Μεταφραστές και επιμελητές αποκαλύπτουν τις διαδρομές μέσα από τις οποίες προσέγγισαν τη γλώσσα, το ύφος ή και την οικονομία ενός βιβλίου με το οποίο δούλεψαν πρόσφατα και μοιράζονται μαζί μας τα μυστικά του εργαστηρίου τους. Φιλοξενούμενος ο συγγραφέας και μεταφραστής Γιώργος Λαμπράκος με αφορμή την μετάφραση του βιβλίου του E.M. Forster Η μηχανή σταματά (εκδ. Οκτώ).
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Η πορεία του μεταφραστή στη ναρκοθετημένη ζώνη της γλώσσας είναι μια επικίνδυνη όσο και σαγηνευτική επιχείρηση που, ακόμα κι αν στεφθεί από επιτυχία, θα καταλήξει οπωσδήποτε σε απώλειες. Το πεδίο μάχης της μετάφρασης είναι σπαρμένο από νάρκες νοηματικές, υφολογικές, μορφικές, πραγματολογικές, συντακτικές, γραμματικές, ορθογραφικές κ.ά. Ο πόλεμος του μεταφραστή διεξάγεται αφενός στο εχθρικό έδαφος της ξένης γλώσσας, αφετέρου στο επίσης εχθρικό έδαφος της μητρικής του. Αν όλα πάνε καλά (και ύστερα από αρκετές κακουχίες) ο μεταφραστής θα καρφώσει πάνω στο μετάφρασμά του το λάβαρο της κατάκτησης του πρωτοτύπου. Πάνω σε αυτό το λάβαρο, ωστόσο, θα είναι παραδόξως αποτυπωμένη η αδυναμία διασφάλισης της ολοκληρωτικής κατοχής αυτού του πρωτοτύπου.
παραφράζοντας τον τίτλο ενός βιβλίου του Χάντκε, υπάρχει η αγωνία του μεταφραστή μπροστά στο πρωτότυπο. Όταν ο μεταφραστής πρωταρχίζει να μεταφράζει, κολλάει στο πρωτότυπο, στο κείμενο-πηγή: η αγωνία του βρίσκεται στα ύψη, συχνά μάλιστα τον παραλύει. Όταν γίνει «επαγγελματίας», κολλάει πλέον στο μετάφρασμα, στο κείμενο-στόχος: η αγωνία του μπροστά στο πρωτότυπο έχει μειωθεί αισθητά.
Την περίφημη διαμάχη «πιστή (μα όχι όμορφη) μετάφραση έναντι όμορφης (μα όχι πιστής) μετάφρασης» θα την αναδιατύπωνα λοιπόν με τους εξής όρους. Καταρχάς, και παραφράζοντας τον τίτλο ενός βιβλίου του Χάντκε, υπάρχει η αγωνία του μεταφραστή μπροστά στο πρωτότυπο. Όταν ο μεταφραστής πρωταρχίζει να μεταφράζει, κολλάει στο πρωτότυπο, στο κείμενο-πηγή: η αγωνία του βρίσκεται στα ύψη, συχνά μάλιστα τον παραλύει. Όταν γίνει «επαγγελματίας», κολλάει πλέον στο μετάφρασμα, στο κείμενο-στόχος: η αγωνία του μπροστά στο πρωτότυπο έχει μειωθεί αισθητά. Η ουσία έγκειται στο να μη χάσει ποτέ την αγωνία του (ακούγεται ολίγον σαδιστικό, αλλά δεν γίνεται αλλιώς): να μπορεί να ισορροπεί ανάμεσα στην πηγή και στον στόχο, να βρίσκει τη χρυσή τομή όπου, χωρίς να προδίδει το πρωτότυπο, να μη «φορά τσαρούχια» στο μετάφρασμα. Σε κάθε περίπτωση, και σε αντίθεση με τον συγγραφέα, που έχει δικαίωμα να γράφει κυριολεκτικά ό,τι του καπνίζει, ο μεταφραστής απαγορεύεται να μεταφράζει ό,τι θέλει. Εξού και η μετάφραση, ιδίως σημαντικών λογοτεχνικών κειμένων, είναι συχνά δυσκολότερη από τη γραφή.
Κατά την πολύχρονη ενασχόλησή μου με το θέμα της συνεξέλιξης ανθρώπων και μηχανών, ενασχόληση που έχει αποφέρει μέχρι στιγμής κάποια σχετικά βιβλία (Αναμνήσεις από το ρετιρέ, Ψηφιακός Νάρκισσος, ένα συναφές μυθιστόρημα που ετοιμάζεται, καθώς και τη μονογραφία «Τέταρτον από της αληθείας: το σώμα στο κυβερνοπάνκ», στον τόμο Μεταμοντέρνο σώμα) και μπόλικα άρθρα, συνάντησα διάφορα κείμενα, λογοτεχνικά και θεωρητικά, τα οποία μπήκα στον πειρασμό να μεταφράσω. Ο εν λόγω πειρασμός έγινε πραγματικότητα, μεταξύ άλλων κειμένων, με τη νουβέλα του Άγγλου πεζογράφου Ε.Μ. Φόρστερ Η Μηχανή σταματά (εκδ. Οκτώ, 2016, σε επιμέλεια Χριστίνας Τούτουνα και Αλέξανδρου Μανωλάκη). Όταν την πρωτοδιάβασα, δεν πίστευα στα μάτια μου: είχα πέσει πάνω σε ένα από τα σημαντικότερα φουτουριστικά πεζογραφήματα του 20ού αιώνα, και μάλιστα γραμμένο όχι από κάποιον συνήθη ύποπτο της επιστημονικής φαντασίας, αλλά από έναν θιασώτη του κοινωνικού και ψυχολογικού ρεαλισμού. Ο Φόρστερ, με τον οποίο ασχολούμαι για πρώτη φορά από μεταφραστική άποψη, οραματίστηκε με ανατριχιαστική ακρίβεια το μέλλον και το κατέγραψε σε μια μοναδική νουβέλα· ύστερα συνέχισε να γράφει τα πιο κλασικού τύπου βιβλία που έγραφε και πριν.
Η νουβέλα έχει μεν ξαναμεταφραστεί στα ελληνικά (δύο φορές, αν δεν κάνω λάθος), αλλά μια μετάφραση σε διαφορετική χρονική στιγμή μπορεί να οδηγήσει σε αρκετά διαφορετικές επιλογές. Η πρόκληση ήταν λοιπόν να μεταφέρω γλωσσικά, πάνω από έναν αιώνα μετά, το όραμα του Φόρστερ για έναν χρονικά απροσδιόριστο μελλοντικό κόσμο στον οποίο η τεχνολογία έχει αλλάξει άρδην τον ανθρώπινο βίο.
Η νουβέλα Η Μηχανή σταματά πρωτοδημοσιεύτηκε το 1909. Παρότι σε γενικές γραμμές δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες στη μετάφρασή της, ενέχει κάτι που το συναντούμε και σε άλλα φουτουριστικά έργα: νέες έννοιες και ευφάνταστες εικόνες, πλασμένες ειδικά για να εκφράσουν το μέλλον έτσι όπως το έβλεπε ο δημιουργός τη στιγμή της γραφής. Η νουβέλα έχει μεν ξαναμεταφραστεί στα ελληνικά (δύο φορές, αν δεν κάνω λάθος), αλλά μια μετάφραση σε διαφορετική χρονική στιγμή μπορεί να οδηγήσει σε αρκετά διαφορετικές επιλογές. Η πρόκληση ήταν λοιπόν να μεταφέρω γλωσσικά, πάνω από έναν αιώνα μετά, το όραμα του Φόρστερ για έναν χρονικά απροσδιόριστο μελλοντικό κόσμο στον οποίο η τεχνολογία έχει αλλάξει άρδην τον ανθρώπινο βίο. Πρόκειται για τη συναρπαστική ιστορία της καθηγήτριας μουσικής Βάστι και του εξεγερμένου γιου της, Κούνο, οι οποίοι πασχίζουν να επικοινωνήσουν, να λύσουν τις παλιές τους διαφορές και να αντιμετωπίσουν από κοινού το σταμάτημα της υπερεξελιγμένης, παντοδύναμης Μηχανής στην οποία κατοικούν. Ο Φόρστερ κατόρθωσε, αφενός να αφηγηθεί μια άκρως συγκινητική ιστορία, αφετέρου να προβλέψει τεχνοεπιστημονικές εξελίξεις που έχουν μεταμορφώσει τη ζωή μας σήμερα, όπως το Email, το Skype και το Facebook, δείχνοντας με ποιους τρόπους τα νέα μέσα εντείνουν την ανθρώπινη επικοινωνία καθιστώντας την πιο γρήγορη μα συχνά και, για τον ίδιο ακριβώς λόγο, πιο επιφανειακή. Στο επίμετρό μου, που συνοδεύει την έκδοση, αναλύω περαιτέρω τις πολλαπλές όψεις και σημασίες του έργου.
Θυμάμαι έναν καθηγητή μου στο Ε.ΚΕ.ΜΕ.Λ., ο οποίος υποστήριζε (ορθά, όπως διαπιστώνω μία δεκαετία μετά) πως 5-10 λάθη σε κάποιο βιβλίο που θα μεταφράσουμε δεν έχουν τόσο μεγάλη σημασία: το βασικό είναι να αποδοθεί αποτελεσματικά, να μη διαστρεβλωθεί, το ύφος του συγγραφέα και ο ρυθμός του κειμένου.
Τις τελευταίες τρεις με τέσσερις δεκαετίες έχει υπάρξει εκπληκτική άνθιση των καλών μεταφράσεων, και δη σε όλα τα είδη του λόγου. Με την αρωγή του διαδικτύου, που προσφέρει τα απαραίτητα πληροφοριακά στοιχεία και λεξικά για την υλοποίηση μιας ακριβέστερης μετάφρασης (ειδικά από αυτή την άποψη, οι περισσότερες παλιές μεταφράσεις είναι δυστυχώς για πέταμα: εξού τα παλαιοβιβλιοπωλεία πνίγονται από τέτοιες), οι μεταφραστές έχουν επιδείξει ως επί το πλείστον γνώση και ικανότητα, ενώ και η βοήθεια των επιμελητών και των διορθωτών είναι συνήθως ανεκτίμητη. Λάθη πάντα θα γίνονται: μια ενδελεχής εξέταση των μεταφρασμάτων, ακόμα κι αυτών που έχουν πραγματοποιήσει οι κορυφαίοι Έλληνες μεταφραστές, θα φανέρωνε διάφορα παραπτώματα, έως και κακουργήματα. Κάτι τέτοιο πάντως, όπως τόνισα χρησιμοποιώντας τη μεταφορά του ναρκοπέδιου, είναι αναπόφευκτο. Θυμάμαι έναν καθηγητή μου στο Ε.ΚΕ.ΜΕ.Λ., ο οποίος υποστήριζε (ορθά, όπως διαπιστώνω μία δεκαετία μετά) πως 5-10 λάθη σε κάποιο βιβλίο που θα μεταφράσουμε δεν έχουν τόσο μεγάλη σημασία: το βασικό είναι να αποδοθεί αποτελεσματικά, να μη διαστρεβλωθεί, το ύφος του συγγραφέα και ο ρυθμός του κειμένου. Στους δύο αυτούς στόχους θα πρόσθετα και τη μέριμνα για τα πραγματολογικά στοιχεία. Οπότε, ιδού η Ρόδος, ιδού και το μετάφρασμα.
Info
Ο Γιώργος Λαμπράκος γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε χρηματοοικονομικά στο Πανεπιστήμιο Πειραιά, φιλοσοφία των επιστημών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, μετάφραση από την αγγλική και τη γερμανική γλώσσα στο ΕΚΕΜΕΛ. Έχει μεταφράσει μεταξύ άλλων John Gray, Umberto Eco, Adam Phillips, Joseph Conrad, John Sutherland, Martha C. Nussbaum και George Steiner.