Του Κώστα Κατσουλάρη
Με μισό αιώνα καθυστέρηση μεταφράστηκε πριν λίγα χρόνια στη χώρα μας το μνημειώδες έργο του γερμανού ρομανιστή Έριχ Άουερμπαχ (1892-1957), μια φιλόδοξη ιστορία των ποικίλων μεταμορφώσεων του ρεαλισμού στη δυτική λογοτεχνία.
Ιστορικός της λογοτεχνίας, φιλόλογος και κριτικός, ο Άουερμπαχ βρέθηκε, διαφωνώντας με το ναζιστικό καθεστώς, αυτοεξόριστος στην Κωνσταντινούπολη, όπου και διαδέχτηκε τον Λέο Σπίτσερ ως καθηγητής ρομανικών γλωσσών. Εκεί, μεταξύ Μαΐου 1942 και Απριλίου 1945, συνέλαβε και συνέγραψε το φιλόδοξο σχέδιό του, μακριά από τις προσφιλείς πηγές του και βιβλιοθήκες. Άλλωστε, στην έλλειψη μιας μεγάλης και εξειδικευμένης βιβλιοθήκης οφείλεται, σύμφωνα με τα λόγια του, η ίδια η συγγραφή αυτού του βιβλίου. «Αν είχα επιχειρήσει», γράφει στον επίλογό του, «να ενημερωθώ για όσα έχουν γραφτεί πάνω σε τόσο πολλά αντικείμενα, μάλλον δεν θα έβρισκα πια καιρό να καταπιαστώ με το γράψιμο.»
Βασικός άξονας της σκέψης του Άουερμπαχ είναι η πεποίθηση ότι η γλώσσα, με τον κατάλληλο μεθοδολογικό χειρισμό και την απαιτούμενη ακρίβεια, είναι σε θέση να περιγράψει τον κόσμο, την πραγματικότητα. Στηριζόμενος στις σκέψεις του ιταλού φιλοσόφου της ιστορίας Τζανμπαττίστα Βίκο (1688-1744), όπως αποτυπώθηκαν κυρίως στο έργο του Scienza nuova (Νέα Επιστήμη, 1725), ο Άουερμπαχ υιοθέτησε τη βαθιά πίστη του τελευταίου «στις ριζικά δημιουργικές και παραγωγικές ιδιότητες του κοινού νου». Στηρίχτηκε στο αξίωμα ότι τα λογοτεχνικά έργα –και σ’ αυτά συμπεριλαμβάνει κάθε δημιούργημα, συλλογικό ή ατομικό του ανθρώπινου λόγου–, αντανακλούν την εποχή που τα δημιούργησε και την αντίληψή της περί αισθητικής τελείωσης· ανατρέχοντας σ’ αυτά, και μέσα από την ενδελεχή μελέτη τους, μπορούμε να δούμε πώς ο εκάστοτε πολιτισμός αναπαριστά τον εαυτό του, και πώς οδηγηθήκαμε στο πέρασμα των αιώνων στη νεωτερική σύλληψη της πραγματικότητας και των αναπαραστάσεών της.
Πιστός στην αντίληψή του για την ύπαρξη ενός σώματος κειμένων που ανήκουν θεματολογικά και αισθητικά σε μια ενιαία πολιτισμική κοίτη, τη δυτική παράδοση, ο Άουερμπαχ ξεκινά το βιβλίο του με τη συγκριτική μελέτη ενός αποσπάσματος από την Οδύσσεια –την αναγνώριση του Οδυσσέα από την τροφό του, την Ευρύκλεια– και μιας σκηνής από την Παλαιά Διαθήκη, της σκηνής όπου ο Αβραάμ λαμβάνει την εντολή να θυσιάσει τον γιο του. Στο κείμενο αυτό, που έχει τον τίτλο Η ουλή του Οδυσσέα, και που θεωρείται κλασικό κομμάτι φιλολογικής κριτικής, ο συγγραφέας αντιπαραβάλει τον επίπεδο και διαφανή ρεαλισμό του ομηρικού ύφους (που αντιστοιχεί στη μυθική αφήγηση) με το αλληγορικό ύφος της Παλαιάς Διαθήκης (που εγγράφεται στην Ιστορία). Ο Άουερμπαχ στέκεται ιδιαίτερα στη διάκριση μεταξύ υψηλού και χαμηλού ύφους, έτσι όπως αυτή επικράτησε στη ρωμαϊκή αρχαιότητα και στον γαλλικό κλασικισμό, σημειώνοντας ότι αυτή, ενεργή στο ομηρικό έπος, χάνει εντελώς τη σημασία της στο πλαίσιο του «τραγικού ρεαλισμού» της Παλαιάς Διαθήκης. Εκεί, το χαμηλό με το υψηλό εμφανίζονται εξαρχής ενοποιημένα, αδιαχώριστα – «ταύτιση» που φτάνει στο αποκορύφωμά της με την εξιστόρηση της ζωής του Ιησού και την εισαγωγή στο προσκήνιο της Ιστορίας του ταπεινού, απλού ανθρώπου.
Στο δεύτερο κεφάλαιο, ο Άουερμπαχ συγκρίνει τον ρεαλισμό του Πετρώνιου στο Σατυρικόν –αναλύοντας την κεντρική σκηνή του έργου, τους Γάμους του Τριμαλχίωνα, και ειδικότερα την περιγραφή της γυναίκας του, της Φορτουνάτα– με την ψυχρή ιστορική καταγραφή από τον Τάκιτο στα Χρονικά του της εξέγερσης των γερμανικών λεγεώνων μετά το θάνατο του Αυγούστου. Στο Σατυρικόν, έργο με το οποίο ο Πετρώνιος «άγγιξε το έσχατο όριο στο οποίο έφτασε ποτέ ο αρχαίος ρεαλισμός», ανιχνεύονται πολλά από τα στοιχεία που αργότερα, στη νεωτερικότητα, θα αναπτυχθούν από τους μεγάλους ρεαλιστές συγγραφείς. Ο Άουρεμπαχ στέκεται ιδιαίτερα στην πεζή και καθημερινή γλώσσα του Πετρώνιου, στην λεπτομέρεια των περιγραφών, στην καταγραφή ηθών και νοοτροπιών της εποχής. Το γεγονός δε ότι ο αφηγητής-συγγραφέας δίνει το λόγο σ’ έναν από τους παριστάμενους, τονίζει ακόμη περισσότερο τον υποκειμενικό χαρακτήρα της αφήγησής του – υποκειμενικότητα που καμιά στιγμή δεν υποχωρεί ούτε και μεταμφιέζεται. Και παρότι και σ’ αυτόν, όπως και στον Όμηρο, «δεν υπάρχει τίποτε το μυστηριώδες ή κρυμμένο», είναι εμφανής η παρωδιακή διάθεση του Ρωμαίου συγγραφέα, που περνά με όχημα μια γλώσσα εκφραστική και λαϊκή, που βρίθει αυθεντικών εκφράσεων της εποχής. Στον Τάκιτο, αντίθετα, δεν ανιχνεύεται καμιά επιθυμία ο ιστορικός να δει πίσω από τα φαινόμενα, να ανασκαλέψει τις ταξικές ή άλλες αιτίες της εξέγερσης που αφηγείται, ο λόγος του φαντάζει ηθικολογικός και άκαμπτος, αδύναμος να εκφράσει «τη βαθύτερη διάσταση του γίγνεσθαι».
Είτε πρόκειται για τον Αυγουστίνο και τον Δάντη, είτε για τον Ραμπελαί και τον Μονταίνιο και τον Θερβάντες, είτε για τον Βολταίρο και τον Γκαίτε και τους μεγάλους μυθιστοριογράφους του 19ου και του 20ου αιώνα, εντυπωσιάζεται κανείς από το εύρος των γνώσεων, την οξύτητα της ματιάς, τη βαθύτητα των παρατηρήσεων, το σεβασμό του Άουερμπαχ για τη λογοτεχνία και τις δυνάμεις της γλώσσας.
Τα επόμενα κεφάλαια ακολουθούν μια λίγο ώς πολύ ευθύγραμμη αναδρομή σε κείμενα από την κλασική αρχαιότητα μέχρι τον μοντερνισμό. Είτε πρόκειται για τον Αυγουστίνο και τον Δάντη, είτε για τον Ραμπελαί και τον Μονταίνιο και τον Θερβάντες, είτε για τον Βολταίρο και τον Γκαίτε και τους μεγάλους μυθιστοριογράφους του 19ου και του 20ου αιώνα (Μπαλζάκ, Σταντάλ, Φλωμπέρ, Ζολά, Γουλφ, Προυστ, Τζόυς, Μαν, κ.ά.), εντυπωσιάζεται κανείς από το εύρος των γνώσεων, την οξύτητα της ματιάς, τη βαθύτητα των παρατηρήσεων, το σεβασμό του Άουερμπαχ για τη λογοτεχνία και τις δυνάμεις της γλώσσας. Ειδικότερα στο τελευταίο κεφάλαιο του έργου –που προσετέθη λίγα χρόνια αργότερα, το 1949– ο Άουερμπαχ δείχνει έτοιμος να υπερβεί τα μεθοδολογικά εργαλεία του, τα ίδια τα όρια των «αξιωμάτων του», επιδεικνύοντας εντυπωσιακή ευαισθησία στην αποτύπωση του καινούργιου, αποσπασματικού κόσμου έτσι όπως αυτός αντανακλάται στα έργα των μεγάλων μοντερνιστών. Ο κατακερματισμός της αφήγησης, ο ακραίος υποκειμενισμός των προσώπων, η πλήρης εκκοσμίκευση της λογοτεχνικής συνείδησης, το τυχαίο και το αινιγματικό που εισβάλλουν σαρώνοντας τις βεβαιότητες ενός κόσμου που καταρρέει, σηματοδοτούν την έναρξη μιας νέας εποχής για τη λογοτεχνική αναπαράσταση του πραγματικού.
Το βιβλίο τελειώνει με την ευχή του Άουερμπαχ το έργο του να φτάσει στους αναγνώστες του, «τόσο στους παλαιότερους φίλους μου που επέζησαν [τα νέα από το ολοκαύτωμα έχουν προφανώς αρχίσει να φτάνουν και στην Κωνσταντινούπολη] όσο και σε όλους τους άλλους που [...] διατήρησαν ανέπαφη την αγάπη τους για τη δυτική ιστορία μας». Αυτή η πίστη του σε μια ενιαία και συνεκτική «δυτική ιστορία», πίστη δίχως την οποία δεν θα είχε ίσως βρει το κουράγιο να συνθέσει το μνημειώδες αυτό έργο, αυτή φαίνεται να είναι, κάτω από το φως (ή το σκότος) της μεταμοντέρνας μας συνείδησης, το όριο του φιλολογικού και θεωρητικού του εγχειρήματος. Ωστόσο, το ερώτημα του Τζορτζ Στάινερ, στην βιβλιοκρισία του που εντίθεται στο βιβλίο Αντί Προλόγου, για το αν «ύστερα από εξήντα χρόνια διαβάζεται ακόμη η Μίμησις», διατυπωμένο άλλωστε με αφορμή την επανέκδοσή της στα αγγλικά, ηχεί μάλλον «αριστοκρατικό» στη χώρα μας. Η μετάφρασή του στα ελληνικά, σε μια από κάθε άποψη αψεγάδιαστη έκδοση, κάλυψε ένα μεγάλο βιβλιογραφικό κενό στη λογοτεχνική κριτική και θεωρία.