Μεταφραστές και επιμελητές αποκαλύπτουν τις διαδρομές μέσα από τις οποίες προσέγγισαν τη γλώσσα, το ύφος ή και την οικονομία ενός βιβλίου με το οποίο δούλεψαν πρόσφατα και μοιράζονται μαζί μας τα μυστικά του εργαστηρίου τους. Φιλοξενούμενος, ο συγγραφέας και μεταφραστής Κ.Β. Κατσουλάρης με αφορμή τη μετάφραση του μυθιστορήματος Κόκκινοι, του Carl Aderhold, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Στερέωμα.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Η μετάφραση πεζογραφίας, όπως κάθε μετάφραση, είναι υπόθεση αναλογίας, αντιστοίχισης, κατοπτρισμού: πρώτιστα, ανάμεσα σε δύο γλωσσικά συστήματα, στη βασική οργάνωση και δομή τους. Έτσι, σε γλώσσες με κοινή καταγωγή και μεγάλο βάθος πολιτισμικών ανταλλαγών, όπως είναι τα ελληνικά με τα γαλλικά, σημαντικό κομμάτι κάθε μετάφρασης υπακούει σε αυτονόητα γλωσσικά ισοδύναμα. Ο μεταφραστής απλώς τα υπηρετεί.
Σε ένα άλλο επίπεδο, η μετάφραση είναι υπόθεση αναλογίας ανάμεσα σε δυο κόσμους, κατανοώντας πλέον τη γλώσσα όχι μονάχα ως σημειωτικό σύστημα (όρος που την περιγράφει χωρίς να την εξαντλεί), αλλά και ως κοινωνικό και ιστορικό γεγονός: μια δυναμική και διαρκώς εξελισσόμενη πράξη επικοινωνίας ανάμεσα σε ζωντανούς ανθρώπους. Πράξη που, όπως κάθε πράξη, φέρει μαζί της τόσο την πρόδηλη όσο και την άδηλη σημασία της. Κατ’ αυτήν την έννοια, τόσο η δυναμική της γλωσσικής επικοινωνίας όσο και οι «πράξεις» που περιγράφονται (αυτά «που συμβαίνουν» μέσα στο έργο) συνιστούν ένα διπλό αίνιγμα: Καταρχάς στην ίδια τη γλώσσα στην οποία έχει γραφτεί το έργο, στη λεγόμενη «γλώσσα-πηγή», το αίνιγμα ενσαρκώνει την αμφισημία που παράγεται κατά την ανάδυση του νοήματος στις αιχμές ή ρωγμές του κειμένου· στα «δύσκολα σημεία», εκεί όπου άλλοτε αποκρυσταλλώνεται άλλοτε μεταμφιέζεται κι άλλοτε ξεγλιστρά. Γι' αυτό και η κατανόηση ενός λογοτεχνικού κειμένου, ακόμη και στη μητρική μας γλώσσα, είναι πάντοτε μερική· ένα ιδανικό, που δεν μπορεί να κατακτηθεί πλήρως και ουδείς μπορεί να μας το εγγυηθεί εκ των προτέρων.
Η κατανόηση ενός λογοτεχνικού κειμένου, ακόμη και στη μητρική μας γλώσσα, είναι πάντοτε μερική· ένα ιδανικό, που ποτέ δεν μπορεί να επιτευχθεί πλήρως.
Σε αυτό το αρχικό αίνιγμα, το αίνιγμα της λογοτεχνικής γλώσσας καθεαυτήν, που φέρνει στην επιφάνεια το σκανδαλώδες πρόβλημα της ανάγνωσης και κατανόησης του κειμένου, προστίθεται ένα δεύτερο: το αίνιγμα του ίδιου του μεταφραστή, της δικής του συμμετοχής ως ενεργού υποκειμένου στη διαδικασία της νοηματοδότησης. Από αυτήν την άποψη, δεν προκαλεί έκπληξη ότι συχνά, συχνότατα, οι μεγαλύτερες αστοχίες μιας μετάφρασης, όταν έχουμε να κάνουμε με επαρκείς μεταφραστές, παράγονται από επιπόλαιες βεβαιότητες, από παρεννοήσεις δηλαδή, που προκύπτουν κατά την ανάγνωση: «συμπτώματα», θα έλεγε κανείς, παραδρομές, παραναγνώσεις ή εμμονές.
Ύφος και νόημα: μια σχέση έλξης
Ξεκίνησα αυτές τις σκέψεις για τη μετάφραση λογοτεχνικών έργων (εν προκειμένω: πεζογραφίας) κοιτώντας μονομερώς προς την πλευρά της ανάγνωσης επειδή αυτή είναι η πιο υποτιμημένη. Αλλά κι επειδή προηγείται χρονικά. Με απλά λόγια, αν κανείς περάσει ξυστά από το νόημα μιας φράσης, μιας παραγράφου ή και μιας «ατάκας», καθώς διαβάζει στο πρωτότυπο, όλη η δουλειά που έπεται θα φέρει πάνω της το σημάδι αυτής της αστοχίας. Κι άρα, πριν καν ξεκινήσει, η μετάφραση είναι ένα αναγνωστικό στοίχημα, έκφραση μιας αγωνίας να διαβάσεις σωστά και σε βάθος, με ανοιχτούς ορίζοντες· να πλευροκοπήσεις ένα κείμενο, να το «ρωτήσεις» να σου αποκαλύψει τα μυστικά του. Μόνο που αυτή η βαθύτερη ανάγνωση στην οποία στοχεύει ο μεταφραστής δεν είναι μια εξωτερική περιδιάβαση στο σώμα ενός κειμένου· είναι σύμφυτη με την πράξη της μετάφρασης, παιδί της ανάγκης για κατανόηση, όχι για αισθητική απόλαυση· εμπεριέχει την αγωνία για αναζήτηση, και στη συνέχεια τη διάσωση, του νοήματος. Το θέμα είναι ότι, στην περίπτωση της λογοτεχνίας –κι εδώ τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο περίπλοκα κι ενδιαφέροντα–, είναι αδύνατον να διασωθεί ένα νόημα (το «περιεχόμενο», το σημαινόμενο), χωρίς να διασωθεί, κατ' αναλογία ξανά, και η μορφή που το περιέχει (η «φόρμα», το σημαίνον), όλα αυτά δηλαδή που συνήθως συμπαρασύρονται από τον όρο «ύφος».
Αλλά, τι πραγματικά είναι το «ύφος»; Αποφεύγοντας τον πειρασμό και συνάμα την παγίδα ενός ορισμού, ας αρκεστούμε σε έναν υπαινιγμό: το ύφος, κι άρα αυτό που οφείλεται, στο μέτρο του δυνατού, να μην «χαθεί στη μετάφραση», είναι ο ιδιαίτερος εκφραστικός τρόπος με τον οποίο ένας συγγραφέας νοηματοδοτεί τον κειμενικό κόσμο του. Ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο βάζει τις λέξεις του να ανασκάπτουν, κάτω από την ίδια τους την επιφάνεια, τη βαθύτερη σημασία των πραγμάτων. Να γιατί η μετάφραση, μιλώντας για κείμενα με λογοτεχνικές αξιώσεις, δεν είναι ποτέ μια μονόδρομη διαδικασία. Και να γιατί, εν τέλει, δεν επιτυγχάνει ποτέ πλήρως τον σκοπό της: Κανένα νόημα δεν βγαίνει αλώβητο στο πέρασμά του από μια γλώσσα σε μια άλλη, όπως κανένα «πράγμα» δεν διασώζεται πλήρως γινόμενο λέξη.
Το μυστήριο της αγάπης
Γιατί μεταφράζω καλύτερα τα βιβλία που μου αρέσουν περισσότερο; Τι είναι αυτό που με κάνει «βαθύτερο» εκεί όπου απολαμβάνω πιο πολύ; Το ερώτημα φαντάζει εύκολο, αλλά δεν είναι, αφού –και πάλι– με εμπλέκει, εμένα τον μεταφραστή, ως υποκείμενο στην πράξη της μετάφρασης, με παρόμοιο τρόπο με τον οποίο εμπλέκομαι και ως συγγραφέας στην πράξη της γραφής. «Όπου αγαπάς μην πας», λέει ένα τραγουδάκι: το ακριβώς αντίθετο ισχύει στη μετάφραση. Ιδανικά, θα έπρεπε να πηγαίνεις μόνο εκεί όπου αγαπάς. Η δύναμη αυτής της αγάπης –και συνάμα, το μυστήριό της– είναι στην περίπτωση της μετάφρασης τόσο μεγάλη, που έχουμε δει εξαιρετικές μεταφράσεις να προκύπτουν από μεταφραστές που είχαν μικρή, ακόμη και ελάχιστη, εποπτεία της «γλώσσας-πηγής», χάρη στην παθιασμένη τους θέληση να μεταφέρουν στη γλώσσα τους ένα έργο με το οποίο, διαισθητικά σχεδόν, αισθάνονταν συγγένεια ή ταύτιση. Το αντίστροφο, βέβαια, δεν συμβαίνει: Ουδέποτε κάποιος με ελλιπή γνώση και ενσυναίσθηση της «γλώσσας-στόχου» κατάφερε να παραδώσει αξιόλογη μετάφραση. Είναι ευνόητο: η πράξη της μετάφρασης προϋποθέτει μεν τον διεισδυτικό αναγνώστη αλλά πραγματώνεται από τον χαρισματικό γραφιά.
«Κόκκινοι» μέχρι το μεδούλι
Διαβάζοντας το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Carl Aderhold με τον τίτλο Rouge αισθάνθηκα εκείνο το γλυκό συναίσθημα της affinité, της εκλεκτικής συγγένειας που συνδέει ανθρώπους από διαφορετικές χώρες ή κι εποχές, και που συνιστά από μόνο του ένα παράδοξο αλλά και μια ευτυχία. Μπορούμε, πράγματι, να συναισθανθούμε βαθιά και ειλικρινά έναν άνθρωπο που ουδέποτε γνωρίσαμε· κι ας έχει μεγαλώσει μέσα σε μια άλλη γλώσσα, σε μια άλλη χώρα, σε διαφορετικό κοινωνικό περιβάλλον από εμάς. Είναι λες και με κάποιους ανθρώπους έχουμε κοινό το υπόστρωμα της λύπης, τα βάσανά μας μοιάζουν, οι λαχτάρες μας επίσης· τα υλικά με τα οποία χτίζουμε τον κόσμο μας, ώστε να εναποθέσουμε μέσα του ό,τι πιο ακριβό έχουμε, είναι αναγνωρίσιμα: είμαστε από την ίδια στόφα.
Μια από τις προκλήσεις, λοιπόν, αυτής της μετάφρασης ήταν να μεταφερθεί πειστικά, με τρόπο αβίαστο και φυσικό, το κλίμα και το αίσθημα της εποχής όπου διαδραματίζεται το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου, που είναι η Γαλλία των δεκαετιών του εξήντα και του εβδομήντα. Έπρεπε ο έλληνας αναγνώστης να αισθάνεται οικειότητα με τον κόσμο που ανασυνθέτει ο συγγραφέας, διότι, παρ’ όλες τις διαφορές, οι ομοιότητες με την ελληνική εμπειρία, κατά την ίδια περίοδο, είναι σημαντικές. Ειδικότερα όσοι μεγάλωσαν μέσα σε οικογένειες κομμουνιστών και καλλιτεχνών, ή σε οικογένειες κομμουνιστών καλλιτεχνών όπως του ήρωα, θα εισπράξουν άμεσα αυτή τη συνάφεια. Αλλά και οι υπόλοιποι, που γαλουχηθήκαμε μες στην ίδια έντονα πολιτικοποιημένη και κοινωνικά φορτισμένη ατμόσφαιρα, σε έναν κόσμο διχασμένο ανάμεσα στα δύο μεγάλα «μπλοκ», στον κόσμο του Ψυχρού Πολέμου, εύκολα ταυτιζόμαστε με τις δυσκολίες του ήρωα, καθώς πασχίζει να «ταιριάξει» σε ένα περιβάλλον στο οποίο υπήρξε παράταιρος.
Προσπάθησα να μείνω πιστός στο γράμμα και στο πνεύμα του συγγραφέα, θυσιάζοντας κάτι από το πρώτο όσες φορές κινδύνευε το δεύτερο.
Εν τέλει, το Κόκκινοι, πέρα από μια ιστορία για το άχθος της πατρικής και οικογενειακής κληρονομιάς, είναι κι ένα μυθιστόρημα για το πώς είναι να μεγαλώνει κανείς ως «ξένο σώμα». Αφορά τη συνειδητοποίηση και τη διαχείριση αυτής της κληρονομιάς, που είναι ταυτόχρονα ατομική και συλλογική. Για τον ήρωα, τον νεαρό Καρλ, το βάρος αυτό μοιραζόταν στη διπλή του «ταυτότητα»: στη Γερμανική του καταγωγή, σε μια εχθρική προς τους «γερμαναράδες» μετακατοχική Γαλλία, και στην επιβεβλημένη πίστη του στο Κόμμα, την οποία όφειλε διαρκώς να αποδεικνύει, για να κερδίσει την πατρική αποδοχή και αγάπη, χωρίς ποτέ να τα καταφέρνει. Διπλά ξένος, σε μια εποχή μεγάλων αλλαγών, που έφερε τη Γαλλία από τα «γεγονότα» του Πολέμου της Αλγερίας στον Μάη του ΄68, κι από τον Πομπιντού, τον Ζισκάρ και τον Μιτεράν στα χρόνια της κατάρρευσης-ντόμινο των Ανατολικών Καθεστώτων, που πυροδότησε, ακαριαία, και την κατάρρευση, σωματική και ηθική, του πατέρα.
Από τεχνικής άποψης προσπάθησα να μείνω πιστός στο γράμμα και στο πνεύμα του συγγραφέα, θυσιάζοντας κάτι από το πρώτο όσες φορές κινδύνευε το δεύτερο. Περιόρισα τις υποσημειώσεις στις ελάχιστες δυνατές, δυο τρεις συνολικά, μια και, στην πεζογραφία, τις θεωρώ ένδειξη αδυναμίας (ή και επιδειξιμανίας) του μεταφραστή – εκτός εξαιρέσεων που το έργο το απαιτεί και οι χωνεμένες λύσεις δεν επαρκούν. Καθώς το διάβαζα και το ξαναδιάβαζα, στα πολλά «χέρια» που απαιτεί αυτή η δουλειά, έπιασα τον εαυτό μου να συγκινείται, ακόμη και να ταυτίζεται με τον ήρωα-αφηγητή· να μην θέλει να τον εγκαταλείψει. Ευτυχώς, η εκδοτική πραγματικότητα επεμβαίνει αμείλικτη: η δουλειά πρέπει να παραδοθεί. Η διαδικασία της μετάφρασης, πάντοτε ατελής κι ατελείωτη, όπως κάθε διαδικασία γραφής, εξ ανάγκης ολοκληρώνεται. Κι έτσι, με αυτό τον μικρό «θάνατο», ένα βιβλίο γεννιέται. Στο εξής τον λόγο, κυριολεκτικά και μεταφορικά, έχει ο αναγνώστης.
* Tην Τετάρτη, 31 Μαΐου, στις 19.30, στο βιβλιοπωλείο Πλειάδες, θα γίνει εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου. Θα μιλήσουν οι Ηλίας Κανέλλης, Κ.Β. Κατσουλάρης, Κατερίνα Σχινά, Παύλος Τσίμας.