Μεταφραστές και επιμελητές αποκαλύπτουν τις διαδρομές μέσα από τις οποίες προσέγγισαν τη γλώσσα, το ύφος ή και την οικονομία ενός βιβλίου και μοιράζονται μαζί μας τα μυστικά του εργαστηρίου τους. Φιλοξενούμενος, ο συγγραφέας και μεταφραστής Άκης Παπαντώνης, με αφορμή το μυθιστόρημα του Μιροσλάβ Πένκοφ «Το βουνό των πελαργών», το οποίο κυκλοφορεί από εκδόσεις Αντίποδες.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Εάν η μετάφραση δεν είναι η επιστήμη που διακονείς (εγώ είμαι μοριακός βιολόγος), ούτε είναι ο τρόπος μέσω του οποίου βιοπορίζεσαι (εγώ είμαι μοριακός βιολόγος), ποιoς λόγος μπορεί να υπάρχει ώστε να καταπιαστείς με τη μετάφραση ενός, λιγότερο ή περισσότερο, ξένου σε σένα κειμένου; Νομίζω πως η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι συγγενής με την απάντηση στο γιατί γράφει κανείς· επειδή η (αναγνωστική) αγάπη για ένα κείμενο σε σπρώχνει προς τα εκεί.
Η πρώτη μου γνωριμία με τα γραπτά του Μιροσλάβ Πένκοφ συνέπεσε με την μετακόμισή μου στην Οξφόρδη, όπου και πρωτοδιάβασα το βραβευμένο του διήγημα «Αγοράζοντας τον Λένιν». Αυτή η γλυκόπικρη ιστορία ενός νεαρού Βούλγαρου που μεταναστεύει στο Τέξας προκειμένου να σπουδάσει και του οποίου η επικοινωνία με τον παππού του κρατάει ζωντανή την εικόνα της χώρας στην οποία μεγάλωσε, μου ήταν ιδιαιτέρως οικεία. Το γεγονός αυτό με οδήγησε στο να διαβάσω ολόκληρο το πρώτο βιβλίο του Πένκοφ, τη συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο Ανατολικά της Δύσης. Ο Πένκοφ, εξαιτίας της ακαδημαϊκής του διαδρομής στις Η.Π.Α., γράφει απευθείας στα αγγλικά· η γλώσσα, πάντως, που επιλέγει να χρησιμοποιήσει ο Πένκοφ –και στο δεύτερο βιβλίο του, το μυθιστόρημα Το Βουνό των Πελαργών– είναι εν γένει απλή, ανεπιτήδευτη. Έτσι, από τις πρώτες κιόλας αναγνώσεις, στο μυαλό μου τριγύριζε η ιδέα της μετάφρασης των οκτώ διηγημάτων. Παρόλα αυτά, δεν το επιχείρησα μέχρι αρκετά χρόνια αργότερα, το 2015, οπότε και επέστρεψα στις ιστορίες του Ανατολικά της Δύσης για πολλοστή φορά. Μετέφρασα πρώτα μόνο το «Αγοράζοντας τον Λένιν», το έδειξα στους εκδότες των Αντιπόδων και εκείνοι άμεσα φρόντισαν να εξασφαλίσουν τα δικαιώματα του βιβλίου, με την μετάφραση της συλλογής να ολοκληρώνεται μερικούς μήνες αργότερα.
Τα δύο βιβλία εμφανίζουν εκτενείς συγγένειες, τόσο θεματικά όσο και από πλευράς γλώσσας. Στον πυρήνα και των δύο βρίσκεται ο ίδιος ο συγγραφέας, ή έστω η περσόνα του, η αμφίθυμη δηλαδή στάση ενός ανθρώπου που πατά με το ένα πόδι στη βαλκανική χερσόνησο και με το άλλο στον αμερικανικό νότο· ενός νεαρού φοιτητή που σκέφτεται μεν στα βουλγάρικα, γράφει δε στα αγγλικά· ενός αφηγητή που μεταφράζει το βίωμά του πρώτα για τον εαυτό του και μετά για τον αναγνώστη να το διαβάσει.
Μαζί με τα δικαιώματα του πρώτου βιβλίου, οι Αντίποδες εξασφάλισαν και εκείνα του δεύτερου, του πολυσέλιδου μυθιστορήματος που ο Πένκοφ έγραψε (και) ως μέρος της μαθητείας του με τον Μάικλ Οντάατζε μέσω του προγράμματος Rolex Mentor and Protégé Arts Initiative. Τα δύο βιβλία εμφανίζουν εκτενείς συγγένειες, τόσο θεματικά όσο και από πλευράς γλώσσας. Στον πυρήνα και των δύο βρίσκεται ο ίδιος ο συγγραφέας, ή έστω η περσόνα του, η αμφίθυμη δηλαδή στάση ενός ανθρώπου που πατά με το ένα πόδι στη βαλκανική χερσόνησο και με το άλλο στον αμερικανικό νότο· ενός νεαρού φοιτητή που σκέφτεται μεν στα βουλγάρικα, γράφει δε στα αγγλικά· ενός αφηγητή που μεταφράζει το βίωμά του πρώτα για τον εαυτό του και μετά για τον αναγνώστη να το διαβάσει. Και αυτό είναι το πλέον γοητευτικό στοιχείο των γραπτών του Πένκοφ – συν το ότι, για το ελληνικό κοινό, το βαλκανικό στοιχείο, δοσμένο από μία κάπως διαφορετική σκοπιά, προσφέρει μια (μάλλον) νέα γωνία θέασης των πολιτιστικών και ιστορικών ζυμώσεων στη γειτονιά μας.
Βέβαια, όσο «στρωτή» κι αν είναι η αφήγηση διά χειρός Πένκοφ στα αγγλικά, η απόδοσή της στα ελληνικά δεν είναι απαλλαγμένη δυσκολιών. Είναι σαφές, ειδικά στο Βουνό των Πελαργών, πως ο Πένκοφ γράφει πρωτίστως με το αγγλόφωνο κοινό κατά νου. Συνεπώς, κατά τη μετάφραση, ο μεγαλύτερος πονοκέφαλος αφορούσε το να μην καταφύγει κανείς σε ευκολίες και να αποφύγει τον όποιο εξωτικισμό κάποιων περιγραφών, δίχως να αλλάξει όσα ο συγγραφέας έχει αποφασίσει να βάλει στο χαρτί. Για εμένα ειδικά (ως μοριακό βιολόγο, θυμίζω), η αναμέτρηση με τη μετάφραση ενός μυθιστορήματος των 80.000+ λέξεων αποτέλεσε μια επιπρόσθετη πρόκληση – στο σημείο αυτό, η προσήλωση και η λεπτολογική επιμέλεια εκ μέρους των Αντιπόδων βοήθησε σημαντικά. Στο ισοζύγιο, άλλωστε, «πιστής μετάφρασης» – «καλής μετάφρασης», η λύση βρίσκεται μάλλον στη μέση: μια μετάφραση που δεν αδικεί τις προθέσεις του συγγραφέα, ενώ ταυτόχρονα δεν αδικεί και τη ροή της γλώσσας στην οποία το βιβλίο μεταφράζεται (εν προκειμένω, των ελληνικών). Ο ίδιος ο συγγραφέας ήταν ανοιχτός στην επικοινωνία μαζί μας, παρείχε διευκρινίσεις όταν χρειάστηκε (στην περίπτωση του Ανατολικά της Δύσης), ενώ με το πέρας και των δύο μεταφράσεων φρόντισε να ευχαριστήσει τόσο τους εκδότες όσο και τον μεταφραστή με ένα λιτό, μα συγκινητικό μήνυμα.
Στο ισοζύγιο, άλλωστε, «πιστής μετάφρασης» – «καλής μετάφρασης», η λύση βρίσκεται μάλλον στη μέση: μια μετάφραση που δεν αδικεί τις προθέσεις του συγγραφέα, ενώ ταυτόχρονα δεν αδικεί και τη ροή της γλώσσας στην οποία το βιβλίο μεταφράζεται (εν προκειμένω, των ελληνικών).
Αντί κατακλείδας, θα επιχειρήσω μια διαφορετική αποτίμηση της γραφής του Πένκοφ: της επιρροής που είχαν στα δικά μου γραπτά. Ανακάλυψα εκ των υστέρων, ξαναδιάβαζοντας το Ανατολικά της Δύσης τελευταία φορά πριν ξεκινήσω να το μεταφράζω, πως ο εσωτερικός ρυθμός των φράσεων και η παράδοξη στίξη που είχε επιλέξει ο Πένκοφ για μερικά από τα διηγήματά του είχαν υπόρρητα επηρεάσει τις αφηγηματικές επιλογές στο δικό μου πρώτο βιβλίο. Το ανέφερα αυτό στον συγγραφέα, απαντώντας σε ένα από τα email του, και η συνειδητοποίηση αυτής της σύνδεσης οριστικοποίησε μαλλον και την επιθυμία μου να προσπαθήσω να μεταφράσω το Βουνό των Πελαργών. Εξάλλου, η μετάφραση δεν είναι παρά μια ακόμα μαθητεία στην ανάγνωση, με την επίπροσθετη γεφύρωση της γλώσσας του πρωτότυπου κειμένου με την γλώσσα του αναγνώστη-μεταφραστή.
Info
Ο Άκης Παπαντώνης (Αθήνα, 1978) είναι Επικ. Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας· για το πρώτο του βιβλίο, τη νουβέλα Καρυότυπος (Κίχλη, 2014), τιμήθηκε με το βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Πεζογράφου 2015 του ηλεκτρονικού περιοδικού «Ο Αναγνώστης».