Η διδασκαλία της λογοτεχνίας με τη χρήση των νέων τεχνολογιών είναι επιτακτική ανάγκη. Της Σοφίας Νικολαΐδου*
Ο ηλεκτρονικός υπολογιστής και το διαδίκτυο διαμορφώνουν ένα νέο είδος νεανικής αναγνωστικής κουλτούρας. Σε αυτήν πρωταγωνιστούν η εικόνα, η ταχύτητα, η μείξη και η πολυσυλλεκτικότητα. Ο ρόλος της λογοτεχνίας και της διδασκαλίας της στο νέο αυτό πλαίσιο μένει να προσδιοριστεί. Ένα καινούργιο νοητικό περιβάλλον σχηματίζεται, και η λογοτεχνία δεν μπορεί –και δεν πρέπει– να το αγνοεί (κάτι που ενίοτε συμβαίνει επιδεικτικά σήμερα).
Παρά τις ισχυρές αντιστάσεις του μαθήματος, η χρήση των Τεχνολογιών της Πληροφορίας και της Επικοινωνίας ενδέχεται να αλλάξει τους τρόπους με τους οποίους παράγεται, προσλαμβάνεται –και συνεπώς διδάσκεται– η λογοτεχνία. Η τεχνολογία δεν εισάγει απλώς μια νέα τεχνική διάσταση στην επικοινωνία, όπως συχνά αναφέρεται. Εισάγει μια διαφορετική γλωσσική, κειμενική –και συνεπώς λογοτεχνική– πραγματικότητα. Το υπερκείμενο εγκαινιάζει τη ρητορική της πολυγραμμικότητας, σε αντίθεση με την κλασική αφήγηση. Τα υπερμέσα αναδεικνύουν στοιχεία της μορφής και της δομής του λογοτεχνικού κειμένου, τα οποία έμεναν αφανή στο τυπωμένο βιβλίο. Ακόμα περισσότερο: οι νέες τεχνολογίες εντάσσουν με εμφανέστερο τρόπο τον αναγνώστη στον μηχανισμό της διαμόρφωσης του λογοτεχνικού κειμένου.
Από τη φιλολογική προσέγγιση περνάμε στη δημιουργική γραφή και στην κατασκευή του λογοτεχνικού νοήματος
Η πρόταση για μια καινοτόμο, πιο ουσιαστική και πιο συμμετοχική αξιοποίηση των ΤΠΕ στη διδασκαλία της λογοτεχνίας μεταφέρει το κέντρο βάρους του μαθήματος από την ανασύσταση του γραμματολογικού πλαισίου και τη φιλολογική προσέγγιση του λογοτεχνικού κειμένου στη δημιουργική γραφή. Η αξιοποίηση του επεξεργαστή για λεκτικά και δομικά παίγνια μπορεί να αναδείξει τους τρόπους κατασκευής του λογοτεχνικού νοήματος. Η ισχυρή επικοινωνιακή δυνατότητα της τεχνολογίας, αν χρησιμοποιηθεί στη σχολική τάξη, ενδέχεται να δημιουργήσει μια (εικονική) μαθητική αναγνωστική κοινότητα. Στην περίπτωση αυτή, οι μαθητές εμπλέκονται σε αυθεντικές συνθήκες επικοινωνίας, παράγουν τόσο ως αναγνώστες όσο και ως δοκιμαζόμενοι συγγραφείς γλωσσικό υλικό και επικοινωνούν μεταξύ τους, έξω από τον περιορισμένο σχολικό χώρο και χρόνο, με κοινό αντικείμενο συζήτησης τη λογοτεχνία.
Με μια προϋπόθεση: Αν μετράμε τον σχολικό χρόνο με το χρονόμετρο, τέτοιες προσπάθειες δεν τελεσφορούν. Στην περίπτωση που οι μαθητές εργάζονται ομαδικά, διερευνούν μόνοι τους τις πηγές και παράγουν σκέψη και λόγο δικό τους, ο σχολικός χρόνος που απαιτείται είναι μεγαλύτερος. Η χρήση του σχολικού εργαστηρίου για τη διδασκαλία αντικειμένων διαφορετικών από αυτό της πληροφορικής σημαίνει «απώλεια χρόνου», με τη συμβατική έννοια του όρου. Όμως, ό,τι χάνουμε σε απόλυτους αριθμούς το κερδίζουμε σε εμβάθυνση. Αν δεν χρησιμοποιήσουμε το διαδίκτυο και τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές ως απλό δόλωμα της διδασκαλίας, αλλά ως συγγραφικό εργαλείο, ως τρόπο εισαγωγής των μαθητών στη έρευνα των πηγών και στην παραγωγή λόγου και, κυρίως, ως τρόπο μαθητικής εργασίας και συνεργασίας, θα αξιοποιήσουμε τις δυνατότητες που προσφέρει η τεχνολογία για τη διδασκαλία ενός τόσο σύνθετου διδακτικού αντικειμένου, μια διδασκαλία που αναπτύσσεται στη μεθόριο επιστήμης και τέχνης.
*Η Σ. Νικολαΐδου είναι συγγραφέας. Η μελέτη της «Λογοτεχνία και νέες τεχνολογίες. Από τη θεωρία στη διδακτική πράξη» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.