντις).
Πώς όμως έφτασα έως εδώ;
Εν αρχή ην ο Δράκουλας του Μπραμ Στόκερ, το βιβλίο από όπου ξεκίνησαν όλοι οι αναγνώστες-επίδοξοι λάτρεις του φανταστικού, με κεντρικό θέμα τον μύθο των βρικολάκων, καταραμένων πλασμάτων της νύχτας που καίγονται στο φως του ήλιου, έχουν υπερφυσικές δυνάμεις και χρειάζονται ανθρώπινο αίμα για να επιβιώσουν. Παρόλο που το έργο γράφτηκε το 1897, υπάρχουν δύο ντουζίνες και βάλε βαμπιροβιβλία πριν από αυτό. Ίσως το παλιότερο λογοτεχνικό έργο που καταπιάνεται με τον μύθο των «απέθαντων» να είναι το «The Vampire» του Heinrich August Ossenfelder από το μακρινό 1748. Δεν έπεσε ποτέ στα χέρια μου, αντίθετα με το βιβλίο του Polidori με τον ίδιο τίτλο, που γράφτηκε σχεδόν έναν αιώνα μετά, το 1819.
Η καταγωγή του πιο δημοφιλούς σύγχρονου μύθου μπορεί να χάνεται στην Κεντρική Ευρώπη των μεσαιωνικών χρόνων, αλλά η αξεπέραστη ελληνική μυθολογία έχει να επιδείξει στοιχειά όπως η Έμπουσα ή η Λάμια, που έχουν πολλά κοινά στοιχεία με το αιμοβόρο τέρας που ξυπνάει τρόμο και λαγνεία στις καρδιές των ανθρώπων. Η Λάμια ήταν βασίλισσα της Λιβύης και ερωμένη του Δία, που ορκίστηκε να πάρει εκδίκηση για τη δολοφονία των παιδιών της από την Ήρα πίνοντας το αίμα των άλλων παιδιών. Η Έμπουσα, που ανήκε στην κουστωδία της θεάς του Κάτω Κόσμου, Εκάτης, και μπορούσε να πάρει διάφορες μορφές, ανέβαινε στον κόσμο των ζωντανών για να τους πιει το αίμα. Μετά από αυτές τις τρομερές «κυρίες», η εγχώρια παράδοση δεν έχει να επιδείξει άλλους σπουδαίους βρικόλακες (ή βουρδούλακες, όπως είναι γνωστοί στην ελληνική ύπαιθρο), παρόλο που η ορθόδοξη Εκκλησία έβαλε το χεράκι της στην εδραίωση των δοξασιών για την ύπαρξή τους με τη διδασκαλία της περί αφθαρσίας του σώματος ως αποτελέσματος αφορισμού.
Πολύτιμες πληροφορίες για τις ελληνικές δοξασίες περί βρικολάκων υπάρχουν στην εξαιρετική μελέτη του Μόνταγκ Σόμερς, «Ο Έλλην βρυκόλαξ» (εκδόσεις Δελφίνι 1995), όπου παρατίθεται και η άποψη του Ν.Π. Πολίτη, καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από το βιβλίο του «Παραδόσεις του ελληνικού λαού»: «Οι κάτοικοι της Σαντορίνης είναι γνωστοί ως οι ικανότεροι και πιο αποτελεσματικοί εξολοθρευτές βρικολάκων»! Το βιβλίο κλείνει έξοχα με την παράθεση του παραδοσιακού τραγουδιού «Του νεκρού αδερφού», το οποίο διηγείται την ιστορία του Κωνσταντή που σηκώνεται από τον τάφο για να εκπληρώσει μια υπόσχεση που έχει δώσει στη μητέρα του. Το τραγούδι τελειώνει με δύο γυναίκες να πεθαίνουν αγκαλιασμένες, ενώ ο Κωνστανής γίνεται άφαντος. Επιστρέφει άραγε στον Κάτω Κόσμο ή μένει να ταλαιπωρεί τους ζωντανούς; Δεν το μαθαίνουμε ποτέ.
«Γιατί έχουν τόση επιτυχία τα βιβλία με βρικόλακες;»
Η λαγνεία είναι η ειδοποιός διαφορά του Δράκουλα και γενικότερα των βρικολάκων από τα υπόλοιπα στοιχειά και πλάσματα της νύχτας, όπως για παράδειγμα οι λυκάνθρωποι. Ο Μπραμ Στόκερ, οι κινηματογραφικές ταινίες με πρωταγωνιστή τον κόμη Δράκουλα, και βέβαια αργότερα ο Λεστάτ και οι υπόλοιποι βρικόλακες της Αν Ράις έθεσαν τις βάσεις για το ρομαντικό ξεφάντωμα που παρατηρείται σήμερα στη λογοτεχνία του φανταστικού, με πρωτεργάτες κυρίως γυναίκες συγγραφείς από την Αμερική. Αυτές βρήκαν ένα κοινό που γαλουχήθηκε, όπως και οι ίδιες, με ταινίες όπως «Lost Boys» (του Τζόελ Σουμάχερ, 1987), «Δράκουλας» (του Φράνσιν Φορντ Κόπολα, 1992), «Συνέντευξη με έναν βρικόλακα» (του Νιλ Τζόρνταν, 1994), και σίριαλ όπως «Buffy the Vampire Slayer και Angel» (του Τζος Γουίντον, 1997 και 1999 αντίστοιχα), και εξοικειώθηκε με τον μύθο νέων ωραίων βρικολάκων με αγνές –καμιά φορά– προθέσεις. Πολλοί αναρωτιούνται σήμερα (και όχι μόνο στον εκδοτικό χώρο) γιατί στις γυναίκες αρέσουν οι βρικόλακες, αλλά αυτή είναι η λάθος ερώτηση. Στις γυναίκες δεν αρέσουν οι βρικόλακες, στις γυναίκες αρέσουν οι ωραίοι ηθοποιοί που τους υποδύονται...
«Γιατί έχουν τόση επιτυχία τα βιβλία με βρικόλακες;» είναι η σωστή ερώτηση, και υπάρχουν πολλές λογικές απαντήσεις. Καταρχήν, ο όρος «βιβλία με βρικόλακες» είναι λίγο παρεξηγημένος στα ’00ς. Ουσιαστικά μιλάμε για ψευδοαστυνομικά ρομάντσα, ή έστω εφηβικών προδιαγραφών περιπέτειες, μπολιασμένες με ροζ ιστορίες και ρομαντικά απωθημένα, γραμμένα από μεσήλικες συνταξιούχους ή νοικοκυρές. Κι ενώ δεν υπάρχει τίποτε μεμπτό στο να είναι κανείς συνταξιούχος ή νοικοκυρά, γεγονός παραμένει ότι οι σειρές βιβλίων που γνωρίζουν επιτυχία σήμερα και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού (τουλάχιστον) γράφονται από γυναίκες που θέλουν να ξεφύγουν από μια βαρετή καθημερινότητα, πλάθοντας ρομαντικές ιστορίες με ανύπαρκτους (κυριολεκτικά, αδύνατον να υπάρξουν) άντρες.
To σύνολο της σύγχρονης βαμπιρολογοτεχνικής παραγωγής βρίσκεται στον αντίποδα του Στόκερ, με τους βρικόλακες (βασικά με τους συγγραφείς) να καταφέρονται με κάθε ευκαιρία ενάντια στον Δράκουλα. Ξεχάστε τα σκόρδα, τους σταυρούς και τον ημερήσιο ύπνο σε φέρετρα και τάφους. Οι βρικόλακες της σύγχρονης λογοτεχνίας κράτησαν τα καλά της φανταστικής ύπαρξής τους και ξεφορτώθηκαν κάθε μειονέκτημα: Περπατούν στο φως της μέρας, μερικοί ακόμα κι όταν καίει ο ήλιος, δεν έχουν πρόβλημα να βολτάρουν σε εκκλησίες, βλέπουν την αντανάκλασή τους σε καθρέφτες, βγαίνουν φωτογραφίες, επιλέγουν να επιβιώνουν πίνοντας το αίμα μόνο ζώων, και φυσικά ερωτεύονται με εφηβικό πάθος και υπεραιωνόβια ένταση αθώες κορασίδες, χωρίς να κάνουν διακρίσεις ανάμεσα σε ανασφαλή κοριτσόπουλα και δυναμικές γυναίκες που δεν σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους.
Αυτή τη στιγμή στα ελληνικά βιβλιοπωλεία θα βρείτε τίτλους όπως Η σημαδεμένη (πρώτο βιβλίο της σειράς «Ο οίκος της νύχτας») των Φ.Κ. Καστ και Κριστίν Καστ (εκδόσεις Μεταίχμιο), με ηρωίδα τη δεκαεξάχρονη Ζόι, που ανακαλύπτει από τη μια μέρα στην άλλη ότι είναι βρικόλακας (και μάλιστα ξεχωριστή, με ειδικές δυνάμεις) και πρέπει, ως αρχάρια, να φοιτήσει στον Οίκο της Νύχτας, ένα οικοτροφείο για πλάσματα σαν και αυτήν. Ή το «Ξύπνημα» (πρώτο βιβλίο της σειράς «Vampire Diaries») της Λ.Τζ. Σμιθ (εκδόσεις Ψυχογιός), που μεταφέρθηκε πέρυσι με μεγάλη επιτυχία στην τηλεόραση, με πρωταγωνιστικό τρίγωνο μια κακομαθημένη έφηβη και τα δύο αδέρφια βρικόλακες που τη διεκδικούν, τον κακό Ντέιμον και τον καλό Στέφαν. Και οι δύο σειρές βιβλίων διαδραματίζονται κυρίως σε σχολεία, γυμνάσια και λύκεια, στο πρότυπο της pop culture icon Βuffy the vampire slayer. Αντίθετα, σε υπερφυσικό χώρο και χρόνο τοποθετεί τους βαμπιρατές του στον Ματοβαμμένο καπετάνιο ο Τζάστιν Σόμπερ (τρίτο βιβλίο της σειράς «Βαμπιρατές» – κυκλοφορούν ακόμη οι «Δαίμονες του ωκεανού» και η «Παλίρροια του τρόμου» εκδόσεις Φανταστικός Kόσμος), με κεντρικούς ήρωες τα δίδυμα Κόνορ και Γκρέις Τέμπεστ.
Φυσικά, η πιο δημοφιλής σειρά βιβλίων με ήρωα έναν βρικόλακα σε ολόκληρο τον πλανήτη είναι αυτή τη στιγμή το Λυκόφως της Στέφανι Μέγιερ (στα ελληνικά κυκλοφορούν η «Νέα Σελήνη», η «Έκλειψη» και η «Χαραυγή», όλα από τις εκδόσεις Ψυχογιός). Ο Έντουαρντ Κάλεν είναι ο άντρας των ονείρων κάθε ρομαντικής ψυχής, ένας αληθινός ιππότης (αν και κομμάτι καταπιεστικός) άλλων εποχών, που δεν δολοφονεί ανθρώπους, διστάζει να αποπλανήσει και έχει σκοπό τον γάμο! Φυσικά, τα βιβλία της Μέγιερ χρωστάνε πολλά αφενός στην ύπαρξη μιας ηρωίδας, της Μπέλα, με την οποία εύκολα ταυτίζεται μεγάλη γκάμα γυναικών, κυρίως εξαιτίας της ανασφάλειάς της στον έρωτα, αφετέρου στην παρουσία του σέξι λυκάνθρωπου κολλητού της Μπέλα, Τζέικομπ, και επιπλέον στη δημιουργία ενός ολόκληρου κόσμου βρικολάκων με ιεραρχία και ειδικές δυνάμεις.
Ως ανάγνωσμα, πάντως σαφώς πιο διασκεδαστική είναι η σειρά της Charlaine Harris με ηρωίδα τη Σούκι Στακχάουζ. Μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά το πέμπτο βιβλίο με τίτλο Κατά συρροή νεκροί από τις εκδόσεις Φανταστικός Κόσμος, ενώ προηγήθηκαν τα «Νεκρός μέχρι να σκοτεινιάσει», «Ζωντανοί νεκροί στο Ντάλας», «Το κλαμπ των νεκρών», «Νεκρός στη λήθη», και έπεται συνέχεια με άλλους πέντε τίτλους! Μπορεί οι ήρωες της Χάρις να ζουν στον αμερικανικό Νότο, αλλά η ίδια έχει πλάσει έναν ολόκληρο κόσμο, ή μάλλον έχει προσθέσει στον δικό μας λυκανθρώπους, μορφοπλάστες, νεράιδες, μαινάδες και κάθε είδους πλάσμα που μπορεί να δανειστεί από την παγκόσμια μυθολογία. Το κόλπο της Χάρις για να εντάξει τους βρικόλακές της στην πραγματικότητα είναι το True Blood (από όπου και πήρε το όνομά του το σίριαλ που ξεπήδησε από τα βιβλία της), η συνθετική ουσία που μοιάζει με αίμα και επιτρέπει στα «βαμπίρια» να φανερωθούν στην ανθρωπότητα και να διεκδικήσουν μια θέση στην κοινωνία, πράγμα που στη συνέχεια φαίνονται έτοιμα να κάνουν και άλλα μαγικά πλάσματα. Πάντως, στην καρδιά του βιβλίου παραμένει, αν όχι το ρομαντικό στοιχείο, η παρουσίαση της κεντρικής ηρωίδας ως σκοτεινού αντικείμενου του πόθου ανάμεσα στον πρώτο της έρωτα, στο βαμπίρ Μπιλ, στον σερίφη της γειτονιάς του, στον σαγηνευτικό βίκινγκ βαμπίρ Έρικ, στον λυκάνθρωπο Αλσίντ, στον μορφοπλάστη Σαμ (που μπορεί να μεταμορφωθεί σε όποιο ζώο θέλει, αλλά προτιμά τον σκύλο)…
Σε αυτό ακριβώς το σημείο είναι που η Χάρις συναντά τη Μέγιερ και τη Σμιθ, και η ερώτηση περί επιτυχίας των βιβλίων τους βρίσκει την απάντησή της: η «ταπεινή» ηρωίδα τους είναι ένα θηλυκό που επιθυμούν όλοι, ένα μήλο της έριδος ανάμεσα σε πολλούς μνηστήρες, νέους, πανέμορφους, ρωμαλέους και άφθαρτους στο πέρασμα του χρόνου. Και ποια γυναίκα δεν το θέλει αυτό; Ακόμη κι αν το τίμημα είναι μερικές γρατζουνιές και δύο σημάδια από δαγκωματιά στον λαιμό. Ή μήπως, ειδικά γι’ αυτό;
Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΚΑΜΒΥΣΗ είναι δημοσιογράφος.