Μεταφραστές και επιμελητές αποκαλύπτουν τις διαδρομές μέσα από τις οποίες προσέγγισαν τη γλώσσα, το ύφος ή και την οικονομία ενός βιβλίου με το οποίο δούλεψαν πρόσφατα και μοιράζονται μαζί μας τα μυστικά του εργαστηρίου τους. Φιλοξενούμενος, ο μεταφραστής Απόστολος Στραγαλινός με αφορμή τη μετάφραση του μυθιστορήματος του Franz Hessel Απόκρυφο Βερολίνο, το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Όταν στα μέσα της δεκαετίας του 1990, κατά τη διάρκεια των σπουδών μου, βρέθηκα στην Konstanz της Νότιας Γερμανίας με σκοπό την ολοκλήρωση της συγγραφής της διπλωματικής μου εργασίας με θέμα τη συγκριτική μετάφραση του «παλιού» και του «νέου» Βέρθερου, των έργων, δηλαδή, του Γκαίτε Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου και του Πλέντσντορφ Η σύντομη ζωή του νεαρού Έντγκαρ, διαπνεόμουν από την ακατανίκητη εσωτερική ανάγκη να δράσω έξω από τα καθιερωμένα, να σταματήσω τον χρόνο στην εποχή του Sturm und Drang, να εντρυφήσω στα γερμανικά γράμματα των τελευταίων 250 ετών, να γίνω ένα με τον γερμανικό πολιτισμό.
Άγνωστοι ή λησμονημένοι, απαξιωμένοι ή συκοφαντημένοι, επισκιασμένοι ή εξαφανισμένοι, κλασικοί και διάττοντες αστέρες της γερμανικής λογοτεχνίας έβρισκαν άσυλο στη βιβλιοθήκη μου, μέχρι που το 2014 πήρα την απόφαση να κόψω τις αλυσίδες του τεχνοκράτη-σκλάβου και να αφοσιωθώ αποκλειστικά σ’ αυτό που με συγκινεί και με συνέχει.
Όπως συμβαίνει συνήθως, η ζωή τα έφερε αλλιώς. Σύντομα διαπίστωσα πως, με τον ρομαντισμό του Novalis και του Herder, οι επαγγελματικοί ορίζοντες είναι πολύ περιορισμένοι για τα ανήσυχα πνεύματα μιας αντιποιητικής εποχής. Συνεπεία τούτου, επέλεξα μια πιο σώφρονα και πεζή «καριέρα». Εντούτοις, όλα αυτά τα χρόνια της «ρεαλιστικής επιλογής», αντίδοτο και μυστικό μου καταφύγιο υπήρξε η βιβλιοφαγία σε βαθμό νευρασθένειας: για την ψυχική μου ισορροπία, όσο οξύμωρο και αν ακούγεται αυτό, τη φυγή από την πραγματικότητα, τη σύνδεση με τον χώρο και τον χρόνο που έγραφαν και τοποθετούσαν τις ιστορίες τους τα σπινθηροβόλα πνεύματα. Άγνωστοι ή λησμονημένοι, απαξιωμένοι ή συκοφαντημένοι, επισκιασμένοι ή εξαφανισμένοι, κλασικοί και διάττοντες αστέρες της γερμανικής λογοτεχνίας έβρισκαν άσυλο στη βιβλιοθήκη μου, μέχρι που το 2014 πήρα την απόφαση να κόψω τις αλυσίδες του τεχνοκράτη-σκλάβου και να αφοσιωθώ αποκλειστικά σ’ αυτό που με συγκινεί και με συνέχει. Ο κύκλος έκλεισε. Ξανά στην αφετηρία. Χρειάστηκε βέβαια η αλάνθαστη διαίσθηση της εκδότριας Μάγγης Μίνογλου προκειμένου να εγκαινιαστεί η άριστη συνεργασία μου με τις εκδόσεις Κριτική και μέσω αυτής να μου εμπιστευθεί τη μετάφραση έργων που αξίζουν να διαβαστούν επιτέλους και από το ελληνικό αναγνωστικό κοινό.
Πρότεινα το Απόκρυφο Βερολίνο ως ένα από τα βιβλία που με συγκλόνισαν, έργο αγνώστου στην Ελλάδα γερμανού συγγραφέα, το οποίο ήθελα να φτάσει στα χέρια των αναγνωστών, αφενός για να αισθανθούν τη μυσταγωγία της ανακάλυψης ενός λογοτεχνικού διαμαντιού και αφετέρου για να ξαναζωντανέψω –τι τεράστια ευθύνη– και να συστήσω στους έλληνες βιβλιόφιλους ακόμα μια σημαντική συγγραφική πένα. Ο Φραντς Χέσσελ υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους γερμανούς συγγραφείς του μεσοπολέμου, ένας μαιτρ των χαμηλών τόνων, μεταφραστής, ποιητής, χρονικογράφος και φλανέρ της γερμανικής πρωτεύουσας κατά την ταραχώδη δεκαετία του 1920. Επιστήθιος φίλος του Βάλτερ Μπένγιαμιν, μνημονεύεται σχεδόν αποκλειστικά για το γεγονός ότι το έπος της Νουβέλ Βαγκ, Ζυλ και Ζιμ (Jules et Jim) του Φρανσουά Τρυφώ (1962), βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Ανρί-Πιερ Ροσέ (1953), εξιστορεί την προσωπική του βιογραφία, το ερωτικό τρίγωνο Ροσέ, Φραντς Χέσσελ, Έλεν Γκρουντ, την οποία υποδύεται η Ζαν Μορώ. Πέθανε αυτοεξόριστος στο Sanary-sur-Mer της νότιας Γαλλίας, έχοντας καταφύγει εκεί το 1941 μαζί με την οικογένειά του και πολλούς άλλους γερμανόφωνους συγγραφείς (Μπέρτχολντ Μπρεχτ, Χάινριχ και Τόμας Μαν, Γιόζεφ Ροτ, Στέφαν Τσβάιγκ) για να γλυτώσει από τους ναζί. Όπως αναρίθμητοι συγγραφείς, μποέμ καλλιτέχνες και λογοτέχνες της εποχής, ο Χέσσελ κινήθηκε από νωρίς στον άξονα Βερολίνου, Μονάχου και Παρισιού. Με το Απόκρυφο Βερολίνο πρώτος απ’ όλους μετέδωσε στις επόμενες γενιές ανεξίτηλα και αυθεντικά το αποτύπωμα, την εικόνα, τη μυρωδιά της βερολινέζικης –και σε άλλα έργα του, παριζιάνικης– καθημερινής ζωής.
Στο Απόκρυφο Βερολίνο ο αναγνώστης γίνεται μάρτυρας ενός άλλου, παράλληλου, μυστικού, καλά κρυμμένου, σχεδόν αόρατου Βερολίνου, αποκωδικοποιεί το πορτρέτο μιας εποχής των άκρων, μιας εποχής που βρίσκεται στο μεταίχμιο, γκρίζας και υγρής, ταραγμένης και ηδονιστικής, αφουγκράζεται τον απόηχο της αριστοκρατίας που χάνεται και τις περιπέτειες κύκλων της αστικής τάξης και περιφερόμενων μποέμ στοιχείων με φόντο τα νυχτερινά καμπαρέ, τα σκοτεινά περάσματα, τα κανάλια με τις τοξωτές γέφυρες, τους πολυσύχναστους δρόμους.
Το βιβλίο αποτελείται από δεκατρία κεφάλαια-σκηνές, στιγμιότυπα ενός εικοσιτετραώρου στο Βερολίνο του 1924. Ο αναγνώστης θα βρει πολλά κοινά με τη σημερινή ελληνική κρίση. Ο τόπος στον οποίο εξελίσσεται η ιστορία είναι η πρωτεύουσα της Γερμανίας στα μέσα της περιόδου της σαθρής δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Η χώρα οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια στην εθνικοσοσιαλιστική εκτροπή, απότοκη της Συνθήκης των Βερσαλλιών, η οποία στραγγάλισε κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά την ηττημένη Γερμανία. Ωστόσο, το βιβλίο δεν στέκεται σ’ αυτή την αποπνικτική πραγματικότητα, παρότι δεν την αποσιωπά, ούτε την προσπερνά. Στο Απόκρυφο Βερολίνο ο αναγνώστης γίνεται μάρτυρας ενός άλλου, παράλληλου, μυστικού, καλά κρυμμένου, σχεδόν αόρατου Βερολίνου, αποκωδικοποιεί το πορτρέτο μιας εποχής των άκρων, μιας εποχής που βρίσκεται στο μεταίχμιο, γκρίζας και υγρής, ταραγμένης και ηδονιστικής, αφουγκράζεται τον απόηχο της αριστοκρατίας που χάνεται και τις περιπέτειες κύκλων της αστικής τάξης και περιφερόμενων μποέμ στοιχείων με φόντο τα νυχτερινά καμπαρέ, τα σκοτεινά περάσματα, τα κανάλια με τις τοξωτές γέφυρες, τους πολυσύχναστους δρόμους, τα γεμάτα υποσχέσεις αρωματισμένα μπουντουάρ, τους επιτήδειους λιμοκοντόρους, τις ορδές των ανέργων, τους καλλιτέχνες, τα εκκολαπτόμενα ταλέντα, τους αδέξιους εραστές, τους ονειροπόλους τυχοδιώκτες, επισκέπτεται μια ευρωπαϊκή μητρόπολη των roaring 20’s, ζωντανή, φορτισμένη, σε συνεχή κίνηση και ένταση, με ξεναγό τον Χέσσελ.
Το λυρικό αριστούργημα του 1927 περιλάμβανε αρκετές νοηματικές, λεξιλογικές και πραγματολογικές δυσκολίες, καθώς υφαίνεται σε ένα εξαιρετικά συγκεκριμένο χρονικό, χωροταξικό και γλωσσικό πλαίσιο. Εικόνες, μεταφορές, παραπομπές και λεπτοί υπαινιγμοί σε προσφιλή ή μη του συγγραφέως πρόσωπα, σε επώνυμους ή κοινωνικοπολιτικά γεγονότα της εποχής, ιδιωματισμοί, εκφράσεις αργκό ή της –τότε– «μόδας» καθιστούν τη μετάφραση του έργου συνεχή πρόκληση και απαιτούν από τον μεταφραστή όχι μόνο εγρήγορση, ακρίβεια και το σύνολο της συγκέντρωσής του, αλλά και προσόντα ακροβάτη που αναμετριέται αδιάλειπτα με τον εαυτό του, το μέτρο και τους φυσικούς νόμους. Όταν λοιπόν ο μεταφραστής επιλέγει να περπατήσει σε τεντωμένο σκοινί, πρέπει να το κάνει με επιδεξιότητα και πίστη, καθώς από κάτω χάσκει κενό χωρίς το δίχτυ προστασίας παλαιότερων μεταφράσεων ή άλλων μεταφρασμένων κειμένων του συγγραφέα. Το πώς θα φτάσει στην άλλη άκρη και πώς θα ολοκληρώσει ο μεταφραστής-ζογκλέρ το νούμερό του είναι δική του υπόθεση και συναρτάται με τη στάση του απέναντι στο πρωτότυπο και τη γενικότερη φιλοσοφία του.
Αν βρεθώ αντιμέτωπος με κάποια παγίδα ή αδιέξοδο, θα σταθώ εκεί όσο είναι απαραίτητο ώσπου να ανακαλύψω δρόμους και τρόπους για να προχωρήσω στο κείμενο. Απαιτούνται τεράστια μεγέθη ενέργειας και αυτοσυγκέντρωσης. Θα σπάσω τότε το κεφάλι μου, θα ξαγρυπνήσω, θα καπνίσω, θα ικετεύσω, μέχρι που κάποια στιγμή θα ανοίξουν οι πύλες της ενόρασης.
Η δική μου μέθοδος έχει γνώμονα και κριτήριο τον σεβασμό προς τον συγγραφέα. Το αποτέλεσμα της δουλειάς μου επιθυμώ να τιμάει τόσο τον δημιουργό όσο και τον αναγνώστη. Δεν επιχειρώ ποτέ να «ξαναγράψω» το βιβλίο υπό την έννοια της κακουργηματικής απομάκρυνσης από το πρωτότυπο ή να «κατασκευάσω» μια ρεπλίκα –δεν μου το έχει αναθέσει άλλωστε ο δημιουργός–, να αποσιωπήσω ή να προσθέσω αυθαίρετα. Αν βρεθώ αντιμέτωπος με κάποια παγίδα ή αδιέξοδο, θα σταθώ εκεί όσο είναι απαραίτητο ώσπου να ανακαλύψω δρόμους και τρόπους για να προχωρήσω στο κείμενο. Απαιτούνται τεράστια μεγέθη ενέργειας και αυτοσυγκέντρωσης. Θα σπάσω τότε το κεφάλι μου, θα ξαγρυπνήσω, θα καπνίσω, θα ικετεύσω, μέχρι που κάποια στιγμή θα ανοίξουν οι πύλες της ενόρασης. Αν ο μεταφραστής βγει ζωντανός από αυτή τη μονομαχία, θα χρειαστεί κάμποσο διάστημα μέχρι να επιστρέψει από την trance εμπειρία σε φυσιολογικά επίπεδα συνειδήσεως, όπως θα σας επιβεβαιώσουν και άλλοι συνάδελφοι. Πιστεύω κι εγώ πως πάντα υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης μιας μετάφρασης, πως είναι σχεδόν ακατόρθωτο να επιτευχθεί το τέλειο. Επομένως το αποτέλεσμα είναι εξ ορισμού ένα Torso, ένας κορμός ανολοκλήρωτου γλυπτού, που ακόμα και ημιτελής, δύναται να συνιστά λαμπρότατο και διαχρονικό έργο τέχνης. Η ειδοποιός διαφορά παραμένει ανάμεσα στη μετάφραση που τιμά τον δημιουργό και σ’ εκείνη που δεν τον σέβεται.
Η γλώσσα μου προσέχω να είναι ρέουσα, κατανοητή, ανεπιτήδευτη, χωρίς γερμανισμούς ή ελληνικούρες, όσο γίνεται πιο κοντά σ’ εκείνη του πρωτότυπου, αποφεύγοντας παράλληλα τους καταναγκασμούς της «one-to-one» μετάφρασης και αποδίδοντας στον μέγιστο δυνατό βαθμό το στυλ, την ατμόσφαιρα και τα συναισθήματα. «Οι λέξεις είναι μαγικές, και όποιος τις μεταφέρει πρέπει να γνωρίζει το χάρισμά τους και τον κίνδυνο στον οποίο αφήνεται. Όποιος μνημονεύει λέξεις, καλεί τα πνεύματα αυτών που τους ανήκουν», υποστηρίζει ο Χέσσελ στο Απόκρυφο Βερολίνο. Ποιος μπορεί να διαφωνήσει;
«Οι λέξεις είναι μαγικές, και όποιος τις μεταφέρει πρέπει να γνωρίζει το χάρισμά τους και τον κίνδυνο στον οποίο αφήνεται. Όποιος μνημονεύει λέξεις, καλεί τα πνεύματα αυτών που τους ανήκουν», υποστηρίζει ο Χέσσελ στο Απόκρυφο Βερολίνο. Ποιος μπορεί να διαφωνήσει;
Συγκεφαλαιωτικά, αισθάνομαι συντελεστής μιας διαμεσολάβησης μεταξύ των γενεών, ανταποκριτής πάνω σε σχεδία μέσα στον ωκεανό του χρόνου. Μέσω αυτής της μοναχικής δουλειάς μπορώ να ανήκω, να επιστρέφω, να ανταποδίδω έστω κάτι το ελάχιστο στα βιβλία που με έχουν (δια)πλάσει και μου έχουν προσφέρει κόσμους, δρόμους και αρώματα, δώρα ανεκτίμητα, επικίνδυνα και ευσπλαχνικά, με την προϋπόθεση –την ίδια προϋπόθεση που θέτω στον εαυτό μου με κάθε βιβλίο– πως η μετάφραση, αυτό το αθόρυβο πνευματικό έργο, τιμά το πρωτότυπο, τον δημιουργό, τη λογοτεχνία. Κάθε φορά που παραδίδω μεταφρασμένο έργο, νιώθω σαν τη μάνα του ναυτικού που του κουνάει συγκινημένη το μαντήλι στον ντόκο βλέποντας το βαπόρι να απομακρύνεται για ένα ακόμη μεγάλο ταξίδι στους ωκεανούς. Λυπάται που τον χάνει, που ο γιος της ανήκει στη θάλασσα, του δίνει την ευλογία της και νιώθει βαθιά μέσα της υπερήφανη για τη ναυτοσύνη του. Η θάλασσα θα τον φέρνει πάντα πίσω, σ' εκείνη, κάθε στιγμή του ταξιδιού. Καλοτάξιδο να ’ναι κάθε βιβλίο, η ευχή του θνητού μεταφραστή προς το αθάνατο έργο.
Info
Ο Απόστολος Στραγαλινός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1972. Σπούδασε Γερμανική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας και στο Πανεπιστήμιο της Konstanz. Συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο RWTH Aachen όπου έλαβε μεταπτυχιακό τίτλο στις Ευρωπαϊκές Σπουδές. Κατόπιν εργάστηκε ως πολιτικός επιστήμων στη Γερμανική Βουλή, στο Ευρωκοινοβούλιο και στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Από τον Οκτώβριο του 2014 εργάζεται ως μεταφραστής και καθηγητής γερμανικών. Έχει μεταφράσει πολιτικά και ιστορικά βιβλία (Άρνολντ, Κέλερχοφ) και λογοτεχνικά έργα των Μπέρνχαρντ Σλινκ, Βόλφγκανγκ Χέρνντορφ, Φραντς Χέσσελ, για τις εκδόσεις Κριτική.