Του Κώστα Κατσουλάρη
Εδώ και κάποιο καιρό διάβαζα βιβλία που μου άρεσαν αλλά δεν έμπαινα στον κόπο να γράψω «κάτι» γι’ αυτά. Το σύμπτωμα αυτό, γνωστό στους βιβλιόφιλους ψυχαναλυτές ως «αναστολή της κριτικής διάθεσης» είναι πολυπαραγοντικό.
Έχει, μεταξύ άλλων, να κάνει με την κατακλυσμιαία εισβολή της πολιτικής οικονομίας στην καθημερινότητά μας. Το μυαλό παραλύει, το νευρικό σύστημα τίθεται σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, σαν το θήραμα τη στιγμή που αντιλαμβάνεται ότι ο θηρευτής το έχει ήδη βάλει στο μάτι. Πού η ψυχραιμία και η ήρεμη απόσταση που απαιτεί η κριτική ανάγνωση και, ακόμη περισσότερο, η κειμενική της έκφραση;
Ιστορίες του Χαλ
Τούτων λεχθέντων, τα βιβλία στα οποία θα αναφερθώ, τηρώντας τη χρονολογία της δικής μου ανάγνωσης, είναι πεζά. Θα αρχίσω από τη συλλογή τριών διηγημάτων του Γιώργου Μητά με τον τίτλο «Ιστορίες του Χαλ» (εκδ. Κίχλη) – ήδη τιμηθέν με το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου λογοτέχνη του περιοδικού Διαβάζω. Η κατόπιν εορτής απόδοση ευσήμων για βιβλία νέων συγγραφέων είναι άχαρη διαδικασία: όταν όλοι (ή σχεδόν) οι εγνωσμένοι κριτικοί, συν μια κριτική επιτροπή, έχει αποφανθεί, ποιος ο λόγος να παραβιάζεις ανοιχτές θύρες; Και τα τρία διηγήματα της συλλογής διαθέτουν χάρες που κατατάσσουν τον Μητά στους μεστούς πεζογράφους, με το τελευταίο –στο οποίο ο αινιγματικός «άγριος» Στηβ έρχεται στο προσκήνιο– να τον ανεβάζει ένα σκαλί ψηλότερα: στους λιγοστούς που καταφέρνουν να μετακενώσουν τον μεταφυσικό τρόμο.
Τελειώνω τούτη τη σύντομη υπόμνηση με την εξής παρατήρηση: Στη χώρα μας, όπου η ποιητικότητα και οι λυρικές εξάρσεις είναι ο καθημερινός μας μεζές, δεν ευδοκιμούν πεζογράφοι με την ψυχρή, υπολογισμένη, υπάκουη πένα του Μητά. Ο μέσος αναγνώστης, μετρητοίς αγοράζει (όταν αγοράζει) και μετρητοίς επιθυμεί να πληρώνεται: ταχεία συγκίνηση, άμεση ανταπόδοση. Εντούτοις, η πεζογραφία είναι φτιαγμένη από διαφορετική στόφα: απαιτεί υπομονή, κέντημα, συνθετική ικανότητα, συναίσθηση των καταστάσεων και των δυνάμεων που τις κινούν, τόσο από τον συγγραφέα όσο και από τον αναγνώστη. Η σύμπτωση αυτή, αλίμονο, γίνεται όσο περνάει ο καιρός (με τη συνεπικουρία των διαδικτύου, fb, twitter, sms, mms και δεν συμμαζεύεται) όλο και πιο δυσεύρετη, όλο και δυσκολότερη. Κι όμως: η μαγεία της ανάγνωσης ενός καλά συγκερασμένου έργου πεζογραφίας –κάτι σαν τη μαγεία μιας αργόσχολης βόλτας στο δάσος– είναι από μόνη της περιπέτεια και η συνάντηση του αναγνώστη με το κείμενο θυμίζει το γνωστό παραμύθι της κοκκινοσκουφίτσας με τον λύκο: δεν ξέρεις, έχοντας κατά νου την κατάληξη της ιστορίας, ποιος τελικά παγίδεψε τον άλλον…
Ανάπλους
Με το καινούργιο του ισχνό μυθιστόρημα ο Θανάσης Βαλτινός (γεν. 1932) επιβεβαίωσε κάτι που πολλοί ήδη γνωρίζαμε: Είναι ο μοναδικός συγγραφέας της γενιάς του που ακόμη εξελίσσεται. Είχα την ευκαιρία να το διαπιστώσω πέρυσι διαβάζοντας τη θαυμάσια νουβέλα «Ο τελευταίος Βαρλάμης» (εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2010), στο οποίο η Ιστορία, η φιλολογία και το Πραγματικό δένονται αξεδιάλυτα σε μια πλοκή που διατρέχει σχεδόν έναν αιώνα, ισορροπώντας επιδέξια ανάμεσα στο παιχνίδι και στην αναδίπλωσή του μες στην τραγική ανθρώπινη μοίρα. Με το πρόσφατο «Ανάπλους» (εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2012) επανέρχεται στο Εμφύλιο Τραύμα – επιστρέφοντας στα πάτρια εδάφη της Πελοποννήσου (Λακωνία, Αρκαδία). Το συγγραφικό στρατήγημα παίρνει τούτη τη φορά τη μορφή συνέντευξης: ο συγγραφέας Βαλτινός υπόκειται (υποτίθεται) στο ζωηρό ερωτηματολόγιο νεαρής επί διδακτορικό μελετήτριας του έργου του, η οποία –όπως πληροφορούμαστε στο τέλος– βρήκε το θάνατο σε αυτοκινητικό δυστύχημα πριν προλάβει καν να υποστηρίξει τη διατριβή της.
Δεν ανήκω σε αυτούς που αγωνιούν να πληροφορηθούν τις ακριβείς δόσεις πραγματικότητας και επινόησης όταν πρόκειται για λογοτεχνικό έργο (η αλήθεια του, όταν είναι εκεί, μου είναι αρκετή), κι ως εκ τούτου δεν θα επιμείνω άλλο στο ζήτημα της αφηγηματικής δομής. Τοποθετημένο στα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου, η εξιστόρηση μέσω της συνέντευξης ακολουθεί την πορεία της οικογένειας του συγγραφέα (του αφηγητή, θα ήταν σκοπιμότερο να λέγαμε) καθώς γύρω τους η βία και ο τρόμος, αρχικά από τους Ιταλούς, στην συνέχεια από τους Γερμανούς και τέλος από τους Αντάρτες και τις κρατικές ή παρακρατικές ομάδες κλιμακώνεται. Το «Ανάπλους» διαβάζεται πότε σαν εξιστόρηση, πότε σαν λογοτεχνία και πότε σαν χρησμός. Ο οικείος λακωνικός λόγος του Βαλτινού συνδυάζεται με τη συγκροτημένη προφορικότητα που υποβάλει η συνθήκη της «συνέντευξης», με λαμπρά αποτελέσματα. Σκηνές όπως εκείνη με τη μάνα που πεθύμησε να φάει αχλάδι από την αγριαχλαδιά του σπιτιού αφήνουν έντονο το αποτύπωμά τους. Ομοίως, η σκηνή στην πλατεία της Σπάρτης, με τον νεαρό Δημήτρη (Πετσετίδη) να προσφέρει βοήθεια στον αλαφιασμένο τυφλό τελάλη της πόλης (στον οποίο ο συγγραφέας βλέπει έναν Τειρεσία), είναι για ανθολόγηση.
Συνοψίζοντας, ο Βαλτινός θέλησε να προσθέσει μερικά ακόμη επεισόδια στην προσωπική του μυθολογία περί Εμφυλίου, βάζοντας στον καμβά του εντονότερα από άλλες φορές το στοιχείο της αναδυόμενης εφηβικής λαγνείας. Ο τόνος, μεν, πιο προσωπικός, αλλά την ίδια στιγμή πιο αποστασιοποιημένος. Η φράση-κλειδί, από αυτή την άποψη, είναι ο διάλογος που παρατίθεται και στο οπισθόφυλλο:
– Τίποτα.»
Ίσως το πιο εύγλωττο «τίποτα» της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας…
Συνοδεία Εγχόρδων
Η σύντομη νουβέλα του ζωγράφου Τάκη Τζίφα με τον τίτλο «Συνοδεία εγχόρδων» (εκδ. Το ροδακιό) ακτινοβολεί από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα μια Ελλάδα που έχει προ πολλού «φύγει» και που όμως επιβιώνει ακόμη ερήμην της Ιστορίας και της πολιτικής οικονομίας. Ως μίτος της πλοκής λειτουργεί η μύηση του νεαρού αφηγητή, κάπου στα χρόνια της Δικτατορίας, στα τελετουργικά και τα «κόλπα» του λαϊκού τραγουδιού, μέσα από παρέες, ξενύχτια σε ακρογιαλιές, αυτοσχέδια γλέντια, το ξύπνημα της επιθυμίας για το γυναικείο κορμί. Στην πυκνή και ασύμμετρη ιστορία των 60 σελίδων, με γλώσσα που εκρήγνυται, θρυμματίζεται κι ανασυντάσσεται διαρκώς, κυριαρχεί η αγωνία της μνήμης να διατρέξει αξιόπιστα το παρελθόν, τα πρόσωπα και τις ιστορίες που το στοιχειώνουν, καθόσον η αφήγηση μοιάζει έτοιμη να παραλύσει μπροστά στον τρόμο που προκαλεί η επερχόμενη φθορά και ο θάνατος (το «περιούσιο και άχραντο γαλάζιο» της τελευταίας φράσης).
Ανάμεσα στις γραμμές, καμιά φορά κι από κάτω τους, παρελαύνουν πρόσωπα που σημάδεψαν την πορεία του συγγραφέα, είτε πρόκειται για μορφές όπως ο Γιώργος Ζαμπέτας, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Γιάννης Βαρβέρης (συνοδοιπόρος του Τζίφα στις νυχτερινές εξορμήσεις του για πολλά χρόνια, ο «μοναδικός θνητός που διέσχισε την Αχερουσία με ταξί», σύμφωνα με τα λόγια του), είτε για ξεχασμένα πλάσματα της νύχτας που έλαμψαν και κάηκαν σαν βεγγαλικά κάτω και πίσω από φώτα άγνωστων και συνάμα μυθικών λαϊκών μαγαζιών, στην Αττική όσο και στην επαρχία. Και βέβαια, πανταχού παρούσα, πότε ως η «γυναίκα μου η Αλεξάνδρα» πότε ως το ολόφωτο κοριτσάκι της αλληγορικής σκηνής του τέλους, η σύντροφος του συγγραφέα, η ηθοποιός Αλεξάνδρα Παντελάκη.
Το βιβλίο του Τάκη Τζίφα είναι λογοτεχνική κατάθεση ψυχής –έχω επίγνωση πόσο χυδαία κοινότοπη έχει γίνει αυτή η έκφραση, αλλά περί αυτού πρόκειται–, και ταυτόχρονα μαρτυρία γραμμένη με κώδικες που ξεκλειδώνουν εύκολα αλλά μόνο από «μυημένους» (και δεν εννοώ «μυημένους στη λογοτεχνία» – παρότι κι αυτό βοηθάει…). Για όσους θέλουν να δουν πίσω από την πυκνή ποιητική γραφή που επελέγη από τον συγγραφέα, αντί της καταφυγής σε δήθεν ρεαλιστικές αναπαραστάσεις της μιας ή της άλλης «χρυσής εποχής», υπάρχει σε καθαρή μορφή μια φιλοσοφία του ζειν και του υπάρχειν πυρηνικά «λαϊκή» – με τα μπουζούκια και τα βιολιά να αποτελούν μονάχα την ιδανική μουσική υπόκρουση και όχι την ουσία της. Μερικές χαρακτηριστικές φράσεις: «Μια Καθαρή Δευτέρα, με την Τζένη Βάνου και τον Κώστα Μοναχό, επικοινωνήσαμε με τον Ύψιστο από θέση ισχύος». Ή αλλιώς: «Κάτσαμε στην αμμουδιά και κοιτάζαμε τη θάλασσα, να δούμε τι μας ετοιμάζει».
Στην τελευταία σελίδα, εν ήδη σύντομου βιογραφικού, ο Τάκης Τζίφας γράφει δυο λόγια για τον εαυτό του, και μεταξύ άλλων λέει: «Ο Γιάννης Βαρβέρης επέμενε να γράψω αυτά που του έλεγα». Κρίμα που ο ποιητής δεν είναι πλέον μαζί μας να δει τον φίλο του να εκτελεί την «παραγγελιά» του.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΤΣΟΥΛΑΡΗΣ είναι συγγραφέας.