Μεταφραστές και επιμελητές αποκαλύπτουν τις διαδρομές μέσα από τις οποίες προσέγγισαν τη γλώσσα, το ύφος ή και την οικονομία ενός βιβλίου με το οποίο δούλεψαν πρόσφατα και μοιράζονται μαζί μας τα μυστικά του εργαστηρίου τους. Φιλοξενούμενος, ο μεταφραστής Γιώργος Κεντρωτής με αφορμή τη μετάφραση του βιβλίου Η νέα επιστημονική γνώση, του Giambattista Vico, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Σχεδόν όλα τα βιβλία που έχω μεταφράσει τα είχα διαλέξει εγώ. Και έχω φτάσει ήδη τα εξήντα έργα από διάφορες γλώσσες και σε όλα τα είδη του λόγου. Δυο-τρεις εξαιρέσεις δεν χαλάνε τον παραπάνω κανόνα. Αν κάτι δεν το γνωρίζω, δεν το πιάνω. Όταν μεταφράζω, θέλω να γνωρίζω τι ακριβώς μεταφράζω, για να το αναγνωρίζω κατά τη μεταφραστική διαδικασία. Και αν κατά τη διαδικασία αυτή τυχαίνει να μαθαίνω κάτι νέο, θέλω αυτό που μαθαίνω να είναι ήδη προεντεταγμένο στο γνωσικό μου πλάισιο. Σπεύδω να πω, όμως, ότι δεν ζω από τη μετάφραση, ώστε να παίρνω παραγγελίες και να τις εκτελώ, για να κερδηθεί (όσο μπορεί να κερδηθεί έτσι) ο επιούσιος. Μπορώ, μάλιστα, να προσθέσω και τούτο: ότι είμαι τυχερός, γιατί, διδάσκοντας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο «Θεωρία και Πράξη της Μετάφρασης», εκ της θέσεώς μου ασχολούμαι με αυτό που από τα μαθητικά μου χρόνια μού είχε κινήσει το ενδιαφέρον: πώς (να) μεταφέρουμε λόγο από μια κουλτούρα συμπυκνωμένη σε ένα ήδη διαμορφωμένο κείμενο (:στο πρωτότυπο) προς μιαν άλλη κουλτούρα, και μάλιστα σε ένα κείμενο υπό διαμόρφωση (:στο μετάφρασμα).
Με την επιμονή του Αρμάου βρέθηκα το 2005 να μεταφράζω τη Scienza Nuova του Βίκο, την οποία είχα ήδη μελετήσει στη δεκαετία του ’90. Επαναλαμβάνω: δεν μεταφράζω έργα που αγνοώ, ακριβώς επειδή θέλω να ξέρω τι θα συναντήσω.
Συζητήσεως γενομένης για τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό με τον αείμνηστο φίλο μου Δημήτρη Αρμάο βρέθηκα να μιλάω για τον Βίκο, τη Scienza Nuova του οποίου είχα διαβάσει στα γερμανικά, μεταφρασμένη από τον Έριχ Άουερμπαχ. Έγραφα τη διδακτορική διατριβή μου στο Πανεπιστήμιο της Σααρλάνδης, στη Γερμανία, όταν «πέτυχα» σε ένα καλάθι και σε τιμή ευκαιρίας (δύο μάρκα ίσον ένα σημερινό ευρώ) ένα πολυκαιρισμένο μεν, αλλά σχεδόν άθικτο αντίτυπο του έργου. Να μην τα πολυλογούμε: η μετάφραση του σοφού Άουερμπαχ ναι μεν δεν ήταν πλήρης και είχε αυθαίρετες συντομεύσεις, αλλά ήταν ό,τι έπρεπε για την πρώτη και καλή γεύση που έλαβα για το έργο του Βίκο. Θα παραλείψω πολλά και θα πω μόνο ότι, αν ο Αρμάος σού ζητούσε κάτι, ήταν αδύνατο να ξεφύγεις. Του οφείλω δε και τη μετάφραση που εκπόνησα στο έργο του Χέρμαν Μπροχ Βιργιλίου θάνατος, έκδόσεις Gutenberg 2000. Με την επιμονή του Αρμάου βρέθηκα το 2005 να μεταφράζω τη Scienza Nuova του Βίκο, την οποία είχα ήδη μελετήσει στη δεκαετία του ’90. Επαναλαμβάνω: δεν μεταφράζω έργα που αγνοώ, ακριβώς επειδή θέλω να ξέρω τι θα συναντήσω.
Επέμεινε, βέβαια, ο Αρμάος, για να κάμψει την πρώτη μου αρνητική αντίδραση, αλλά οφείλω να ομολογήσω ότι, ακόμα και τη στιγμή της πρώτης μου άρνησης, η ιδέα της μετάφρασης του εμβληματικού αυτού έργου με γοήτευε. Τα επιχειρήματα του Αρμάου ήσαν «πραγματικά»: για να μεταφραστεί ένα τέτοιο έργο –μου εξήγησε– χρειάζεται να συγκεντρώνονται στο πρόσωπο του μεταφραστή, πέραν του απαράγραπτου ενδιαφέροντός του, τα εξής minima ως υφιστάμενες και διαπιστωμένες γνώσεις: γνώση της ιταλικής και της διαλέκτου της Νάπολης, γνώση της λατινικής και της αρχαίας ελληνικής, γνώσεις ετυμολογίας, καλές γνώσεις νομικής και πολύ καλή γνώση του Ρωμαϊκού Δικαίου. Σύμφωνα με τον agent provocateur του όλου εγχειρήματος Δημήτρη Αρμάο όλα τα παραπάνω τα διέθετα εγώ, και δη επαρκώς, γι’ αυτό και όφειλα (ναι, αυτό το ρήμα είχε χρησιμοποιήσει) να ξεκινήσω τη μετάφραση «και σε 3-4 χρόνια να την τελειώσω».
Ιδιοτροπία μου σίγουρα, αλλά πάντοτε εργάζομαι σε πολλά κείμενα ταυτόχρονα. Αναλόγως των διαθέσεών μου (αλλά και των περισπάσεών μου) κάποια έργα, που προηγούνται άλλων, υποχωρούν ως προς την προτεραιότητα έναντι άλλων ή αφήνονται ανενεργά για ικανό χρονικό διάστημα, είτε επειδή έχει αμβλυνθεί σχετικώς το ενδιαφέρον μου είτε επειδή «δεν τραβάνε» όσο θα ήθελα και πρέπει να περιμένω να έλθει ή ώρα να με «ξαναδελεάσουν».
Το τελευταίο, ενώ το έλεγε, ήξερε πολύ καλά ότι δεν θα γινόταν, γιατί ήξερε εμένα πολύ καλά. Ποτέ δεν δουλεύω μόνο ένα μετάφρασμα. Ιδιοτροπία μου σίγουρα, αλλά πάντοτε εργάζομαι σε πολλά κείμενα ταυτόχρονα. Αναλόγως των διαθέσεών μου (αλλά και των περισπάσεών μου) κάποια έργα, που προηγούνται άλλων, υποχωρούν ως προς την προτεραιότητα έναντι άλλων ή αφήνονται ανενεργά για ικανό χρονικό διάστημα, είτε επειδή έχει αμβλυνθεί σχετικώς το ενδιαφέρον μου είτε επειδή «δεν τραβάνε» όσο θα ήθελα και πρέπει να περιμένω να έλθει ή ώρα να με «ξαναδελεάσουν». Τον Βίκο τον δούλεψα παράλληλα με το Ασματολόγιο (Canzoniere) του Φραγκίσκου Πετράρχη (κοντεύει να τελειώσει), με τα ιταλικά έργα του Διονυσίου Σολωμού (έχει ολοκληρωθεί από πενταετίας το μετάφρασμα και θα εκδοθεί εν ευθέτω χρόνω), με το εκτενέστατο ανθολόγιο από το ποιητικό έργο του Μπρεχτ, που κυκλοφόρησε από τον Gutenberg με τίτλο Η βαβυλωνιακή σύγχυση των λέξεων, και με διάφορα ποιητικά έργα από τα ισπανικά, που πρόκειται να εκδοθούν και αυτά, μιας και η μετάφρασή τους έχει σχεδόν τελειώσει. Αν και εννοείται, θα πω ότι παράλληλα δούλευα και δικά μου πρωτότυπα έργα – και τούτο ποιείν κακείνο μη αφιέναι!
Κατά τα έτη 2006-2008 βρέθηκα στη Νάπολη, στην πατρίδα του Βίκο. Εκεί, εκτός από τις ολιγόωρες ανά εβδομάδα υποχρεώσεις μου στο Πανεπιστήμιο του Φρειδερίκου Β΄, είχα την ευκαιρία να επιδοθώ απερίσπαστος στη βαθύτερη μελέτη και στην πρώτη μετάφραση του έργου. Με τη βοήθεια του φίλου καθηγητή Φιλίππο ντ’ Όρια άνοιγαν για χάρη μου και όποιαν ώρα ήθελα τόσο οι βιβλιοθήκες του Πανεπιστημίου και του Ιταλικού Φιλοσοφικού Ινστιτούτου που εδρεύει στη Νάπολη, αλλά και ένα γραφείο στην περιφερειακή βιβλιοθήκη του Αβελλίνο, για να έχω την ευχέρεια να εντρυφώ στο βικιανό έργο και στη μεταφορά του στα ελληνικά. Οι όποιες απορίες μου σχετικά με το ιταλικό μέρος του έργου μού λύθηκαν στη Νάπολη και στο Αβελλίνο, όπου και διέμενα. Εκεί κατέληξα και στη μετάφραση του La Scienza Nuova ως Η Νέα Επιστημονική Γνώση. Εξηγώ εν εκτάσει στον Πρόλογο του μεταφράσματός μου γιατί το Scienza είναι Επιστημονική Γνώση, και όχι απλώς Επιστήμη. Εδώ μπορώ να προσθέσω κάτι που έχω αθετήσει εκεί: ο πλατωνικός διάλογος Θεαίτητος είναι περί επιστήμης, κάτι που πάντοτε στα ελληνικά μεταφράστηκε ως περί γνώσεως. Προσαρμοστικά και εγώ έφυγα από τη σκέτη (και ως όρο παραπλανητική) επιστήμη και προτίμησα την επιστημονική γνώση, που ως όρος είναι ακριβής, επειδή δεν πρόκειται περί απλής εμπειρικής γνώσεως, αλλά γνώσεως κτηθείσης μέσω της επιστήμης, τον «αιώνα» της οποίας βίωνε ο φιλόσοφος Βίκο.
Επί ένα τέταρτο του αιώνα παλεύω με όλες τις δυνάμεις του νού μου να μην πάθω από την επαγγελματική μου ενασχόληση κάτι που για άλλους είναι σημαντικό, για εμένα όμως είναι κακό: να γίνω μεταφρασιολόγος. Αν ασχολιόμουν με τη μουσική, θα ήθελα να είμαι μουσικός και όχι μουσικολόγος.
Όταν μιλάμε για μεταφράσεις, το πρώτο (και το τελευταίο συνήθως) που κάνουμε είναι να μιλάμε για δυσκολίες. Θα αποφύγω και την εξαντλητική καζουιστική και την συνακόλουθη φλυαρία – κρίνω ότι δεν ενδιαφέρουν κανέναν, ούτε καν εμένα πιά! Επί ένα τέταρτο του αιώνα παλεύω με όλες τις δυνάμεις του νου μου να μην πάθω από την επαγγελματική μου ενασχόληση κάτι που για άλλους είναι σημαντικό, για εμένα όμως είναι κακό: να γίνω μεταφρασιολόγος. Αν ασχολιόμουν με τη μουσική, θα ήθελα να είμαι μουσικός και όχι μουσικολόγος. Ασχολούμενος με τη μετάφραση επιδιώκω να είμαι μεταφραστής, όχι μεταφρασιολόγος. Και όποτε χρειαστεί να «μεταφρασιολογήσω», προτιμώ να χάνομαι με τις ερασιτεχνικές μου δυνάμεις στη γλώσσα και στη φιλοσοφία της, και όχι στη μεταφρασιολογία, που για μένα –να το πω, αφού μου δίδεται ο χώρος και η ευκαιρία– στην καλύτερη εκδοχή της (πρέπει να) είναι μεταφρασματολογία.
Και βέβαια συνάντησα δυσκολίες κατά τη μετάφραση. Η πιο μεγάλη από όλες ήταν το άτσαλο ύφος του συγγραφέα, το οποίο δεν έπρεπε να μεταφερθεί ούτε ως άτσαλο ούτε άτσαλα. Κάτι τέτοιο θα ακύρωνε εν τη γενέσει την προσπάθειά μου, που συνίστατο στο να μεταφρασθεί για πρώτη φορά στα ελληνικά η τρίτη και τελική έκδοση του βικιανού έργου που είχε δει το φως της δημοσιότητας το 1744 στη Νάπολη. Το έργο έπρεπε να μεταφρασθεί με ήθος λόγου ελληνικού μικτού και επιστημονικού. Τουλάχιστον αυτό προσπάθησα να κάνω. Η εγγενής πυκνότητα τόσο του νομικού όσο και του φιλοσοφικού λόγου αυτό ακριβώς απαιτούσαν – τουλάχιστον κατά τη γνώμη μου. Αυτό το είχα αποφασίσει εξ αρχής – προτού καλά-καλά τραβήξω την πρώτη μολυβιά.
Είχα αποφασίσει και κάτι άλλο, που το επετέλεσα στο μέτρο του δυνατού: να διορθώσω τα λάθη του Βίκο, όλα τους συγγνωστά. Γράφοντας ο Βίκο από μνήμης τα πάντα περιέπεσε σε λάθη: καμιά φορά ο Πλάτων ήταν Αριστοτέλης ή κάποιο έργο του Πλάτωνος ονομαζόμενο ήταν άλλο (φέρ’ ειπείν ο Αλκιβιάδης Β΄ και όχι ο Αλκιβιάδης Α΄). Όλα αυτά τα λάθη αποκαταστάθηκαν· όπως αποκαταστάθηκαν φιλολογικώς και όσα λάθη είχαν εμφιλοχωρήσει σε διάφορα λατινικά χωρία παρμένα από τον Τίτο Λίβιο ή τον Τάκιτο.
Αποφασισμένο είχα επίσης και το ότι θα έπρεπε πολλές φορές σε κάθε σελίδα πρώτα να παραθέτω κάποια ξενόγλωσα στοιχεία και ύστερα να τα μεταφράζω μέσα στο σώμα του μεταφράσματος. Η άλλη απόφασή μου ήταν, όταν εισήγαγα ορολογία, να παραθέτω σε υποσημείωση την ιταλική ή όποια αλλη πρωτότυπη μορφή της: ο αναγνώστης θα διαπιστώσει έτσι ότι, ενδεικτικώς, η πρωτεία είναι η degnità, τα ρεύματα και αναρρεύματα είναι τα corsi e recorsi, και το διαφορολόγιο (ή αλληγορία) είναι το diversiloquium. Είχα αποφασίσει και κάτι άλλο, που το επετέλεσα στο μέτρο του δυνατού: να διορθώσω τα λάθη του Βίκο, όλα τους συγγνωστά. Γράφοντας ο Βίκο από μνήμης τα πάντα περιέπεσε σε λάθη: καμιά φορά ο Πλάτων ήταν Αριστοτέλης ή κάποιο έργο του Πλάτωνος ονομαζόμενο ήταν άλλο (φέρ’ ειπείν ο Αλκιβιάδης Β΄ και όχι ο Αλκιβιάδης Α΄). Όλα αυτά τα λάθη αποκαταστάθηκαν· όπως αποκαταστάθηκαν φιλολογικώς και όσα λάθη είχαν εμφιλοχωρήσει σε διάφορα λατινικά χωρία παρμένα από τον Τίτο Λίβιο ή τον Τάκιτο. Κατά τη μετάφραση βοηθήθηκα σημαντικά από μεταφράσεις του έργου σε άλλες γλώσσες: από την αγγλική του Νταίηβιντ Μαρς, από τη γαλλική της Κριστίνα Τριβούλτσιο και, κυρίως, από τη γερμανική του φιλόσοφου Βιττόριο Χαίσλε.
Έκρινα ότι έπρεπε να υπομνηματίσω εξαντλητικά το έργο – και το έκανα. Οι υποσημειώσεις, που ξεπερνούν τις 4000, είναι δύο ειδών: είναι «φιλολογικές», αναφερόμενες στις πηγές του Βίκο, και «αυταναφορικές», καθώς παραπέμπουν σε σημεία του βικιανού έργου. Έκρινα ότι έπρεπε να παρατεθούν όλες τους, καθώς προέρχονταν μέσα από το ίδιο το έργο, για να βοηθηθεί ο κριτικός αναγνώστης στη μελέτη του· όπως έκρινα επίσης ότι δεν θα έπρεπε να παρατεθεί ούτε μία υποσημείωση δευτεροταγούς χαρακτήρα, δηλαδή υποσημείωση αναφερόμενη μεν στο μεταφραζόμενο έργο, αλλά προερχόμενη έξω από αυτό. Αν το έκανα, οι σελίδες του έργου δεν θα ήσαν 1050, αλλά 2050! Και εν πάση περιπτώσει, ας το κάνει κάποια στιγμή κάποιος άλλος, διορθώνοντας και τα τυχόν δικά μου αβλεπτήματα. Να προσθέσω και τούτο: όποτε είχα αναφορά σε αρχαιοελληνικό ή λατινικό κείμενο, προτιμούσα να προσθέτω, πέραν της φιλολογικής του ταυτότητας, και το σώμα του κειμένου, ακριβώς για να διευκολύνεται ο μελετητής επί τόπου και να μην χρειάζεται να τρέχει να ψάχνει ή να ανοίγει βιβλία.
Έκρινα ότι έπρεπε να υπομνηματίσω εξαντλητικά το έργο – και το έκανα. Οι υποσημειώσεις, που ξεπερνούν τις 4000, είναι δύο ειδών: είναι «φιλολογικές», αναφερόμενες στις πηγές του Βίκο, και «αυταναφορικές», καθώς παραπέμπουν σε σημεία του βικιανού έργου. Έκρινα ότι έπρεπε να παρατεθούν όλες τους, καθώς προέρχονταν μέσα από το ίδιο το έργο, για να βοηθηθεί ο κριτικός αναγνώστης στη μελέτη του.
Δέκα χρόνια πάλευα με τον Βίκο, από το 2005 έως το 2015, με τις συνθήκες που προεξέθεσα. Ωραία ήταν! Και δεν έπληξα καθόλου! Μπορεί, βέβαια, να ήμουν αρκετά βαρετός (έως ανυπόφορος ενίοτε) στην οικογένεια και στις συντροφιές μου, γιατί (δίκην ξορκιού;) μιλούσα κάθε τόσο για το αναληφθλέν εγχείρημα. Μα δεν το έκανα από φόβο μπροστά στο μέγεθός του, όχι! Το έκανα κάθε φορά σαν προπόνηση για τις επόμενες παραγράφους του μεταφράσματος ή σαν αποθεραπεία, σαν και αυτή που κάνουν οι αθλητές μετά τον αγώνα τους. Αρκετοί φίλοι με συνέδραμαν με τον τρόπο τους, και τους ευχαριστώ όλους πολύ και από καρδιάς – ανάμεσά τους ήταν και ο Ντάγκλας, βέρος ναπολιτάνος, boxer napoletano, πιστός και αμετακίνητος δίπλα μου, και άγρυπνος φρουρός των μεταφραστικών αγώνων μου. Μου λείπει πολύ, όπως μου λείπει και ο Αρμάος. Στη μνήμη τους αφιερώνω τούτο το κείμενο.
Info
Ο Γιώργος Κεντρωτής γεννήθηκε το 1958 στους Μολάους Λακωνίας. Σπούδασε Νομικά και Πολιτικές Επιστήμες στην Ελλάδα και στη Γερμανία. Είναι καθηγητής Θεωρίας της Μετάφρασης στο Τμήμα Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου. Έχει εκδόσει βιβλία για τη μετάφραση και την Επτανησιακή Σχολή και έχει μεταφράσει στα ελληνικά έργα των Robert Musil, Wassily Kandinsky, Hermann Hesse, Cesare Pavese, Hermann Broch, Bertolt Brecht, Pablo Neruda, Vladimir Mayakovsky και Paul Éluard, μεταξύ άλλων.