Τρία ελληνικά μυθιστορήματα
Του Κώστα Κατσουλάρη
Πώς διαλέγει κανείς ποιο βιβλίο θα διαβάσει από τα εκατοντάδες που κυκλοφορούν κάθε χρόνο; Σύμφωνα με την άποψη του λόγιου Συρανό ντε Μπερζεράκ, αρκεί να σταθείς για λίγο μπροστά σε μια βιβλιοθήκη και το βιβλίο που χρειάζεσαι να διαβάσεις θα σου αποκαλυφθεί μόνο του – κατά τον Φιλίπ Σολλέρς, που σχολιάζει την άποψη του Συρανό, αν είσαι τυχερός το σωστό βιβλίο θα πέσει σαν ώριμο φρούτο στο κεφάλι σου.
Πράγματι, αν δεχτούμε την ψυχαναλυτική οπτική, σύμφωνα με την οποία κάπου μέσα μας υπάρχει μια περιοχή που γνωρίζει για εμάς κάτι περισσότερο απ’ ό,τι ο συνειδητός εαυτός μας (το «εγώ» μας), τότε οι επιλογές μας –βιβλίων, ανθρώπων, δρόμων στη ζωή− δεν θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα μόνο λογικών διαδικασιών (ζύγισμα των «υπέρ» και των «κατά») αλλά η κατάληξη μιας σύνθετης διαδικασίας αφουγκράσματος του εαυτού.
Από τη σχετικά πρόσφατη παραγωγή βιβλίων μυθοπλασίας επέλεξα να παρουσιάσω τρία ελληνικά μυθιστορήματα, που σχετίζονται εμμέσως με την προβληματική της «κρίσης», γραμμένα από συγγραφείς τριών διακριτών γενεών (73, 45 και 27 χρόνων), κι ένα μόνο από τα πολλά καλά μυθιστορήματα μεταφρασμένης λογοτεχνίας*, ίσως επειδή ταίριαζε με τους συγγραφικούς προβληματισμούς μου αυτό τον καιρό.
Επιστροφή στις απαρχές
Ο Δημήτρης Νόλλας (γεν. 1940), με το πυκνό μυθιστόρημά του «Το ταξίδι στην Ελλάδα» (εκδ. Ίκαρος) ανατρέχει στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες της ελληνικής ιστορίας αναζητώντας εκεί την «μαγιά» της σημερινής Ελλάδας, με τις αντιφάσεις της, τους διχασμούς της, τις αδυναμίες της. Ο κεντρικός ήρωας Αρίστος, φοιτητής στη Γερμανία, επιστρέφει στη γενέτειρά του Θεσσαλονίκη, έχοντας ως «αποστολή» να συνοδέψει στη χώρα μια ιδιόρρυθμη γυναίκα, την Χρυσάνθη, που είχε μεταναστεύσει ως εργάτρια στην ναζιστική Γερμανία όπου και παρέμεινε κατά τη διάρκεια του πολέμου. Τόσο οι σύντομες συνομιλίες που έχουν οι δυο τους στο τρένο κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, όσο κυρίως η εξαφάνισή της άμα τη άφιξή τους σε ελληνικό έδαφος, αφήνουν ένα ισχυρό αποτύπωμα στον ήρωα, που στο μεταξύ προσπαθεί να διευθετήσει οικογενειακές και περιουσιακές εκκρεμότητες, σε ένα μετεμφυλιακό τοπίο που φαντάζει με κινούμενη άμμο.
Σταδιακά, κι ενώ η αναζήτηση της χαμένης γυναίκας εξελίσσεται συν των χρόνω σε ένα είδος υπαρξιακής εμμονής –ο ήρωας, ως αντίβαρο στην εξαφάνιση, σχετίζεται ερωτικά με την αδερφή της Χρυσάνθης−, σιγά σιγά αναδίνεται στην επιφάνεια όλος ο «θίασος» της Θεσσαλονίκης της εποχής, με τους τοκογλύφους που έχουν γίνει «παράγοντες», το παρακράτος που έχει γίνει κράτος, τα παράξενα στέκια όπου ανθεί μια ιδιότυπη ανδροπρεπή ομοφυλοφιλία, το εμφύλιο μένος που κάθε τόσο αναζωπυρώνεται.
Κινητοποιώντας υλικά ξανά χρησιμοποιημένα (π.χ. η μορφή του ιδιόρρυθμου ασφαλίτη φέρνει αναπόφευκτα στο νου τον περίφημο Νίκο Μουσχουντή, που βέβαια πέθανε το 1958), αλλά με το βλέμμα του ανθρώπου που έχει αποφασίσει να βρίσκεται για πάντα με το ένα πόδι «έξω από τη χώρα», ο Νόλλας επιτυγχάνει να προσδώσει ανθρωπολογικό βάθος στο ιστορικό υλικό του. Συνθέτει μια μεστή και εντυπωτική αναπαράσταση της ελληνικής παθογένειας, εμφανίζοντάς την ως κοινότοπη και συνηθισμένη − αναμενόμενη. Με ένα τρόπο, χωρίς να επιδιώκει εύκολες αναλογίες και «κλεισίματα του ματιού», το «Ταξίδι στην Ελλάδα» προσφέρει κλειδιά ανάγνωσης και ερμηνείας της σημερινής «κρίσης» (τα εισαγωγικά εδώ είναι απαραίτητα, όπως ακριβώς ήταν και για την περίοδο της «ανάπτυξης», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν παράγονται πραγματικά αποτελέσματα), με τρόπους πολύ πιο σύνθετους και βαθυστόχαστους από πολλά σύγχρονα μυθιστορήματα που πασχίζουν, μια και υπάρχει τέτοια ζήτηση, να «μιλήσουν για την κρίση».
Η Νεφέλη στα σύννεφα
Η «κρίση» και οι πολλαπλές συνδηλώσεις της, στο ευρωπαϊκό πλέον πεδίο, είναι το έδαφος πάνω στο οποίο ανθούν (ή δυσκολεύονται να ανθίσουν) και οι ήρωες του τελευταίου μυθιστορήματος της Δήμητρας Κολλιάκου «Το πρόσωπο του ουρανού» (εκδ. Πατάκη). Η Κολλιάκου (γεν. 1968), που έζησε κι εργάστηκε για πολλά χρόνια στη Μεγάλη Βρετανία, τα τελευταία χρόνια στη Γαλλία, ανήκει στους Έλληνες συγγραφείς που αναπνέουν εκ των πραγμάτων ευρωπαϊκό αέρα και των οποίων η ματιά προς τη χώρα αλλά και απέναντι στα σύγχρονα προβλήματα εμπεριέχει ποικίλες προσλαμβάνουσες που τη βοηθούν να προσδίδει υπαρξιακό βάθος στα, συνήθως, οικόσιτα δράματά της.
Η ηρωίδα της, η Νεφέλη, μια ελληνίδα στα σαραντακάτι της, βλέπει τους κλειδωνισμούς του γάμου της με τον Άγγλο σύζυγό της Σαμ να συντονίζονται με την ευρύτερη κοινωνική και οικονομική αποσάθρωση, βρίσκοντας αποκούμπι για την ίδια όσο και για τον προέφηβο γιο της Νικόλα σε μια φιλική πλην ιδιόρρυθμη γειτόνισσα, ονόματι Μάριον Μπελ, που δηλώνει «συλλέκτρια νεφών». Άλλωστε, όπως σύντομα θα καταλάβουμε, ο ίδιος ο χωρισμός οφείλεται σε κάποιο βαθμό στην αδυναμία του Σαμ να κρατήσει τη θέση του στο Πανεπιστήμιο, σε ένα περιβάλλον όλο και περισσότερο ανταγωνιστικό, όλο και λιγότερο ακαδημαϊκό. Η απώλεια της δουλειάς του και η αφιέρωση στην πολυπόθητη συγγραφή ενός μυθιστορήματος είναι ο δεύτερος αφηγηματικός άξονας του βιβλίου, που υποστηρίζεται και από μια αφήγηση που εκφράζει τη δική του οπτική γωνία. Η εξιστόρηση των περιπετειών του Σαμ στο πανεπιστήμιο, μέχρι και τον τελικό εξοβελισμό του, δίνει την ευκαιρία στον ήρωα για μια σειρά από καυστικές παρατηρήσεις σχετικά με την υποχώρηση του ακαδημαϊκού ήθους στο σύγχρονο βρετανικό πανεπιστήμιο, υπό την επέλαση οικονομικίστικων αντιλήψεων περί αποδοτικότητας, ανταγωνιστικότητας κ.λπ, που είχε –τουλάχιστον στον αγγλοσαξονικό κόσμο− ως πρώτο ορατό αποτέλεσμα την ραγδαία υποχώρηση των ανθρωπιστικών σπουδών σε πολλά από τα μεγάλα ιδρύματα.
Παράλληλα με τις δυο αυτές αφηγηματικές ροές, της Νεφέλης και του Σαμ, που επικοινωνούν υφολογικά και αλληλοσυμπληρώνονται δραματουργικά, αναπτύσσεται και μια τρίτη εκτενάστατη αφήγηση, ένα είδος «παραλλαγής» πάνω στις περιπέτειες του Χάρι Πότερ με πρωταγωνιστή τον κολλητό του διάσημου ήρωα, έναν looser Ρον, που φαίνεται να αντανακλά τον «κόσμο» του βουβού Νίκολας, του τραυματισμένου από τον χωρισμό δεκάχρονου.
Μια παρατήρηση: Η επιλογή της ένθεσης ενός πλήρους δεύτερου βιβλίου μέσα στο αρχικό βιβλίο δεν έχει από μόνη της πλέον τίποτε το καινοτόμο – για να μην πούμε ότι σε ορισμένους συγγραφικούς κύκλους έχει εξελιχθεί σε ένα είδος «μεταμοντέρνας» κοινοτοπίας. Ομοίως, η ένταξη στο βιβλίο κάθε άλλης αφήγησης που ενδεχομένως συναντά ό ήρωας ή η ηρωίδα στη ζωή του, εμπίπτει στην ίδια αντίληψη περί «κατασκευής» του μυθιστορήματος, της υποτίμησης δηλαδή της λεγόμενης οργανικής ενότητας της αφήγησης, προς όφελος μιας περισσότερο πλουραλιστικής ματιάς, μιας εξεζητημένης κι ενίοτε επιδεικτικής πολυφωνίας. Θα έλεγε κανείς ότι για μια μερίδα συγγραφέων, το να διηγηθούν απλώς μια ιστορία, από την οπτική γωνία ενός ανθρώπου (που είναι, εδώ που τα λέμε, η πιο ανθρώπινη και η πιο ρεαλιστική αφηγηματική συνθήκη) έχει γίνει ένα είδος ταμπού. Το γεγονός βέβαια ότι πολλοί εξ αυτών ουδέποτε αφηγήθηκαν μια ενδιαφέρουσα ιστορία με πειστικό τρόπο, και ρίχτηκαν εξαρχής στην τέχνη του κολάζ, της «κατασκευής» και της υψηλής αφηγηματικής κοπτοραπτικής, με κάνει καμιά φορά να αναρωτιέμαι πόσο παρόμοιες «αισθητικές» και «φιλοσοφικές» επιλογές δεν έχουν επέλθει στην πραγματικότητα υπό το βάρος της αδυναμίας…
Η Κολλιάκου, ας το ξεκαθαρίσω αυτό, δεν είναι τέτοια συγγραφέας∙ δεν είναι αυτή η στόφα της. Η μέχρι σήμερα συγγραφική πορεία της, καθώς και το μεγαλύτερο μέρος του συγκεκριμένου βιβλίου, μαρτυρά συγγραφέα που ρίχνει εντελώς αλλού το κέντρο βάρους της και που γνωρίζει καλά πώς να πλάθει αληθινούς και τρισδιάστατους χαρακτήρες, αποφεύγοντας «κολπάκια» και «τεχνικές» του μεταμοντέρνου οπλοστασίου. Η επιλογή της ένθεσης ενός βιβλίου μέσα στο βιβλίο −την οποία επαύξησε ενθέτοντας και μια δεύτερη «οριακά σχετική» αφήγηση στο βασικό κορμό της ιστορίας της, ένα χειρόγραφο με την αφήγηση του πατέρα της γειτόνισσας από τη Μάχη της Κρήτης!− ήταν σίγουρα αποτέλεσμα στοχασμού και εσωτερικών ισορροπιών της αφήγησης, έτσι όπως τα αντιλήφθηκε η δημιουργός της. Την δική μου ανάγνωση, δυστυχώς, την «πέταξε έξω», ξεσηκώνοντας επιπλέον μια σειρά αρνητικές σκέψεις (βλ. παραπάνω) για το πώς πολλοί σύγχρονοι συγγραφείς, κι όχι μόνο Έλληνες βέβαια, «φουσκώνουν» τα βιβλία τους εντάσσοντας σε αυτά διάφορα ετερογενή υλικά, στο πλαίσιο μιας μεταμοντέρνας αντίληψης τύπου anything goes.
Αλλά, στο κάτω κάτω της γραφής, δεν είμαι κι εγώ παρά ένας αναγνώστης. Οι εξουσίες μου είναι μεν αναγνωρισμένες (και με θεωρητική «βούλα» πλέον από τις ποικίλες «αναγνωστικές θεωρίες»), αλλά ευτυχώς περιορισμένες – κι έτσι πρέπει.
Η γενιά της ευφορίας
H νεότατη Ισμήνη Τορνιβούκα (γεν. 1988) δεν πήρε εντελώς αβασάνιστα τις ανάγκες της «κατασκευής» του πρώτους της μυθιστορήματος στο οποίο έδωσε τον όμορφο τίτλο «Ο πιο μακρινός πλανήτης που ξέρω» (Κέδρος), ωστόσο αρκέστηκε στο να το γράψει με την ορμή και την ενέργεια της ηλικίας της – χωρίς να απουσιάζει ο ώριμος στοχασμός και η αίσθηση του τραγικού. Βάζοντας στο κέντρο μια ιδιόμορφη «νεράιδα της Αθήνας» (για να κλείσουμε το μάτι στον Νόλλα), δημιουργεί μια ηρωίδα που αποκρυσταλλώνει όλες τις φαντασιώσεις και τις διαψεύσεις της εφηβείας, με την αναπόφευκτη, σε αυτό το ρομαντικό πλαίσιο, τραγική κατάληξη. Η Τορνιβούκα μοίρασε κι αυτή τις αφηγήσεις σε τρία από τα πρόσωπα του βιβλίου της (Πέτρος – ο ώριμος «έρωτας» της ηρωίδας, Εύα – η γυναίκα του, Κιτκάτ – η «κολλητή») πλην της ίδιας της ηρωίδας με το μη-όνομα «Μι», που, έξυπνα, αφήνεται χωρίς προσωπική μαρτυρία, έτσι όπως κινείται ανάμεσα στον πραγματικό και τον μυθικό κόσμο της εφηβικής παράκρουσης.
Το μυθιστόρημα της Τορνιβούκα εντάσσεται στην κατηγορία των βιβλίων που έχουν ως βασικό θέμα την ενηλικίωση, την άρνησή της, την αποδοχή της, τους ποικίλους ακρωτηριασμούς που υφίσταται κανείς στη διάρκεια του περάσματος από τον απόλυτο κόσμο της εφηβείας στον σχετικοποιημένο κόσμο των ενηλίκων. Η Μι, πλάσμα χαρισματικό και σπάνιο, που χαρακτηρίζεται από πηγαίο αυθορμητισμό, ποιητική συναίσθηση των πραγμάτων, σε συνδυασμό με τον ανώριμο ερωτισμό της ηλικίας της, γίνεται η «Ιφιγένεια» της ιστορίας, αναγκάζοντας τα υπόλοιπα πρόσωπα (ακόμη και τους κατά σύμβαση ενήλικες) να ωριμάσουν. Ταυτόχρονα όμως, κι αυτό είναι ίσως το πιο ενδιαφέρον κομμάτι του βιβλίου, ο «Πλανήτης» αποτελεί μια σπάνια μαρτυρία για τον βιωμένο κόσμο της γενιάς της «ευφορίας» που μεγάλωσε στα χρόνια της κοινωνικής και οικονομικής ανεμελιάς, πριν η πολυποίκιλη χρεωκοπία της χώρας ενσκήψει και την προσγειώσει απότομα σε μια γκρίζα και σκληρή πραγματικότητα. Έτσι, η θεματική της βίαιης ενηλικίωσης σε ατομικό επίπεδο συνομιλεί με το πρόβλημα της ενηλικίωσης ολόκληρης της ελληνικής κοινωνίας, χαρίζοντας στην κατά τα λοιπά παιχνιδιάρικη αφήγηση το απαραίτητο βάθος πεδίου.