
Του Κώστα Β. Κατσουλάρη
Το τελευταίο βιβλίο της Λίλας Κονομάρα, το τέταρτο κατά σειρά για ενηλίκους, είναι ένα μυθιστόρημα με χαλαρή, εκ πρώτοις, δομή που προσφέρει σημαντικές αφορμές για στοχασμό πάνω σε καίριες λειτουργίες της σύγχρονης λογοτεχνίας.
Ας δούμε όμως πρώτα ορισμένα από τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του: Το «Δείπνο» (εκδ. Κέδρος) είναι ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα (αφήγημα, το χαρακτηρίζει η συγγραφέας) που συναπαρτίζεται από τρία μέρη, περίπου ισάριθμων σελίδων, με αρκετές διαφορές σε τεχνοτροπία και ύφος.
Το πρώτο, που δανείζει και τον τίτλο του στο βιβλίο, εξελίσσεται στη διάρκεια μιας και μόνης βραδιάς, σε παραθαλάσσιο διαμέρισμα στην Αττική. Πρόκειται για συνεύρεση από αυτές που οι γαλλοτραφείς αποκαλούν «σουαρέ», μια «βραδιά» δηλαδή που ισορροπεί ανάμεσα στο τυπικό δείπνο και το πάρτι. Οι καλεσμένοι της Ελένης, καμιά δεκαπενταριά πάνω κάτω, αρχικά τρώνε και πίνουν καθισμένοι σε ένα ή περισσότερα τραπέζια και στη συνέχεια συνωθούνται στο καθιστικό ή στη βεράντα, σε ζευγάρια ή σκόρπιες συντροφιές, χωρίς να λείπουν τα χορευτικά ξεσπάσματα – προϊόντος του χρόνου και της ροής του αλκοόλ.
Η τελευταία βραδιά της Ελένης
Ο αναγνώστης παρακολουθεί τα τεκταινόμενα μέσα από την οπτική γωνία του Αντώνη, ενός 50χρονου, που εκτός από την ήπιας μορφής κατάθλιψη –συνεπικουρούμενης από ένα κύμα ενοχών οφειλόμενο, μεταξύ άλλων, σε μια αήθη πράξη που έχει μόλις διαπράξει, ενάντια στον καλύτερό του φίλο και δημοφιλή μουσουργό, τον Στέφανο– πάσχει από έντονο πονόδοντο, ο οποίος διεκδικεί στη ροή της αφήγησης ευρύτερο μετωνυμικό φορτίο: η άρνηση του Αντώνη να αντιμετωπίσει κάτι τόσο απλό υποδηλώνει την εν γένει αδυναμία του να φροντίσει τα του οίκου του ή να αναλάβει την ευθύνη του εαυτού του και των πράξεών του. Καλλιεργημένος, ευφυής, έντονα καυστικός απέναντι σε πρόσωπα και πράγματα του περίγυρου, γίνεται προνομιακός αφηγητής της βραδιάς, ο ευρυγώνιος φακός που, παρότι παραμορφώνει, καταφέρνει να συνοψίσει την παθογένεια του συγκεκριμένου κύκλου ανθρώπων – χωρίς να του διαφεύγει η γοητεία του.
Η σημαντικότερη επιτυχία της Κονομάρα, σε αυτό το πρώτο μέρος, έγκειται στην μαεστρία με την οποία περιγράφει καταστάσεις αναγνωρίσιμες, τουλάχιστον για τη μεσοαστική αθηναϊκή κοινωνική τάξη, επιτυγχάνοντας να υπονομεύσει τον τρόπο ζωής και τα ήθη της, αποφεύγοντας το σκόπελο της κοινότοπης και ανέξοδης κριτικής. Διαγράφονται επίσης ορισμένοι διακριτοί χαρακτήρες και σκιαγραφείται η ατμόσφαιρα ενός τέλους εποχής (είμαστε στην εποχή «της κρίσης»), χωρίς ωστόσο αυτό να θεματοποιείται υπερβολικά: Η «κρίση», σε αυτά τα κοινωνικά στρώματα, διαφαίνεται κυρίως μέσα από την ιδεολογική πόλωση που προκαλεί το οξυμένο θυμικό των ανθρώπων, με αποτέλεσμα –το σημειώνει κάπου η συγγραφέας– να δοκιμάζονται φιλίες και σχέσεις ετών.
Παθιασμένη ανασκαφή
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου, σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση και πάλι, είναι εξ ολοκλήρου αφιερωμένο στο πάθος ενός εκ των προσώπων του Δείπνου, της Λήδας, για έναν εκ των παρευρισκομένων, τον Μάνο, με τον οποίο –όπως καταλαβαίνουμε στην πορεία– πυροδοτήθηκε τη βραδιά εκείνη ένας χρόνιος («παράνομος», όπως λέμε), ερωτικός δεσμός. Τα επιμέρους κεφάλαια του δεύτερου μέρους έχουν τον χαρακτήρα ανεπίδοτων επιστολών προς το ερωτικό αντικείμενο, κι είναι γραμμένα σε ύφος άμεσο, συγκινησιακά φορτισμένο. Η ηρωίδα, αρχαιολόγος στο επάγγελμα, τις συντάσσει στο τέλος κοπιαστικών ημερών στις οποίες εργάζεται σε ανασκαφή στη νήσο Κέρο (κοντά στην Αμοργό). Η επιλογή αυτή, ο συσχετισμός της «εσωτερικής ανασκαφής» που λαμβάνει χώρα κατά τη συγγραφή των επιστολών με την συνθήκη της καθαυτής ανασκαφής, δεν είναι βέβαιο ότι προσδίδει στο κείμενο (στις επιστολές, δηλαδή) κάτι περισσότερο από αυτό που ούτως ή άλλως διαθέτει: ερωτική ενέργεια, ένταση, διαύγεια συνταιριασμένη με την παραφορά του ματαιωμένου πάθους, έλλειψη που πηγάζει από την απουσία του εραστή, από τον ίλιγγο μιας διαρκώς μετεωριζόμενης επιθυμίας. Αλλά και βιωμένη σοφία. Επίγνωση.
Επιπλέον: Μέσω των επιστολών προσλαμβάνουμε ορισμένες καίριες πληροφορίες για τα όσα εκτυλίχτηκαν τη βραδιά του Δείπνου, καθώς και για όσα ακολούθησαν, με σημαντικότερο, τον αιφνίδιο θάνατο της οικοδέσποινας. Προς τούτο, η συγγραφέας αναγκάζεται –σημεία σημεία– να γίνεται υπέρμετρα περιγραφική, για το πλαίσιο μιας ερωτικής επιστολής, με αποτέλεσμα ορισμένα «περάσματα» να φαντάζουν διεκπεραιωτικά.
Ο απρόβλεπτος παράγοντας
Το τρίτο μέρος εμφανίζεται ακόμη πιο ισχνά δεμένο στο άρμα των προηγηθέντων, κάτι που τελικά δεν ισχύει στο βαθμό που θα νόμιζε ο ανυπόμονος αναγνώστης. Σε αυτό, παρακολουθούμε τη διαδρομή μιας Κινέζας, από τα βάθη της αγροτικής Ασίας έως τη Νέα Υόρκη, με ένα ολιγόχρονο (ολιγόμηνο;) πέρασμα από την Ελλάδα. Η Λι, όπως καταλαβαίνουμε στην πορεία, ήταν «η κοπέλα» στην οποία –έτσι ανώνυμα, ως είθισται– αναφερόταν ο αφηγητής στο μέρος του Δείπνου, μια φασματική φιγούρα που κάθε τόσο διέσχιζε το χώρο ανάμεσα στους καλεσμένους σερβίροντας, συμμαζεύοντας, εξυπηρετώντας. Ήταν η «κοπέλα» που –η «είδηση» θα αποκτήσει σε αυτά τα συμφραζόμενα άλλη σημασία–, την επομένη της βραδιάς τους δείπνου, βρήκε αιφνιδίως νεκρή στο σπίτι της την οικοδέσποινα Ελένη. Το γεγονός θεωρήθηκε ατυχές, όπως μαθαίνουμε μέσα από τις προγενέστερες αφηγήσεις, αλλά όχι «ύποπτο».
Πού πήγαν όμως τα χρήματα που χάθηκαν, όλως τυχαίως εκείνες τις μέρες, από το ταμείο της Ακαδημίας στην οποία εργαζόταν ο Αντώνης όσο και ο Στέφανος; Το «αστυνομικό» μέρος της ιστορίας θα πάρει κι αυτό τις απαντήσεις του, αλλά το πραγματικό παιχνίδι έχει ήδη μεταφερθεί αλλού…
Νέα προοπτική
Για τις περιπέτειες της νεαρής Κινέζας, από τα προγονικά της χωράφια που πλημμυρίζοντας τη βύθισαν στο πένθος και την ένδεια, περνώντας από τα πορνεία της κοντινής πόλης, την τραυματική της εμπειρία σε καθολικό Μοναστήρι, την «αναβάπτισή της» σε «κοπέλα» στην Ελλάδα και σε «ιδιοκτήτρια εστιατορίου» στη Νέα Υόρκη, δεν θα επεκταθώ σε λεπτομέρειες: Όλα όσα φαντάζεται κανείς, κι άλλα τόσα που δεν φαντάζεται, συμποσούνται σε μια ρέουσα και επαρκώς αποστασιοποιημένη αφήγηση, πίσω από την οποία μπορεί κανείς να διακρίνει, σε κάθε της στροφή, το κίτρινο γέλιο της απελπισίας.
Η εξιστόρηση της ιστορίας της ασιάτισας στο τέλος του βιβλίου τοποθετεί όλες τις επιμέρους αφηγήσεις –τα ερωτικά, επαγγελματικά, φιλικά δράματα–, σε μια νέα προοπτική – αλλάζει τον ορίζοντα μπροστά από τον οποίο διαδραματίζονται. Ο λόγος της διεμβολίζει το συμβολικό τοπίο των μεσοαστών, δοκιμάζει τις αντοχές των αισθηματικών και υπαρξιακών τους ερωτημάτων, μέσα από την απλοϊκή τραγικότητα μιας ζωής που είναι δυνάμει η ζωή χιλιάδων άλλων σωμάτων που κυκλοφορούν ανάμεσά μας, πότε ενδεδυμένα κοινωνικούς ρόλους (νταντά, υπηρέτρια, «κοπέλα») και πότε ως σκιές, ως σημαίνοντα της «γυμνής ζωής».
Η αφήγηση της Λι έχει το χαρακτήρα μιας οργανωμένης λογόρροιας που απευθύνεται σε συγκεκριμένο ακροατή. Είναι ένας λόγος που υπάρχει γιατί δεν μπορεί να ανασχεθεί: η ιστορία της πρέπει να ειπωθεί, συμβαίνει πέρα από τις προθέσεις του ομιλούντος σαρκίου της.
Εντέλει, σκέφτομαι: Καμιά ιστορία που θέλει να φέρει στο προσκήνιο την «κρίση», με όποια υλικά κι αν φορτίζεται αυτή η έννοια, δεν μπορεί να είναι πλήρης, αν δεν λαμβάνει υπόψη της (ενίοτε, δίνοντάς τους φωνή – αλλά αυτός είναι μόνο ένας από τους τρόπους), τους ανθρώπους εκείνους που, παρά την οξυμένη μας πλέον ευαισθησία, την ύστατη ώρα επιλέγουμε να μην τους εντάσσουμε στους, έτσι κι αλλιώς, ατελείς λογαριασμούς μας. Η Λίλα Κονομάρα τους έδωσε, μέσα από αυτό το καλογραμμένο και στοχαστικό αφήγημα, μια θέση στο τραπέζι μας.
Το δείπνο
Λίλα Κονομάρα
Κέδρος 2012
Σελ. 258, τιμή € 12,50