
Ένα χορταστικό μυθιστόρημα από τον Στίβεν Κινγκ
Του Κώστα Κατσουλάρη
Πώς να πεις μια ιστορία; Κάντο απλά. Όσο πιο απλά μπορείς. Αυτή είναι η απάντηση που δίνει ο ιδιοφυής Stephen King κάνοντας πράξη ο ίδιος τη συμβουλή του με κάθε ευκαιρία. Πες μας τι συνέβη, όσο πιο ξεκάθαρα γίνεται, δώσε το βάρος στα γεγονότα, στη δράση. Ας είναι τα ίδια τα γεγονότα περίπλοκα, αμφίσημα, παράλογα, και όχι η αφήγησή τους, διδάσκει ο διάσημος αμερικανός συγγραφέας.
Εξήντα έξι (!) βιβλία του έχουν μεταφραστεί στη χώρα μας, σύμφωνα με την πολύτιμη βιβλιογραφική βάση του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου (βιβλιοnet) και παρότι δεν έχω υπάρξει φανατικός αναγνώστης του 66χρονου συγγραφέα (έχω δει περισσότερες ταινίες βασισμένες σε βιβλία του απ’ όσα βιβλία του έχω διαβάσει), ομολογώ ότι πιάστηκα εξαπίνης διαβάζοντας το τελευταίο του βιβλίο, το ογκώδες μυθιστόρημα (837 σελίδες) που φέρει ως τίτλο μια σημαδιακή ημερομηνία: την ημερομηνία δολοφονίας του Τζον Κένεντι.
Ταξίδι στο χρόνο
Η κεντρική ιδέα του είναι μάλλον τετριμμένη και χρησιμοποιημένη σε ουκ ολίγα μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας (στο επιλογικό του σημείωμα, ο Κινγκ απαριθμεί τα καλύτερα εξ αυτών, τα οποία φυσικά όχι μόνο γνωρίζει αλλά και έχει μελετήσει σε βάθος): Πρόκειται για το γνωστό σε όλους μας «ταξίδι στο χρόνο». Ο ήρωας του μυθιστορήματος, ο 35χρονος φιλόλογος Τζέικ Έπινγκ, βρίσκεται αντιμέτωπος με το απίθανο όσο και ανεξήγητο φαινόμενο να μπορεί να μεταφερθεί πίσω στο χρόνο, σε μια συγκεκριμένη μέρα του 1958, από ένα συγκεκριμένο σημείο στη γειτονιά του (την «κουνελότρυπα», όπως την αποκαλεί χαριτολογώντας και παραπέμποντας έτσι στην Αλίκη). Ο άνθρωπος που τον «μυεί» σε αυτό το μυστικό, είναι ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου όπου βρίσκεται η κουνελότρυπα, ο Αλ, ο οποίος μετράει εβδομάδες ζωής πάσχοντας από προχωρημένο καρκίνο.
Μετά την πρώτη έκπληξη, για τον ήρωα όσο και για τον αναγνώστη, ανακαλύπτουμε ότι το βαθύτερο κίνητρο του ετοιμοθάνατου Αλ πηγαίνει πολύ πέρα από την εξερεύνηση μιας απίθανης δυνατότητας και των ευκαιριών που αυτή προσφέρει. Για παράδειγμα: με κάθε επιστροφή στο «παρόν», που γίνεται το ίδιο απλά όσο και το «πέρασμα στο παρελθόν», το παρελθόν «μηδενίζει», κι έτσι την επόμενη φορά ο χρονοταξιδιώτης βρίσκεται και πάλι πίσω στην ίδια μέρα, την ίδια ώρα, στο ίδιο μέρος, χωρίς κανείς από τους ανθρώπους του παρελθόντος να θυμάται το παραμικρό (κανείς; ε, όχι κι ακριβώς, αλλά αυτό δεν είναι του παρόντος…) Αυτή η ιδιομορφία του κατά Κινγκ «ταξιδιού στο χρόνο» δίνει τη δυνατότητα εύκολου πλουτισμού σε όποιον τον θελήσει, καθώς και πολλές ευκαιρίες να ζήσει κανείς στο παρελθόν μια ζωή άνετη (παίζοντας για παράδειγμα στοιχήματα, μια και τα αποτελέσματα είναι εκ των υστέρων γνωστά).
Αλλάζοντας το ρου της Ιστορίας;
Τα πράγματα βέβαια θα αποδειχτούν πολύ πιο δύσκολα απ’ όσο φαντάζουν αρχικά −αλλιώς τι σασπένς θα είχαμε;−, όμως το σημαντικότερο είναι ότι τόσο ο Αλ όσο και ο Τζέικ έχουν άλλα στο μυαλό τους, και κυρίως το εξής: Την ευκαιρία που προσφέρει το ταξίδι στο χρόνο να «αλλάξεις το παρελθόν», με απώτερο σκοπό, βέβαια, να αλλάξεις το μέλλον. Και ποια επέμβαση στα γεγονότα της Αμερικής της δεκαετίας του 60 θα άλλαζε περισσότερο τον κόσμο από την αποτροπή της δολοφονίας του JFK;
Η ιδέα αυτή, που έχει γίνει εμμονή στον Άλ (μα, λόγω της αρρώστιας του, δεν μπορεί πλέον να την εκπληρώσει), θα εξελιχθεί στη συνέχεια σε εμμονή και του Τζέικ, στην οποία αφιερώνεται με απόλυτη προσήλωση. Μόνο που από το 1958 μέχρι το 1963 μεσολαβούν πέντε συναπτά έτη, πλούσια σε γεγονότα, και κυρίως σε εμπόδια, μια κι όπως πολλάκις θα συνειδητοποιήσει ο ήρωάς μας κατά τη διάρκεια των "ταξιδιών" του, το παρελθόν είναι «πεισματάρικο: δεν του αρέσει να το «πειράζουν», και βάζει εμπόδια σε κάθε προσπάθεια αλλαγής του. Κι ακόμη χειρότερα, με το παρελθόν φαίνεται να ισχύει η αρχή της αναλογικότητας: Όσο μεγαλύτερη είναι η αλλαγή που προσπαθείς να προκαλέσεις, τόσο ισχυρότερες είναι οι αντιστάσεις που πυροδοτείς, οι κίνδυνοι που διατρέχεις. Φανταστείτε λοιπόν τι θα συμβεί όταν ο ήρωάς μας θα επιχειρείσει να προκαλέσει μια αλλαγή κολοσσιαίων διαστάσεων για το ρου της Ιστορίας των ΗΠΑ αλλά και όλου του κόσμου όπως είναι η αποτροπή της σημαντικότερης και πιο εμβληματικής πολιτικής δολοφονίας του αιώνα…
Ο ίδιος είναι σχεδόν απόλυτα πεπεισμένος (κατά 99%, λέει), μετά και την ενδελεχή έρευνα που έκανε, ότι ο δολοφόνος του Κένεντι ήταν πράγματι ο Όσβαλντ.
Ας μην στερήσω όμως τη χαρά από τον τον αναγνώστη να βρει μόνος του με ποιους αριστοτεχνικούς τρόπους ξεδιπλώνει ο Στίβεν Κινγκ την πλοκή του, πόσα εμπόδια και πόσα αναγνωστικά «καλούδια» προσφέρει μέχρι τη στιγμή της «λύσης», που δεν είναι άλλη από τη στιγμή που ο Χάρβεϊ Λη Όσβαλντ ετοιμάζεται να πατήσει τη μοιραία σκανδάλη. Ειρήσθω εν παρόδω, όπως αναφέρει ο συγγραφέας στο επιλογικό του σημείωμα, σε αντίθεση με τις δεκάδες θεωρίες συνομωσίας που ανθούν στην Αμερική γύρω από τη δολοφονία του Κένεντι, ο ίδιος είναι σχεδόν απόλυτα πεπεισμένος (κατά 99%, λέει), μετά και την ενδελεχή έρευνα που έκανε, ότι ο δολοφόνος του Κένεντι ήταν πράγματι ο Όσβαλντ, ο ίδιος άνθρωπος που, μερικές ώρες αργότερα, έπεφτε νεκρός από τις σφαίρες ενός επίσης ασήμαντου «παίκτη» της Ιστορίας (και τόσο σημαντικού για τη συνέχεια), του Τζακ Ρούμπυ. Κατά συνέπεια, πέραν όλων των άλλων (και είναι πολλά), ο Κινγκ έχει εδώ την ευκαιρία να συνθέσει ένα τρισδιάστατο πορτρέτο του πιο διάσημου εκτελεστή, ενός αναιμικού 24χρονου, πεπεισμένου κομμουνιστή, καταπιεσμένου από μια παθολογικά αυταρχική μητέρα, με βίαια ξεσπάσματα που είχαν συνήθως ως θύμα τη ρωσίδα γυναίκα του με την οποία πρόλαβε κι απέκτησε δύο παιδιά. Το πορτρέτο του Όσβαλντ μοιραία φέρνει στο μυαλό το έτερο μεγάλο μυθιστόρημα που έχει καταπιαστεί με την περίπτωση Όσβαλντ, το εμβληματικό «Ζυγός» (Libra) του Ντον ΝτεΛίλλο (μτφρ. Τόνια Κοβαλένκο, εκδ. Χατζηνικολή, 1991). Ο Κινγκ δεν κάνει καμιά αναφορά σε αυτό το μυθιστόρημα, αλλά έχει κανείς την αίσθηση ότι, έστω στα κρυφά, το έχει ξεφυλλίσει…
Το εκπληκτικό με το Στίβεν Κινγκ είναι ότι η τόσο η δολοφονία του Κένεντι όσο και το πορτρέτο του Όσβαλντ, καθώς και όλο το πλαίσιο «επιστημονικής φαντασίας» που επιμελώς στήνει γύρω από την ιστορία του, δεν είναι το βασικό του μέλημα σε αυτό το χορταστικό μυθιστόρημα. Αντίθετα, αυτό που φαίνεται πρωτίστως να τον απασχολεί είναι οι δυνατότητες που του παρέχει το εύρημα της επιστροφής στο χρόνο ώστε να μιλήσει ανεμπόδιστα για το αγαπημένο του θέμα, αυτό της «βαθιάς Αμερικής», του μέσου ανθρώπου που είναι ικανός για το καλύτερο και για το χειρότερο. Και βέβαια, ποια καλύτερη εποχή για να πιάσει κανείς να μιλάει για την Αμερική από τη δεκαετία του 50; Μόνο για τις σκηνές που ο ήρωάς μας χορεύει σουίνγκ με την αγαπημένη του, σε σχολικό χορό σε κωμόπολη του Ντάλας, θα άξιζε να διαβάσει κανείς αυτό το βιβλίο! Έχουν προηγηθεί βέβαια οι ανατριχιαστικές περιγραφές μιας άλλης επαρχιακής κωμόπολης, του σκοτεινού Ντέρι, στις οποίες ο Κινγκ ξεδιπλώνει τις εκπληκτικές του ικανότητες στη δημιουργία ατμόσφαιρας αγωνίας με τη χρήση λεπτομερειών, σκιών, συνδηλώσεων. Η σκοτεινή Αμερική, από τη μία, η φωτεινή από την άλλη...
Μάθημα συγγραφής
Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς; Πώς μέσα από τις δέκα πρώτες σελίδες έχουν ήδη σκιαγραφηθεί οι βασικοί χαρακτήρες, το ήθος τους, τα προβλήματά τους, το παρελθόν τους καθώς και τα βασικά τους διλήμματα.
Τελειώνοντας, και υπό μία έννοια «επιστρέφοντας» στο αρχικό ερώτημα, ολόκληρο το «22/11/63» είναι ένα μάθημα συγγραφής, τουλάχιστον για το ρεαλιστικό μυθιστόρημα που βασίζεται στη δημιουργία χαρακτήρων, στην πλοκή και στην προώθηση της δράσης. Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς; Πώς μέσα από τις δέκα πρώτες σελίδες έχουν ήδη σκιαγραφηθεί οι βασικοί χαρακτήρες, το ήθος τους, τα προβλήματά τους, το παρελθόν τους καθώς και τα βασικά τους διλήμματα∙ πώς περιγράφει, συχνά με μια δυο φράσεις, κάθε καινούργιο χαρακτήρα που εισάγεται στην πλοκή, έστω και για να παίξει έναν πολύ μικρό ρόλο, χαρίζοντάς του κάτι μικρό αλλά αποκλειστικά δικό του, που τον κάνει ευδιάκριτο και τρισδιάστατο∙ πόσο συστηματικά αποφεύγει τις τετριμμένες εκφράσεις, τις εύκολες μεταφορές, τις πολυφορεμένες παρομοιώσεις, αναζητώντας για κάθε περίπτωση την ακριβή φράση, τη σωστή λέξη, τη λύση που σε κάνει να σταθείς χωρίς να φαντάζει εξεζητημένη∙ πώς, βέβαια, χτίζει κάθε φορά τον μηχανισμό του σασπένς, η μαεστρία με την οποία κλιμακώνει τη δράση, ανά παράγραφο, ανά σκηνή και φυσικά ανά κεφάλαιο∙ πώς φτιάχνει πολλαπλά επίπεδα δράσης, αφήνοντας υπονοούμενα, λεπτομέρειες που αιωρούνται, στις οποίες επανέρχεται μετά δίνοντας ένα ακόμη στοιχείο που χρωματίζει αλλιώς την όλη πλοκή∙ κι ακόμη περισσότερο, το πιο δύσκολο: ο ενθουσιασμός του, η αγάπη του για τη ζωή, η ώριμη θετική σοφία που αποπνέει, που σε κάνει να θες να σηκωθείς και να χορέψεις, αφού «ο χορός είναι ζωή», όπως λέει ένα από τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα.
Κι αν θα έπρεπε, έτσι για λόγους ισορροπίας, να βρεθεί ένα «ψεγάδι» σε αυτή την περίτεχνη μυθιστορηματική σύνθεση, ίσως αυτό να βρίσκεται στα κεφάλαια μετά τη «λύση» του, στις τελευταίες 30 με 40 σελίδες, όπου ο Στίβεν Κινγκ νιώθει την ανάγκη να τα «εξηγήσει» πια όλα, να μην αφήσει να πέσει τίποτε «κάτω», θυμίζοντας τον τρόπο που ολοκληρώνονται τα μεγάλα μπλοκμπάστερ – όλα οφείλουν να ξεκαθαρίζουν, ακόμη κι αν χρειαστεί να καταφύγουμε σε λογικές και σεναριακές ακροβασίες. Από την άλλη, ακόμη κι αυτή η «μανία», ενέχει μέσα της μια αμερικανικού τύπου τιμιότητα: δεν θα σε φλομώσω στο παραμύθι και μετά θα σε αφήσω σύξυλο∙ θα σε πάω, όσο πιο μακριά μπορώ να σε πάω. Πρόκειται για μια ηθική του ρεαλισμού που στην αποεδώ πλευρά του Ατλαντικού δυσκολευόμαστε πλέον να συμμεριστούμε∙ για καλό ή για κακό.